Με
την έξοδο από την Ενισχυμένη Εποπτεία καταργείται εν ολίγοις το καθεστώς
ενισχυμένης επιτήρησης που «κληρονόμησε» η ελληνική οικονομία μετά τα τρία
συνεχόμενα προγράμματα διάσωσης
Ενισχυμένη
Εποπτεία: Τι σημαίνει η έξοδος για την Ελλάδα
Ελένη
Στεργίου
Ένας
γκρίζος κύκλος για την Ελλάδα κλείνει και επίσημα σήμερα, 20η Αυγούστου το
2022. Η χώρα βγαίνει από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας και είναι «σχεδόν»
ελεύθερη στο σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής, βάσει των ευρωπαϊκών
δημοσιονομικών κανόνων. Καταργείται εν ολίγοις και με τη βούλα το καθεστώς
ενισχυμένης επιτήρησης που «κληρονόμησε» η ελληνική οικονομία μετά τα τρία
συνεχόμενα προγράμματα διάσωσης από το 2010 έως το 2018.
Η
ελληνική οικονομία θα αξιολογείται πλέον κάθε εξάμηνο από τους θεσμούς και όχι
κάθε τρίμηνο, ενώ η κυβέρνηση καλείται να συνεχίσει τη συνετή δημοσιονομική
πολιτική χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τόσο τη μείωση του χρέους όσο και την
επίτευξη του στόχου για επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ το 2023.
Η
χώρα φυσικά παραμένει υπό παρακολούθηση, όπως συμβαίνει και με τις άλλες χώρες
των προγραμμάτων διάσωσης, την Ιρλανδία, την Ισπανία, την Κύπρο και την
Πορτογαλία. Η εποπτεία θα συνεχιστεί, έως η Ελλάδα αποπληρώσει το 75% των
δανείων, το οποίο αυτό θα συμβεί το 2059, σύμφωνα με τον σημερινό σχεδιασμό.
Ο
πρώτος έλεγχος
Ο πρώτος έλεγχος στο πλαίσιο της μεταπρογραμματικής παρακολούθησης θα πρέπει να ολοκληρωθεί τον Νοέμβριο, εν όψει και της κατάθεσης του προϋπολογισμού, ενώ θα δρομολογηθεί και η απόφαση για την εκταμίευση της τελευταίας δόσης των ANFAs και SMPs, ύψους άνω των 700 εκατ. Ευρώ. Η ένεση ρευστότητας προγραμματίζεται για τον Δεκέμβριο μετά την έκδοση σχετικής απόφασης από το Eurogroup, ενώ η τελευταία εκκρεμότητα για να αλλάξει σελίδα η χώρα θα είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας μέσα στο 2023.
Τι
προσφέρει η έξοδος;
Αυτό
που «προσφέρει» η έξοδος από την ενισχυμένη εποπτεία, μεταξύ άλλων, είναι η
θετική αξιολόγηση της οικονομικής πολιτικής της Ελλάδας, παρά τις διαδοχικές
κρίσει, και στέλνει ένα μήνυμα σε αγορές και επενδυτές. Εφόσον η ελληνική
οικονομία καταφέρει και ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα το 2023 – κάτι που
προυποθετει πολυ προσεκτικά βήματα ως προς τη δημοσιονομική πολιτική λόγω του
υψηλού χρέους- τότε η Ελλάδα θα έχει αποτινάξει τη ρετσινιά της κρίσης του
2009. Τότε με συνεχείς υποβαθμίσεις είχε απωλέσει την επενδυτική βαθμίδα και το
ελληνικό αξιόχρεο εισήλθε στην κατηγορία «junk», με αποτέλεσμα να δανείζεται με
απαγορευτικά υψηλά επιτόκια, να αποκλειστεί από τις αγορές και να ακολουθήσουν
τα «βοηθήματα» από το ΔΝΤ και την Ε.Ε.
