Πάβελ Βασίλιεφ, ο Λόρκα
της ΕΣΣΔ
Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ
ΚΕΦΑΛΗΣ*
Το θέμα της ομιλίας μου
είναι ο Πάβελ Βασίλιεφ, ένας επιφανής σοβιετικός ποιητής του οποίου το έργο
συζητείται αρκετά σήμερα στη Ρωσία, είναι όμως σχεδόν άγνωστος στη χώρα μας.
Της έδωσα τον τίτλο «Πάβελ Βασίλιεφ, ο Λόρκα της ΕΣΣΔ» όχι τόσο για να συγκρίνω
το ιδιαίτερο στίγμα των δυο ποιητών, την τεχνοτροπία τους, τη θεματολογία της
ποίησής τους, τα οποία μπορεί να διαφέρουν περισσότερο ή λιγότερο.
Ο Βασίλιεφ και ο Λόρκα
είναι κυρίως συγκρίσιμοι για τη θέση που πήραν στις κοινωνικές και διανοητικές
διαμάχες της εποχής τους και για την τραγική κοινή τους μοίρα. Και οι δυο ήταν
ριζοσπαστικοί ποιητές, δεσμευμένοι στην υπόθεση της προόδου και ευαίσθητοι στα
δεινά των ανθρώπων της εποχής τους. Και οι δυο υπεράσπισαν με θέρμη τα ιδανικά
τους και πλήρωσαν με τη ζωή τους γι’ αυτά. Ο Λόρκα δολοφονήθηκε από τους
Ισπανούς φασίστες το 1936 σε ηλικία 38 χρονών. Ο Βασίλιεφ εκτελέστηκε από τους
σταλινικούς το 1937, ακόμη πιο νέος, μόλις στα 27 του χρόνια.
Ο Βασίλιεφ γεννήθηκε το
1910 στο Ζαϊσάν και πέρασε την παιδική του ηλικία σε διάφορες πόλεις στο
Καζαχστάν και τη Σιβηρία όπου μετακόμιζαν οι γονείς του, λόγω της διδασκαλικής
εργασίας του πατέρα του. Από μαθητής άρχισε να δείχνει το ποιητικό του ταλέντο.
Αφού αποφοίτησε από τη μέση εκπαίδευση ταξίδεψε το 1926 στο Βλαδιβοστόκ, όπου
φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Άπω Ανατολής και δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα.
Σύντομα έφυγε για τη Μόσχα, περνώντας από διάφορες πόλεις, όπου συμμετείχε σε
λογοτεχνικές συναντήσεις και δημοσίευε σε περιοδικά. Στη Μόσχα εντάχθηκε στο
λογοτεχνικό τμήμα της Έδρας Τεχνών Α. Β. Λουνατσάρσκι.
Το 1928 επέστρεψε στο
Ομσκ και μετά περιόδευσε με ένα φίλο του τη Σιβηρία και την Άπω Ανατολή. Για
την εργασία τους ως καλλιεργητές, κυνηγοί, ναυτικοί και μεταλλευτές, ο Βασίλιεφ
μίλησε στα δοκίμιά του «Στην εξερεύνηση του χρυσού» (1930) και «Οι άνθρωποι
στην Τάιγκα» (1931). Ήδη τα ποιήματά του είχαν τραβήξει την προσοχή του κοινού
και δημοσιεύονταν στις πιο γνωστές σοβιετικές εφημερίδες και περιοδικά:
Ισβέστια, Νόβι Μιρ, Κράσναγια Νοβ, Σοβιετική Γη, Ογκονιόκ κ.ά.
