(Ο Δημήτρης Σούκερας με το πορτρέτο του Κωνσταντίνου στο φόντο σε πρόσφατη φωτογραφία.)
Μπάτλερ, μάγειρας και συνοδοιπόρος της τέως βασιλικής οικογενείας, διηγείται για πρώτη φορά όσα έζησε στο Τατόι, στη Ρώμη και στο Λονδίνο
Οταν όλα τα υπόλοιπα μέλη του υπηρετικού προσωπικού σταδιακά
εγκατέλειψαν για διάφορους λόγους, ο Δημήτρης Σούκερας συνέχισε. Εμεινε στα
δύσκολα στο πλευρό του Κωνσταντίνου. Εργάστηκε γι’ αυτόν σε εποχές που δεν
θύμιζαν σε τίποτε εκείνη τη λάμψη που είχε πρωτοδεί στη βασιλική οικογένεια,
όταν 15 χρόνων παιδί με κοντά παντελονάκια τον «μάζεψε» ο βασιλιάς Παύλος
σχεδόν από τον δρόμο έξω από τον Μον Ρεπό της Κέρκυρας και τον πήρε στο Τατόι.
Ο Κερκυραίος ήταν συνάμα ο μάγειρας του έκπτωτου μονάρχη, ο μπάτλερ, ο άνθρωπος
που μεγάλωσε τον Παύλο, την Αλεξία και τον Νικόλαο. Εζησε μαζί του στην πολυετή
εξορία στη Ρώμη και στο Λονδίνο. Εκεί, στη Βρετανία, ο Σούκερας γνώρισε την
Ελληνίδα σύζυγό του και ήρθε στον κόσμο το πρώτο τους παιδί.
«Από το 1962 έως το 1983 ήμουν δίπλα στον βασιλιά. Τώρα
πέθανε. Εχασα έναν δικό μου άνθρωπο, διότι και εκείνος έτσι με θεωρούσε. Δικό του
άνθρωπο», λέει στην «Κ». «Ενα παράδειγμα μόνο θα σας δώσω για να καταλάβετε τι
χαρακτήρας ήταν ο Κωνσταντίνος. Μια νύχτα, όταν ζούσαμε στο Λονδίνο, έπαθα
κρίση χολής και με πήγαν εσπευσμένα στο νοσοκομείο. Ηρθε μαζί μου και δεν έφυγε
ούτε μια στιγμή από το πλάι μου μέχρι το πρωί. Πώς να το ξεχάσω αυτό;
Τόσο
εκείνος, οι αδελφές του, όσο και η γυναίκα του και τα παιδιά του είχαν και
εξακολουθούν να έχουν απλότητα και ταπεινότητα».
(Ο Κωνσταντίνος με τα παιδιά του και τον Δημήτρη Σούκερα στο
Λονδίνο.)
Από τη λάντζα στο παλάτι
Γεννημένος το 1947 στο χωριό Καλαφατιώνες της Κέρκυρας, ο
Σούκερας ήταν ο βενιαμίν μιας οικογένειας πέντε παιδιών με γονείς αγρότες.
«Ηταν αμέσως μετά τον Πόλεμο που μεγάλωνα στο νησί και η κατάσταση ήταν ζόρικη.
Πολύ φτώχεια. Ολοι μας δουλεύαμε σαν παιδιά και εγώ έπλενα ποτήρια σε μια
ονομαστή ταβέρνα της εποχής δίπλα στο Μον Ρεπό. Λεγόταν “Βασίλης” και φημιζόταν
για τις μακαρονάδες της. Ετσι έτρωγα ένα πιάτο φαΐ. Σήμερα δεν υπάρχει πια,
έχει γκρεμιστεί, διότι εκεί ανακαλύφθηκε αρχαιολογικός χώρος. Τα απογεύματα
μετά τη δουλειά καθόμουν στα σκαλάκια και πολύ συχνά έβλεπα τους βασιλείς και
τους πρίγκιπες να κάνουν βόλτα. Μια μέρα, το 1962, πέρασε ο βασιλιάς Παύλος και
άρχισε να με ρωτάει τι κάνω. Οταν του είπα ότι δουλεύω, με ρώτησε αν θέλω να
πάω στο Τατόι. Εγώ χάρηκα, αλλά έπρεπε βέβαια να ρωτήσει και τους γονείς μου.
