Μια
μακροσκελής διερεύνηση γενετικών μελετών με όχημα τη σύγχρονη γενετική
αποκάλυψε ότι δύο πρωτεΐνες του αίματος, εφόσον ρυθμιστούν κατάλληλα, μπορούν
να συμβάλουν στην ευζωία και την μακροζωία
Δύο
πρωτεΐνες του αίματος φαίνεται πως παίζουν καθοριστικό ρόλο στο πόσα χρόνια θα
ζήσουμε αλλά και στην ποιότητα της ζωής μας σύμφωνα με έρευνα από το
Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.
Μάλιστα, η ανάπτυξη μελλοντικών φαρμάκων που θα
στοχεύουν σε αυτές τις δύο πρωτεΐνες αποτελεί το κλειδί για την επιβράδυνση της
γήρανσης σύμφωνα με τους ερευνητές.
Ακριβώς
σε αυτή την διαδικασία της γήρανσης εστίασαν οι ερευνητές, για να διαπιστώσουν
πώς την επηρεάζουν οι πρωτεΐνες, παρόλο που παράγοντες όπως η γενετική, ο τρόπος
ζωής και το περιβάλλον επηρεάζουν εξίσου σημαντικά.
Ωστόσο,
ορισμένα άτομα έχουν φυσικά υψηλότερα ή χαμηλότερα επίπεδα ορισμένων πρωτεϊνών
λόγω του DNA που κληρονομούν από τους γονείς τους. Αυτά τα επίπεδα πρωτεΐνης
μπορούν, με τη σειρά τους, να επηρεάσουν την συνολική υγεία ενός ατόμου.
Η
επισκόπηση των ερευνητών
Οι
επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου συνδύασαν τα αποτελέσματα έξι
μεγάλων γενετικών μελετών σχετικά με τη γήρανση του ανθρώπου. Η καθεμία από
αυτές περιείχε γενετικές πληροφορίες για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους.
Μεταξύ
των 857 πρωτεϊνών που μελετήθηκαν, οι ερευνητές εντόπισαν δύο που είχαν
σημαντικά αρνητικές επιπτώσεις σε διάφορους δείκτες γήρανσης. Τα άτομα που
είχαν κληρονομήσει DNA που οδηγούσε στην αύξηση αυτών των πρωτεϊνών, είχαν
περισσότερα προβλήματα υγείας και μικρότερο προσδόκιμο ζωής.
Πιο
συγκεκριμένα, η πρώτη πρωτεΐνη, η λιποπρωτεΐνη Α (LPA), παράγεται στο ήπαρ και
παίζει ρόλο στην πήξη του αίματος.
Τα υψηλά επίπεδα της LPA αυξάνουν τον
κίνδυνο αθηροσκλήρωσης, που με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε
καρδιαγγειακές νόσους και εγκεφαλικό επεισόδιο.
Η
δεύτερη πρωτεΐνη, το μόριο προσκόλλησης των αγγειακών κυττάρων (VCAM-1)
βρίσκεται κυρίως στις επιφάνειες των ενδοθηλιακών κυττάρων, μία μονή στοιβάδα
κυττάρων που καλύπτει τα αιμοφόρα αγγεία.
Η πρωτεΐνη ελέγχει τη διαστολή και
την συστολή των αγγείων, τη λειτουργία της πήξης του αίματος και της
ανοσολογικής απόκρισης.
Τα επίπεδα του μορίου VCAM1 αυξάνονται όταν το σώμα
στέλνει σήματα για να υποδείξει ότι έχει ανιχνεύσει μια λοίμωξη και στη
συνέχεια επιτρέπει στα κύτταρα του ανοσοποιητικού να διασχίσουν το ενδοθηλιακό
στρώμα, όπως φαίνεται για άτομα που έχουν φυσικά χαμηλά επίπεδα αυτών των
πρωτεϊνών.
Oι ερευνητές σημειώνουν ότι οι φαρμακευτικές αγωγές που μειώνουν τα επίπεδα των δύο αυτών πρωτεϊνών θα μπορούσαν να βελτιώσουν την ποιότητα και τη διάρκεια της ζωής των ατόμων καθώς «θα μπορούσαν να επιτρέψουν στον μέσο άνθρωπο να έχει εξίσου μια υγιή ζωή όσο και τα άτομα που έχουν γεννηθεί με γενετικά χαμηλά επίπεδα LPA και VCAM1» σημειώνει ο δρ. Paul Timmers επικεφαλής ερευνητής στη Μονάδα Ανθρώπινης Γενετικής MRC στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.
Μια
κλινική δοκιμή έχει πραγματοποιηθεί για μια αγωγή που στοχεύει στη μείωση του
LPA ως τρόπο μείωσης του κινδύνου καρδιακής νόσου, ενώ για το VCAM1 δεν
υπάρχουν κλινικές δοκιμές επί του παρόντος, αλλά μελέτες σε ποντίκια απέδειξαν
ότι τα αντισώματα που μειώνουν το επίπεδο αυτής της πρωτεΐνης βελτίωσαν τη
γνωστική λειτουργία στα ηλικιωμένα ποντίκια..
Πηγή:
ygeiamou.gr
Δημοσίευση σχολίου