Εκείνα τα χρόνια
σημειώνονταν σημαντικές εξελίξεις στην ΕΣΣΔ, που επέδρασαν καθοριστικά στη
διάπλαση της προσωπικότητας του ποιητή. Από τη μια μεριά είχαμε τη μεγάλη
μορφωτική και πολιτιστική διαδικασία που ξεκίνησε χάρη στην Οκτωβριανή
Επανάσταση με τα εξισωτικά ιδανικά της οποίας διαπλαθόταν η νέα γενιά. Από την
άλλη όμως συντελούνταν ταυτόχρονα η άνοδος του σταλινισμού, που έφερνε στο
προσκήνιο τους γραφειοκράτες, τους καριερίστες και τους κόλακες, νοθεύοντας τα
ιδανικά της επανάστασης. Η βίαιη κολεκτιβοποίηση του αγροτικού τομέα από το
1929 προκάλεσε μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και πόρους, ενώ οι
καλλιτέχνες πιέζονταν αυξανόμενα σε συμμόρφωση με την επίσημη γραμμή, που
απαιτούσε να υμνούν τους «θριάμβους του σοσιαλισμού». Στα χρόνια των σταλινικών
διώξεων από το 1936 ως το 1950 εκατοντάδες χιλιάδες αθώοι εκτελέστηκαν και
εκατομμύρια άλλοι εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδα· χαρακτηριστικά, ο αριθμός των
κρατουμένων από 0,1-0,18% του πληθυσμού στα 1923-29 ανέβηκε στο 1,5% το 1938
για να φτάσει στο 3% το 1950, περί τα 6 εκατομμύρια άτομα, πριν το θάνατο του
Στάλιν.
Ενώ άλλοι
προσαρμόζονταν κομφορμιστικά, ο Βασίλιεφ δεν ανήκε σε αυτή την κατηγορία. Στα
ποιήματά του, πολλά αφιερωμένα στην αγροτική ζωή –ήταν ένας λαϊκός ποιητής, με
λυρικά και μποέμ στοιχεία– απεικόνιζε τις αλλαγές στη σοβιετική ύπαιθρο όπως
ήταν, με τις επώδυνες συχνά συνέπειές τους για τον πληθυσμό. Αργότερα, όταν
ξεκίνησαν οι σταλινικές διώξεις, αρνήθηκε να υπογράψει μια διακήρυξη
καλλιτεχνών εναντίον του Μπουχάριν, τον οποίο είχε χαρακτηρίσει «συνείδηση της
αγροτικής Ρωσίας», και αποδοκίμασε τις καταδόσεις καλλιτεχνών από συναδέλφους
τους ως «πορνογραφικές κακογραφίες στα περιθώρια της ρωσικής λογοτεχνίας».
Ως αποτέλεσμα, ο
Βασίλιεφ έγινε αυξανόμενα στόχος κακόβουλων επιθέσεων στο σοβιετικό Τύπο και
αντιμετώπισε στη δεκαετία του 1930 συνεχείς διώξεις από τις αρχές. Στα 1934,
ένα άρθρο του Μαξίμ Γκόρκι ξεκίνησε την καμπάνια εναντίον του Βασίλιεφ. Το Μάη
του 1935 εμφανίστηκε ένα «Γράμμα στον εκδότη» στην Πράβντα, υπογραφόμενο από 20
ποιητές, που διαπίστωνε ότι ο Βασίλιεφ είχε διανύσει την απόσταση «από τον
χουλιγκανισμό στο φασισμό». Ο ποιητής φυλακίστηκε τότε για ένα περίπου χρόνο.
Απελευθερώθηκε το 1936, όμως την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε στις αίθουσες της ΕΣΣΔ
η ταινία «Η κομματική κάρτα», όπου ο Βασίλιεφ έγινε το πρότυπο του κύριου
αντι-ήρωα – «κατάσκοπου», «σαμποτέρ» και «εχθρού του λαού». Ακολούθησε νέα
σύλληψη το Φλεβάρη του 1937. Στις 15 Ιούλη δικάστηκε συνοπτικά και
καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία της συμμετοχής σε μια «τρομοκρατική
ομάδα», που δήθεν σχεδίαζε να δολοφονήσει τον Στάλιν. Εκτελέστηκε στη φυλακή
του Λεφόρτοβο την επομένη και θάφτηκε σε έναν ανώνυμο τάφο στο νέο κοιμητήριο
της Μονής Ντονσκόι, στη Μόσχα. Η μνήμη του αποκαταστάθηκε μεταθανάτια το 1956.