Σε λίγη ώρα ήρθε ένας σμήναρχος με δύο χωροφύλακες και πήγαμε σπίτι μου στο
χωριό. Οι γονείς μου τρόμαξαν, νόμισαν ότι κάτι έγινε, κάτι έκανα. Οταν όμως
πληροφορήθηκαν τον λόγο της επίσκεψης, ο πατέρας μου είπε “Πάρτε τον!” δίχως
κανένα δισταγμό. Ετσι, από τη μια στιγμή στην άλλη, βρέθηκα με δυο ρούχα στο
χέρι, στο πλοίο με τη βασιλική οικογένεια και μετά στα ανάκτορα του Τατοΐου.
Για εμένα ήταν σωτηρία η γνωριμία με τον Παύλο», λέει στην «Κ».
Στα εφηβικά του μάτια, το μέρος αυτό έμοιαζε με τον
παράδεισο: «Και τι δεν παρήγε το κτήμα: φρούτα, σταφύλια, κρασιά, τυριά,
βούτυρα, ζαρζαβατικά. Υπήρχαν κοπάδια με πρόβατα, αγελάδες. Ολα ήταν τακτικά
και πεντακάθαρα. Μου ‘χει μείνει η εικόνα αυτή στο μυαλό και όταν αργότερα
πήγαινα για τα μνημόσυνα των βασιλέων εκεί, με έπιανε η ψυχή μου από τη θλίψη
και την εγκατάλειψη, τη φθορά, από τη μανία των ανθρώπων να το καταστρέψουν.
Θέλησαν να το πάρουν και τελικά για δεκαετίες το ρήμαξαν. Διότι εγώ θυμάμαι 150
οικογένειες να εργάζονται εκεί μέσα. Θυμάμαι ξένους ηγέτες και υψηλούς
προσκεκλημένους. Εγώ έμενα με άλλα 8 παιδιά της ηλικίας μου σε ένα σπιτάκι. Οι
επτά από αυτούς ήταν επίσης Κερκυραίοι και ο τελευταίος Κεφαλονίτης. Ο βασιλιάς
Παύλος αγαπούσε την κηπουρική και είχε μια συνήθεια. Κάθε μέρα μάς έπαιρνε
όλους και για μία-δύο ώρες κλαδεύαμε τα δένδρα στα μονοπάτια. Μάλιστα μας έλεγε
να μας στείλει στη Φλωρεντία να σπουδάσουμε γεωπόνοι. Δεν προλάβαμε. Πέθανε. Ο
Κωνσταντίνος, επτά χρόνια μεγαλύτερός μου, φερόταν πάντα με ζεστασιά σε όλους
μας. Οταν έγινε ο ίδιος βασιλιάς, μας είπε ότι η κηπουρική δεν τον ενδιέφερε
και έτσι άρχισα να εργάζομαι στον μπουφέ και να σερβίρω. Εκείνη την εποχή
παντρεύτηκε. Η ομορφιά και η γλυκύτητα της Αννας-Μαρίας ήταν οι πρώτες
εντυπώσεις που είχαμε όταν τη γνωρίσαμε. Στον γάμο δεν πήγαμε βέβαια. Ούτε στη
στέψη. Είχαμε δουλειά για δέκα μέρες με τις δεξιώσεις και τους καλεσμένους από
όλο τον κόσμο. Εχω δει όλους τους γαλαζοαίματους από κοντά».
Εκείνη την περίοδο, θυμάται ο Δημήτρης Σούκερας, το κλίμα
στο παλάτι ήταν εξίσου ταραγμένο όπως και στην κοινωνία, και είχε καλλιεργηθεί
στην οικογένεια μια δυσπιστία για τους πολιτικούς και ιδιαίτερα για τον Καραμανλή.
«Εγιναν πολλά λάθη τότε, όπως εκείνες οι επιστολές προς τον Γέρο της
Δημοκρατίας που ήταν πολύ αυστηρές, κάτι που παραδέχθηκε και ο ίδιος ο
Κωνσταντίνος αργότερα.
Η εντύπωση που έχουν όλοι είναι ότι επηρεαζόταν πολύ από τη
Φρειδερίκη. Δεν είναι αλήθεια αυτό. Πάντως την άκουσα εγώ ο ίδιος με τα αυτιά
μου τη νύχτα πριν από τα γεγονότα της 21ης Απριλίου να του λέει: “Ή θα τους
αναγνωρίσεις αμέσως ή θα παραιτηθείς τώρα και δεν θα βγεις έξω από το Τατόι!”».
