Δεν θα περίμενε κανείς η βιογραφία του ηθοποιού Θανάση Ευθυμιάδη με τίτλο «Μία όμορφη ημέρα» να έχει πολιτικό ή ιστορικό ενδιαφέρον, κι όμως, ο ηθοποιός στο βιβλίο του μας θυμίζει ένα περιστατικό από τον μακρινό Νοέμβριο του 2004, στην Θράκη, το οποίο έκτοτε παραμένει θαμμένο βαθιά.
Πρόκειται για τον ξυλοδαρμός, την πολιορκία και το παραλίγο λιντσάρισμα του συνεργείου και των ηθοποιών της τηλεοπτικής σειράς «Αρχιπέλαγος» από 2000 μουσουλμάνους κατοίκους του χωριού Εχίνος, μίας «εξέγερσης» η οποία έχει ακόμα πολλά «θολά» σημεία.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή κι ας δούμε πως περιγράφουν το περιστατικό τα ρεπορτάζ της εποχής.
Τα γυρίσματα, ξεκίνησαν νωρίς το μεσημέρι. Σύμφωνα με όσα υποστήριξαν οι κάτοικοι του Εχίνου, η ηθοποιός Δέσποινα Μοίρου, που για τις ανάγκες των γυρισμάτων φορούσε μόνο εσώρουχα, έβαλε ένα παλτό και μπήκε στο τζαμί, διαπράττοντας έτσι ποινικό αδίκημα.
Κάποια νεαρά παιδιά, αντιλήφθηκαν το γεγονός και ενημέρωσαν τους μεγαλύτερους, οι οποίοι έσπευσαν εξοργισμένοι στο Πράσινο Τζαμί. Κινήθηκαν απειλητικά κατά των ηθοποιών, μάλιστα οι Γιώργος Βογιατζής και Θανάσης Ευθυμιάδης χτυπήθηκαν.
Προκλήθηκαν ζημιές στον εξοπλισμό του συνεργείου, οι άνθρωποι του οποίου βρέθηκαν ξαφνικά «πολιορκημένοι» από 2.000 Μουσουλμάνους. Οι πέντε αστυνομικοί που υπηρετούσαν στον Εχίνο, έκαναν τα πάντα για να προστατεύσουν τα μέλη του συνεργείου και τελικά κατάφεραν να οδηγήσουν ηθοποιούς και τεχνικούς στο Αστυνομικό Τμήμα της κωμόπολης.
Οι εξαγριωμένοι κάτοικοι πολιόρκησαν και το Αστυνομικό Τμήμα πετροβολώντας το κτίριο ενώ συνέχιζαν να προκαλούν φθορές στα αυτοκίνητα του συνεργείου.
Τελικά, μετά από εφτά ώρες τα μέλη του συνεργείου ζήτησαν συγγνώμη από τον ιμάμη της περιοχής στον οποίο μάλιστα παρέδωσαν και τις κασέτες με το υλικό που είχαν τραβήξει για να αποδείξουν ότι δεν υπήρχαν σκηνές προσβλητικές για το Ισλάμ.
Γράφτηκε ότι οι Μουσουλμάνοι είχαν ενοχληθεί όταν το προηγούμενο βράδυ, στο επεισόδιο της σειράς που προβλήθηκε, η Νίνα Λοτσάρη έπινε αλκοόλ, κάτι ανεπίτρεπτο για τη μουσουλμανική θρησκεία.
Τελικά, οι υπεύθυνοι του συνεργείου κατάφεραν να φύγουν (στο ρεπορτάζ δεν αναφέρεται πώς). Υπήρξε παραπομπή ορισμένων στο αυτόφωρο(!) και κάπως έτσι επήλθε η ηρεμία.
Στο τέλος του άρθρου, τα «ΝΕΑ» αναφέρουν ότι «Στον Εχίνο βρίσκονταν χθες (σημ. 16/11/2004) με αφορμή το Μπαϊράμι, ο Τούρκος πρόξενος Ορ. Γιαρντίν, ο αντιδήμαρχος Μύκης Τ. Μουσταφά ,ενώ λίγο αφότου ξέσπασαν τα επεισόδια, στον οικισμό μετέβη όλη η ηγεσία της μουσουλμανικής μειονότητας με επικεφαλής τον βουλευτή της Ν.Δ. Ιλχάν Αχμέτ και τον πρόεδρο του νομαρχιακού συμβουλίου Ξάνθης-Ροδόπης Κ. Τουρκές καθώς και ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Ξάνθης».
Η τουρκική παρουσία στο χωριό έχει οδηγήσει πολλούς να πιστεύουν πως στην πραγματικότητα το όλο σκηνικό ήταν κατευθυνόμενο από την Άγκυρα.
Επίσης για τον τρόπο που «απέδρασαν» οι ηθοποιοί αναφέρεται πως εμφανίστηκε ένα βανάκι χωρίς διακριτικά με αρκετούς καλογυμνασμένους νεαρούς που απώθησε το πλήθος και φυγάδευσε το συνεργείο.