Περισσότερες λεπτομέρειες
για τη ζωή του Βασίλιεφ, καθώς και μερικά ποιήματά του, υπάρχουν στο αφιέρωμα
που του έγινε στον τόμο 29 του περιοδικού Μαρξιστική Σκέψη. Είναι άλλωστε τα
πρώτα του που μεταφράστηκαν στα ελληνικά και από τα λίγα που έχουν μεταφραστεί
σε ξένη γλώσσα. Εδώ θα πούμε δυο λόγια για το περιεχόμενο της ποιητικής του
δημιουργίας, που ανακόπηκε πρόωρα από το θάνατό του.
Το στίγμα του Βασίλιεφ
ως ποιητή καθορίζεται από τη θεμελιώδη αντινομία που επισημάναμε ανάμεσα στα
απελευθερωτικά ιδανικά της επανάστασης και τις καταπιεστικές πρακτικές του
σταλινισμού. Αυτό έδωσε γένεση σε μια εσωτερική, συνειδησιακή σύγκρουση και
ενίσχυσε έναν προϋπάρχοντα διχασμό της οπτικής του ανάμεσα στην έλξη από τις
παραδόσεις του παλιού και την αναγνώριση και κατανόηση της αναγκαιότητας του
νέου, η οποία ωστόσο τελικά υπερισχύει. Έτσι η υψηλά κριτική στάση του απέναντι
στην κολεκτιβοποίηση και τις μαζικές σταλινικές διώξεις συμβαδίζει στην ποίησή
του με τη βαθμιαία προσέγγιση στον επαναστατικό σκοπό, μέσα από την υπέρβαση
της νεανικής απειθαρχίας και της νοοτροπίας του μποέμ.
Το πιο σημαντικό και
εκτενές ποίημα του Βασίλιεφ είναι το αυτοβιογραφικό «Το τσίτι του
Χριστολιούμποφ», γραμμένο στα 1935-36. Τα έργο αυτό συγκρίνεται ευνοϊκά με τους
«Δώδεκα» του Αλεξάντερ Μπλοκ, το πιο σημαντικό ποίημα της επανάστασης του 1917,
αποτελώντας μια ηχώ του στις συνθήκες της οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ κατά τη
δεκαετία του 1930. Ο Ιγνάτιος Χριστολιούμποφ, μια ενσάρκωση του ποιητή,
συνοψίζει την επίπονη αλλά αναπόφευκτη διαδικασία σχηματισμού του ανθρώπου του
μέλλοντος, του καλλιτέχνη και δημιουργού, που συνδυάζει τα ιδανικά του Χριστού
και το πρακτικό πνεύμα του Λένιν. Το ποίημα φανερώνει την ωρίμανση της οπτικής
του Βασίλιεφ και την αποδοχή του της σοσιαλιστικής προοπτικής, που όμως δεν
συγχέεται με τις εκτροπές της. Το «τσίτι του Χριστολιούμποβ» στο οποίο
αναφέρεται είναι τελικά η ίδια η ποίηση, η οποία υφαίνει ένα συνεκτικό δεσμό
ανάμεσα στο όραμα και την καθημερινή πρακτική της επανάστασης. Στους
καταληκτικούς στίχους του εκφράζεται η απόφαση της εργασίας για το σοσιαλιστικό
μέλλον:
Για το τσίτι του
Χριστολιούμποβ
Για την ένδοξη γη μας
Και για το νικηφόρο
βρυχηθμό του αιώνα…
Εσένα, τραγούδι
Χαίρομαι να ζω και να
εγκωμιάζω
Και ξέρω σταθερά, αν
είναι απαραίτητο,
Και τη ζωή μου
Στη μάχη
Να δίνω
Εδώ βλέπουμε με επώδυνο
τρόπο μια μεγάλη αντίφαση και ένα παράδοξο της εποχής, που είναι χαρακτηριστικό
και για πολλούς ακόμη κομμουνιστές διανοούμενους, ακτιβιστές και κομματικά
στελέχη που χάθηκαν στις σταλινικές διώξεις. Πολλοί από αυτούς την ίδια ώρα που
οδηγούνταν στα αποσπάσματα σαν προβοκάτορες, πράκτορες ξένων κατασκοπιών και
συνωμότες, εξέφραζαν την πίστη τους στο σοσιαλισμό, στο κόμμα και ακόμη στον
Στάλιν.