Το
παγκόσμιο κραχ του 2008 και η ελληνική κρίση χρέους
Ενδιαφέρον έχει η αναδρομή που έκαναν πρόσφατα οι Financial Times και πως περιγράφει την είσοδο της Ελλάδας στη βαθιά λιτότητα και τους Έλληνες σε μία μακρά περίοδο με οικονομικά σοκ. Επιστρέφοντας πίσω στον χρόνο, οι Financial Times υπενθυμίζουν ότι το παγκόσμιο κραχ του 2008 βύθισε την Ελλάδα σε κρίση χρέους που οδήγησε σε αλλεπάλληλα προγράμματα διάσωσης από την ΕΕ και το ΔΝΤ, αρχής γενομένης το 2010. Κατά τη δεκαετία που ακολούθησε, αναφέρουν, η οικονομία της χώρας συρρικνώθηκε κατά το ¼ και το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων μειώθηκε κατά το 1/3, λόγω των πολιτικών λιτότητας που επέβαλε η «τρόικα» των Κομισιόν, ΔΝΤ και ΕΚΤ. Χιλιάδες ήταν οι νέοι Έλληνες που εγκατέλειψαν την χώρα σε αναζήτηση εργασίας, με την ανεργία να εκτοξεύεται στο 27,8% το 2013, ενώ οι κυβερνήσεις προέβησαν σε δραστικές περικοπές σε συντάξεις και φορείς του Δημοσίου, προκειμένου να λάβουν οικονομική βοήθεια. Οι αυστηροί όροι των προγραμμάτων, που υπαγορεύτηκαν κυρίως από τη Γερμανία, λίγο έλειψε να ωθήσουν την Ελλάδα εκτός ευρώ το 2015. Το τρίτο «πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής» έληξε τον Ιούνιο του 2018, ωστόσο οι Βρυξέλλες διατηρούσαν έκτοτε υπό επιτήρηση τα δημοσιονομικά της Ελλάδας.
Το
2010 και τα Μνημόνια
Το 2010 είναι ένα έτος ιστορικό τόσο για την Ελλάδα, αλλά και για ολόκληρη την Ευρωζώνη. Ο αποκλεισμός της Ελλάδας από τις αγορές οδήγησε τους Ευρωπαίους εταίρους σε καθοριστικές αποφάσεις όπως είναι η «είσοδος» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Ευρώπη.Προκειμένου η Ελλάδα να αποφύγει την χρεοκοπία προσέφυγε στον μηχανισμό στήριξης υπό την παρακολούθηση της «τρόικας» (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ). Οι δανειστές ζητούσαν ως «αντάλλαγμα» τη δημοσιονομική προσαρμογή. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας ακόμα δεν είχε ιδρυθεί και για αυτό κρίθηκε απαραίτητη η τεχνογνωσία του ΔΝ. Αργότερα, και μετά από τρία Μνημόνια, οι δανειστές σε εκθέσεις τους κατέγραψαν την παραδοχή για λάθη στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης καθώς η κοινωνία υπέστη σοκ από την βίαια δημοσιονομική προσαρμογή και την αυστηρή λιτότητα.
Τα
τρία προγράμματα
Η
χρηματοδότηση κατά το πρώτο πρόγραμμα έγινε με διμερή δάνεια από τα κράτη μέλη
του ευρώ προς την Ελλάδα μέσω του μηχανισμού χρηματοδοτικής διευκόλυνσης
(Eurogroup, 2 Μαΐου 2010). Στο πλαίσιο του πρώτου προγράμματος, η Ελλάδα έλαβε
ως χρηματοδοτική συνδρομή συνολικό ποσό 52,9 δισ. Ευρώ και τότε το ΔΝΤ κατέβαλε
συμπληρωματικό ποσό 20 δισ. ευρώ περίπου.
Το
δεύτερο πρόγραμμα προσαρμογής αντικατέστησε το πρώτο. Θυμίζουμε ότι είχε
εγκριθεί στις 9 Μαρτίου 2012 και διήρκεσε μέχρι τον Ιούνιο του 2015. Η
χρηματοδότηση παρασχέθηκε από τα κράτη της ευρωζώνης μέσω του Ευρωπαϊκού
Ταμείου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ). Το ΕΤΧΣ κατέβαλε 141,8 δισ.
ευρώ και το ΔΝΤ περίπου 12 δισ. ευρώ.
Τέλος, το τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής άρχισε στις 19 Αυγούστου 2015 μέχρι τις 20 Αυγούστου 2018. Εδόθη από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και εκταμιεύτηκαν 46,9 δισ. ευρώ. Τότε, το ΔΝΤ δεν ενεπλάκη αλλά έλαβε ρόλο συμβούλου. Το τελευταίο πρόγραμμα ολοκληρώθηκε στις 20 Αυγούστου το 2018 και από τότε η Ελλάδα δεν εξαρτάται από δάνεια διάσωσης. Αλλά, βρισκόταν υπό το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας, με τριμηνιαίες αξιολογήσεις έως τον Αύγουστο του 2022.
Πηγή: ot.gr
Δημοσίευση σχολίου