Ας δούμε πως περιγράφει το περιστατικό ο Κώστας Ευθυμιάδης στο βιβλίο του:
«Οι πενήντα μουσουλμάνοι άντρες έξω από το αστυνομικό τμήμα είχαν χτυπήσει την αποστολή μας και οι τρεις ευγενέστατοι νεαροί αστυνομικοί που είχαν υπηρεσία εκείνη τη μέρα στα τρία δωμάτια όλα κι όλα του αστυνομικού τμήματος στον Εχίνο μάς διαβεβαίωναν ότι «δεν θα πρέπει να ανησυχούμε γιατί το πλήθος θα διαλυθεί σε λίγο». Μέχρι όμως να δει το υλικό που βιντεοσκοπήσαμε και να έρθει ο ιμάμης τους να με βρει, δύο χιλιάδες εξαγριωμένοι άντρες είχαν μαζευτεί από όλα τα Πομακοχώρια έξω από το τμήμα. Ενημέρωσα τηλεφωνικά τον διευθυντή του τηλεοπτικού σταθμού Alpha και οι αστυνομικοί ενημέρωσαν την Αστυνομική Διεύθυνση Ξάνθης.
Από το παράθυρο είδαμε ότι επιτέλους ο ιμάμης έφτασε και μιλούσε σε όλο το πλήθος στα τούρκικα. Μετά μπήκε μέσα και ζήτησε να μιλήσει μαζί μου (στα ελληνικά). «Έχεις δίκιο», μου είπε, «δεν έχετε κάνει κάτι που να προσβάλλει τον ναό μας, αλλά η κατάσταση έχει ξεφύγει, δεν μ’ ακούνε και ζητάνε εκδίκηση». «Μα πώς είναι δυνατόν να μην ακούνε εσένα;» τον ρώτησα. «Νομίζουν πως τους λέω ψέματα για να μη γίνουν χειρότερα τα πράγματα». «Και τι ακριβώς θέλουν;» τον ρώτησα.
«Να στείλεις έξω τις γυναίκες που ήταν στο υπόστεγο του ναού για να τους ζητήσουν συγγνώμη». «Καλέ μου άνθρωπε, δεν ζούμε στον Μεσαίωνα να γίνονται λαϊκά δικαστήρια στην πλατεία του χωριού και οι άντρες να λιθοβολούν τις “κακές μάγισσες”! Ούτε, οι γυναίκες που είναι μαζί μας είναι σκλάβες του πασά. Είναι ελεύθεροι άνθρωποι. Δεν θα επιτρέψω να βγουν έξω. Πήγαινε να τους το πεις». Γύρισα στο δωμάτιο με τους υπόλοιπους και τους είπα τα μαντάτα.
Αμέσως πήρα τηλέφωνο στον τηλεοπτικό σταθμό και στη Διοίκηση της Αστυνομίας στην Ξάνθη και ζήτησα να ενημερώσουν το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης (πλέον, Προστασίας του Πολίτη) για την άμεση προστασία και τον άμεσο απεγκλωβισμό μας. Ενημέρωσαν και οι υπόλοιποι από τα τηλέφωνά τους φίλους και συγγενείς. Τα νέα ταξίδεψαν γρήγορα και σε λίγη ώρα ήμασταν πρώτο θέμα σε εκπομπές και δελτία έκτακτων ειδήσεων σε Ελλάδα και Τουρκία.
Καμιά απάντηση όμως από την Αστυνομία ή από το Υπουργείο. Ο διευθυντής του τηλεοπτικού σταθμού μού δήλωσε στο τηλέφωνο ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Το θέμα με τις μειονότητες είναι «καυτή πατάτα» στα χέρια κάθε αρμόδιου υπουργού και κανένας δεν αναλαμβάνει την ευθύνη με τον φόβο ότι η εμφάνιση αστυνομικής δύναμης μπορεί να πυροδοτήσει την κατάσταση.
Προσπάθησα να κρατήσω ψηλά το ηθικό όλων, αλλά το εξαγριωμένο πλήθος φώναζε απέξω δυνατά και ρυθμικά στα ελληνικά «Φέρτε έξω τις πουτάνες!». Άρχισαν τα κλάματα και οι πρώτες κρίσεις πανικού μέσα στην αίθουσα του αστυνομικού τμήματος όπου φιλοξενούμασταν. Κανένα σημάδι βοήθειας από πουθενά.
Γύρω μου ένας χαμός, όπως τα κύματα της αγριεμένης θάλασσας όταν φυσάει δυνατός αέρας. Μέσα μου όμως ηρεμία και εμπιστοσύνη, όπως στον βυθό της θάλασσας όταν έκανα τις καταδύσεις.