Ο Βασίλιεφ όμως, όπως
είπαμε, δεν ανήκε στην ίδια κατηγορία. Σε αυτόν η δέσμευση στα ιδανικά της
επανάστασης συνδυάζεται με μια κριτική στάση απέναντι στην επίσημη προπαγάνδα
και προοπτική. Στην ποίησή του οι προοπτικές της επανάστασης διατηρούνται
ζωντανές σαν ένα υπόκωφο ρεύμα της ζωής, αλλά ταυτόχρονα βρίσκει έκφραση το
γεγονός ότι η επανάσταση έχει γίνει μια σημαία για αλλότριους σκοπούς
σφετεριστών που την επικαλούνται απατηλά.
Πολύ χαρακτηριστικό
είναι εδώ το ποίημά του «Ο πρίγκιπας Φόμα», αφιερωμένο στα γεγονότα του ρωσικού
εμφυλίου. Στο ποίημα αυτό ο Βασίλιεφ παρουσιάζει το Λευκό στασιαστή Φόμα και
τους Γάλλους επεμβατιστές συμβούλους του με ένα διπλό φως, από τη μια σύμφωνα
με την εικόνα που είχαν οι ίδιοι για τον εαυτό τους και από την άλλη με βάση τα
πραγματικά έργα τους, εκθέτοντας τις θηριωδίες τους και παίρνοντας θέση υπέρ
της μπολσεβίκικης επανάστασης. Εξαίρει τα στρατεύματα των Κόκκινων που
κατανίκησαν τους Λευκούς αλλά ταυτόχρονα αποτυπώνει τη λησμονιά της
επανάστασης, τη μετατροπή της σε ένα πανηγυρικό της ημέρας σαν ένα κύριο
γνώρισμα των ημερών του:
Αλλά οι λαοί πάντα θα
τους έχουν στην καρδιά τους,
–αναφέρεται στους
Κόκκινους στρατιώτες–
πάνω από όλα τα άλλα
στον κόσμο,
όπως τη σημαία πάνω στο
Κρεμλίνο και τον άνεμο…
Ανάμεσα στους
ανηφορικούς κορμούς των δέντρων,
οι ήχοι των κανονιών
που σιώπησαν
ακόμα παραμονεύουν σε
βαθιές πυκνές λόχμες.
Μόνο ο άνεμος θυμάται
τους λησμονημένους,
και πάνω στα κόκαλα
χαμένων συνταγμάτων
τα αγριόροδα καίνε σαν
φωτιά…
Στίχοι όπως αυτοί, που
έλεγαν ότι οι σκοποί της επανάστασης είχαν λησμονηθεί, δεν μπορούσε φυσικά να
γίνουν αποδεκτοί από το σταλινικό καθεστώς και αυτό προκαθόρισε τη μοίρα του
Βασίλιεφ.
Ο Βασίλιεφ έγραψε
επίσης ερωτικά ποιήματα όπως η «Ναταλία» όπου υμνεί την ομορφιά και τον
αυθεντικό έρωτα, που δεν νοθεύεται από ασχήμιες και στενούς υπολογισμούς. Τα
τελευταία ποιήματά του αποπνέουν μελαγχολία, την αίσθηση του επερχόμενου τέλους
του, όπως το «Κοκκινολαίμηδες σπίνοι πετούν», γραμμένο στα 1937, λίγο πριν την
εκτέλεσή του:
Κοκκινολαίμηδες σπίνοι
πετούν
σύντομα, σύντομα
κακοτυχιά μου
θα δω λυκίσια διαμάντια
στο ακοινώνητο βόρειο
άκρο
Θα είμαστε λυπημένοι,
μοναχικοί
και εύοσμοι σαν άγριο
μέλι.