Ο Νικόλαος και η Αλεξία στο τροχοφόρο, με τον Δημήτρη
Σούκερα δίπλα τους.
«Ακουσα τη Φρειδερίκη με τα αυτιά μου τη νύχτα πριν από τα
γεγονότα της 21ης Απριλίου να του λέει: “Ή θα τους αναγνωρίσεις αμέσως ή θα
παραιτηθείς τώρα και δεν θα βγεις έξω από το Τατόι!”».
Η ΖΩΗ ΕΚΤΟΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Μετά το αντικίνημα, ο Κωνσταντίνος με την οικογένειά του
πήγαν στη Ρώμη. Μαζί και ο Σούκερας, καθώς και εννέα μέλη του προσωπικού.
«Αρχικά μείναμε στην πρεσβεία, ύστερα σε μια βίλα. Εκεί ήρθε ένας Ιταλός σεφ
και από αυτόν έμαθα την τέχνη της μαγειρικής, την οποία και εξάσκησα αργότερα
εργαζόμενος για την οικογένεια. Βέβαια πρέπει να πω ότι αυτό που άρεσε
περισσότερο στον Κωνσταντίνο ήταν οι κεφτέδες.
Παράλληλα φρόντιζα τα τρία πρώτα του παιδιά. Τον Παύλο, την
Αλεξία και τον Νικόλαο. Ακόμη και σήμερα όταν τα βλέπω τα αγκαλιάζω».
Ο Δημήτρης Σούκερας τονίζει ότι όσο ο βασιλιάς Κωνσταντίνος
ήταν εκτός Ελλάδος, πριν από το δημοψήφισμα, δεχόταν συνεχώς επισκέψεις από
διάφορους πολιτικούς και δημοσιογράφους που του ζητούσαν ακρόαση: «Τότε τον
έγλειφαν. Κάποιοι του έλεγαν ότι δεν θα ορκίζονταν υπουργοί αν δεν τους όρκιζε
αυτός. Μετά τα δημοψηφίσματα του γύρισαν όλοι την πλάτη. Ηταν υποκριτές».
Στο δεύτερο δημοψήφισμα ο Κερκυραίος επέστρεψε στο χωριό του
να ψηφίσει: «Ηταν τέτοιο το αντιβασιλικό μένος, που ήρθαν να μου κάψουν το
σπίτι και με έβριζαν. Για να γλιτώσω έφυγα με τον πατέρα μου από την πίσω
μεριά. Με είχαν ταυτίσει με τον βασιλιά. Δεν μπήκα στον πειρασμό να φύγω από
κοντά του. Μετά το δημοψήφισμα, κάποιοι από το προσωπικό γύρισαν στην Ελλάδα.
Εγώ με έναν καμαριέρη – σοφέρ μείναμε. Ελεγαν για τη Βρετανία ότι πήγε αρχικά
σε ένα σπίτι όλο πολυτέλεια. Μια φάρμα ήταν έξω από το Λονδίνο».
«Εζησα μαζί του και αργότερα σε άλλο σπίτι, στο Λονδίνο πια,
και έφυγα αργότερα, όταν παντρεύτηκα και έκανα το πρώτο μου παιδί. Αυτό που
θέλω να πω για τον Κωνσταντίνο είναι πως ήταν καλός άνθρωπος, ταπεινός,
πατριώτης, λάτρευε την Ελλάδα και τα χρόνια της εξορίας τού στοίχισαν
περισσότερο από το να χάσει τον τίτλο του ή από όσα έγιναν στη δικτατορία. Τον
πίκραινε που έχασε το διαβατήριό του και αυτή η στεναχώρια είχε επίπτωση στην
υγεία του. Τον τσάκισε. Πιστεύω πως οι Ελληνες δεν του φέρθηκαν σωστά.
Κρατήσαμε την επαφή και τον έβλεπα μέχρι και πριν από τον κορωνοϊό, όταν ήταν
πια στο καροτσάκι.
Εγώ για τον άνθρωπο αυτόν και την οικογένειά του ένιωθα και νιώθω ευγνωμοσύνη. Με μάζεψαν από τον δρόμο και μου φέρθηκαν πάντοτε υποδειγματικά, σαν να ‘μαι μέλος της οικογένειάς τους. Και δεν το ξεχνώ».
Πηγή: (kathimerini.gr)
Δημοσίευση σχολίου