Αντί ν’ αφήσω τον φόβο και τον πανικό να με κυριεύσουν, άρχισα απλά να αναπνέω βαθιά σαν να ήμουν στον βυθό της θάλασσας με τις μπουκάλες οξυγόνου. Εκεί, όλοι οι φόβοι διαλύονται. Ήξερα ότι όλοι οι υπόλοιποι περίμεναν κάτι από μένα, μιας και είχα αναλάβει όλες τις συνεννοήσεις με τον ιμάμη, την αστυνομία και τον τηλεοπτικό σταθμό.
Απλά έμεινα ήρεμος και άρχισα να κοιτάζω έναν έναν στα μάτια με θαρραλέο βλέμμα. Από όλους εισέπραξα ανησυχία, αλλά μόλις «μιλούσαμε με τα μάτια» για λίγα δευτερόλεπτα, κάπως αναθάρρευαν. Με τρία άτομα όμως ένιωσα ότι είχαν ιδιαίτερη ανάγκη.
Ο Γιώργος Βογιατζής και η γυναίκα του Ντιάνα (Αγγλίδα υπήκοος) πραγματικά δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι κάτι τέτοιο τους συνέβαινε και μάλιστα μέσα σ’ ένα αστυνομικό τμήμα μιας χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είχαν πάθει και οι δύο πολιτισμικό σοκ και όχι μόνο. Τους χτύπησαν με κλοτσιές, σφαλιάρες και βρισιές άγνωστοί τους άνθρωποι για κάτι που δεν έκαναν. Δεν ένιωθαν καμιά προστασία από τρεις νεαρούς αστυνομικούς απέναντι στους δύο χιλιάδες εξαγριωμένους άντρες, αποκλεισμένοι στην μέση του πουθενά.
Ήταν ζευγάρι τα τελευταία χρόνια, με τη ζωή τους να κυλάει μεταξύ Λονδίνου, Ρώμης, Παρισιού και Λος Άντζελες. Ζούσαν σε σουίτες ξενοδοχείων ή πολυτελή σπίτια και ξαφνικά βρέθηκαν εδώ, σε ένα χωριό, κατάλοιπο και ζωντανό απομεινάρι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η τρίτη που ένιωθα ότι είχε ανάγκη ήταν η Νίνα Λοτσάρη. Ήξερα ότι η Νίνα ήταν πολύ δυνατός χαρακτήρας και είχα μπερδευτεί με την ευαισθησία που της βγήκε. Ούτε η ίδια μπορούσε να καταλάβει το γιατί.(Όλα εξηγήθηκαν λίγες μέρες αργότερα όταν έμαθε ότι ήταν ήδη στην αρχή της εγκυμοσύνης της.)
Μπήκε μέσα ο ένας από τους αστυνομικούς, που είχε μια μικρή τηλεόραση ανοιχτή στο γραφείο του δίπλα στο άλλο δωμάτιο, και πολύ αγχωμένος μου είπε: «Θα έχουμε προβλήματα». «Τι έγινε;» τον ρώτησα. «Έρχονται οι φίλοι σου από την Καβάλα, να σε απελευθερώσουν». «Τι λες;».
«Έχουν ζωντανή σύνδεση σε μια εκπομπή με την Καβάλα, όπου εκατοντάδες μηχανόβιοι φίλοι σου έχουν συγκεντρωθεί και περιμένουν ένα σήμα σου μόνο για να έρθουν εδώ να συμπλακούν με τους μουσουλμάνους και να σε απελευθερώσουν. Σε λιγότερο από μία ώρα μπορούν να είναι εδώ».
Στην αδράνεια της πολιτείας απάντησαν οι συμπολίτες, οι φίλοι μου, οι κολλητοί μου, τα αδέρφια μου. Με συγκίνησε βαθιά αυτή η προσφορά τους. Γι’ αυτούς δεν ήμουν απλά ένας καλλιτέχνης από την πόλη τους. Ήμουν ο άνθρωπός τους. Με γνώριζαν προσωπικά.
Μαζί κάναμε σούζες και motocross, εγώ τους πήγαινα ανθοδέσμες όταν δούλευα στο ανθοπωλείο, εγώ τους σέρβιρα όταν δούλευα στο μπαρ. Δεν έριξα «μαύρη πέτρα» πίσω μου μόλις έγινα γνωστός.
Ίσα ίσα, το αντίθετο. Πήγαινα πιο συχνά στην Καβάλα και όταν το ΔΗΠΕΘΕ (Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο) της πόλης μου ξέμεινε από χρήματα, εγώ είχα προσφερθεί αφιλοκερδώς και τους βοήθησα. Δεν ήμουν απλά ένας Καβαλιώτης που έκανε τον ζενπρεμιέ στην Αθήνα. Ήμουν ο working class hero (ο ήρωας της εργατικής τάξης) γι’ αυτούς, και είχε έρθει η ώρα που ένιωσαν ότι χρειαζόμουν τη βοήθειά τους».
Δημοσίευση σχολίου