Ανεπαίσθητα, όλα θα
φέρνουν το χρόνο πιο σιμά
το χιόνι θα μας
θεραπεύσει
Στον επίλογο 2-3 γνώμες
για τον Βασίλιεφ που δίνουν ένα μέτρο της ποιητικής και της ανθρώπινης αξίας
του.
Ο Νικολάι Μπουχάριν, ο
διακεκριμένος θεωρητικός των Μπολσεβίκων, που έπεσε και αυτός θύμα των
σταλινικών εκκαθαρίσεων, είχε αναγνωρίσει από νωρίς την αξία του Βασίλιεφ. Στο
λόγο του στο 1ο Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων το 1934, όταν ο Βασίλιεφ
δεχόταν ήδη σφοδρές επιθέσεις, είχε εξάρει το έργο του. Αναφέρθηκε στον
«εξαιρετικά πολύχρωμο, “αυτόχθονα” Πάβελ Βασίλιεφ, ο οποίος δίνει εξαιρετικές
υποσχέσεις ως ποιητής και θα καταλάβει μια θέση τιμής στην ποίησή μας, αν είναι
ικανός να λειάνει “τα τραχιά άκρα της βαρβαρότητας που αγαπά την ιδιοκτησία”
στον εαυτό του, και να ριζώσει για πάντα σε σοσιαλιστικό έδαφος».
Αργότερα, στα 1956, ο
διακεκριμένος και ευαίσθητος σοβιετικός λογοτέχνης Μπόρις Πάστερνακ σύγκρινε
τον Βασίλιεφ με τους Γεσένιν και Μαγιακόβσκι:
«Στις αρχές της
δεκαετίας του 1930, ο Πάβελ Βασίλιεφ μου έκανε μια εντύπωση της ίδιας τάξης που
μου είχαν κάνει παλιότερα… ο Γεσένιν και ο Μαγιακόβσκι. Ήταν συγκρίσιμος με
αυτούς, ιδιαίτερα με τον Γεσένιν, ως προς τη δημιουργική εκφραστικότητα και τη
δύναμη του χαρίσματός του, και έδινε τεράστιες υποσχέσεις, επειδή, σε αντίθεση
με την τραγική πίεση που συντόμευσε εσωτερικά τη ζωή του τελευταίου, κυριαρχούσε
και χειριζόταν το ταμπεραμέντο του με μια ψυχρή ηρεμία. Διέθετε μια ισχυρή και
ευτυχή φαντασία, χωρίς την οποία δεν υπάρχει μεγάλη ποίηση, και παραδείγματα
της οποίας, σε μια τέτοια έκταση, δεν έχω συναντήσει ποτέ σε κανέναν άλλο σε
όλα τα χρόνια που έχουν περάσει από το θάνατό του».
Τέλος, η κόρη του
Βασίλιεφ Ναταλία Παβλόβνα μας διέσωσε μια δήλωση του ίδιου του Βασίλιεφ που
συνοψίζει το ανθρώπινο πιστεύω του:
«Στη διάρκεια των
διώξεων, ο Παστερνάκ και ο Βασίλιεφ δεν υπέγραψαν το γράμμα [των σοβιετικών
λογοτεχνών] ενάντια στον Μπουχάριν… ο χαρακτήρας του ήταν τέτοιος. Δεν μπορούσε
να φύγει ή να κρυφτεί κάπου. Δεν θα ήταν πλέον ο Πάβελ Βασίλιεφ. “Δεν θα
τραγουδώ κατά παραγγελία, καλύτερα να είσαι σιωπηλός για πάντα” – αυτές οι
γραμμές ήταν το ποιητικό πιστεύω του και το πιστεύω της ζωής του, στο οποίο
έμεινε πιστός ως το τέλος».
Πραγματικά, η ποίηση
του Βασίλιεφ συνδυάζει τη λαϊκότητα που διέκρινε σε αυτόν ο Μπουχάριν με το
λυρισμό του Γεσένιν και την επικότητα του Μαγιακόβσκι που ανίχνευσε ο Πάστερνακ
και τη γνησιότητα που καταγράφει η αφήγηση της Παβλόβνα. Ο συνδυασμός και η
ανάδραση αυτών των στοιχείων του επέτρεψε να δώσει ένα πανόραμα των συνθηκών,
των δυνατοτήτων και των ανθρώπινων στάσεων της ταραγμένης εποχής του.
Δυνατοτήτων που ένα μικρό μέρος τους εκπληρώθηκε θετικά, καθώς καταπνίγηκαν από
το σταλινισμό και βέβαια το φασισμό.
Ξεκίνησα συγκρίνοντας
τον Βασίλιεφ με τον Λόρκα. Θα καταλήξω επισημαίνοντας ένα ακόμη κοινό τους
σημείο, το ότι και οι δυο τους θάφτηκαν σε ένα άγνωστο μέρος, που ποτέ δεν
βρέθηκε. Βέβαια, στην σταλινική ΕΣΣΔ αυτή ήταν η μοίρα πολλών αθώων που
ρίχτηκαν σε ομαδικούς τάφους, κάνοντας την τραγωδία του Βασίλιεφ
αντιπροσωπευτική για τους αγώνες, τις ελπίδες και τις διαψεύσεις μιας ολόκληρης
γενιάς.
Από αυτή την άποψη, οι
στίχοι με τους οποίους ο δικός μας Νίκος Εγγονόπουλος τίμησε τη μνήμη του Λόρκα
είναι ένα καλό επίμετρο και για τη ζωή και το έργο του Βασίλιεφ:
Μα επί τέλους! πια ο
καθείς γνωρίζει πως
από καιρό τώρα
– και προ παντός στα
χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα –
είθισται
να δολοφονούν τους
ποιητάς.
*Ο Χρήστος Κεφαλής
είναι μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης. Το παρόν είναι ομιλία του στο
Σεμινάριο «Σταλινισμός και σταλινικές διώξεις», βίλα Δροσίνη, Κηφισιά,
25/6/2020.
Βιογραφικό
του ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΕΦΑΛΗ
Ο Χρήστος Κεφαλής
γεννήθηκε στην Αθήνα το 1963 όπου σπούδασε χημικός. Έχει αρθρογραφήσει σε
εφημερίδες όπως οι Ελευθεροτυπία, Αυγή, Εποχή και Εφημερίδα των Συντακτών,
περιοδικά και σάιτ. Είναι μέλος της ΣΕ του περιοδικού Μαρξιστική Σκέψη. Έχει
δημοσιεύσει βιβλία όπως Οι Μεγάλοι Φυσικοί Επιστήμονες (εκδ. Τόπος, 2015),
Λένιν. Η Διάνοια της Επανάστασης (εκδ. Τόπος, 2017), Υπόθεση Κατίν (Επίκεντρο,
2017), Από τον Οκτώβρη στον Στάλιν (Επίκεντρο, 2018), κ.ά. Έχει συμμετάσχει σε
συλλογές, ενώ διευθύνει τη σειρά των εκδόσεων Τόπος «Μαρξιστές/Ριζοσπάστες Κλασικοί»,
με βιβλία για τους Μπουχάριν (2018) και Λούκατς (2019). Δυο βιβλία του για το
σκάκι, με το οποίο ασχολήθηκε από νεαρή ηλικία, έχουν κυκλοφορήσει από τις
Εκδόσεις Κέδρος.
Η αρχική μου
σελίδα στο ανανεωμένο, γρήγορο ,
Λογοτεχνικό περιβόλι!
Πηγή: timesnews.gr
Δημοσίευση σχολίου