Ο ΤΟΥΡΚΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΣΟΥΚΡΟΥ ΙΛΙΤΖΑΚ ΤΟΝΙΖΕΙ: Η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι έχασε την Ελλάδα, με την Επανάσταση του 1821.



«Στη χώρα μου, η ηθική διαφθορά δηλητηριάζει την κοινωνία. Εδώ βρήκα θερμή αποδοχή στην επιστημονική κοινότητα και πολλή αγάπη από φίλους και γνωστούς», λέει ο Σουκρού Ιλιτζάκ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

ΜΑΡΩ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

«Εν έτει 2018, στην Αθήνα, στο σπίτι μιας από τις καλύτερες φίλες της Ελληνίδας συζύγου μου, ο γλυκύτατος πεντέμισι χρόνων γιος της, ντυμένος τσολιάς, μπήκε στο σαλόνι, όπου 15-20 άτομα είχαμε μαζευτεί με αφορμή μια ονομαστική γιορτή.
Έστρεψε το παιχνίδι-τουφέκι του προς εμένα, μισόκλεισε τα μάτια του σημαδεύοντάς με και ψιθυρίζοντας ένα νευρικό “Τούρκο!” τράβηξε τη σκανδάλη. Ακόμα αναρωτιέμαι πώς θα πρέπει να ερμηνεύσω το γεγονός ότι η μόνη φορά που αντιμετώπισα εχθρική συμπεριφορά από Ελληνα μετά από 26 χρόνια που πηγαινοέρχομαι στην Ελλάδα, όπου έζησα κατά διαστήματα συνολικά οκτώ χρόνια και όπου ζω πλέον μόνιμα τα τελευταία τρία, ήταν από ένα μικρό αγοράκι».

Το απόσπασμα είναι από την πρώτη παράγραφο ενός πολύ προσωπικού κειμένου με τίτλο «Το να είσαι Τούρκος στην Ελλάδα», που έχει γράψει ο Τούρκος ιστορικός – οθωμανολόγος Σουκρού Ιλιτζάκ και με το οποίο συμμετέχει στον συλλογικό τόμο «Η “Νέα Τουρκία” εκ των έσω» (εκδ. Σιδέρη, 2019). Στο τέλος του κειμένου αποκαλύπτεται ότι, περίπου δέκα μέρες πριν από τη γιορτή, ο μικρός είχε παίξει τον ρόλο του Κολοκοτρώνη στη θεατρική παράσταση του νηπιαγωγείου του κι έτσι είχε ήδη πολεμήσει με αρκετούς ακόμη Τούρκους πριν συναντήσει τον ιστορικό…

Ο Σουκρού Ιλιτζάκ μιλάει θαυμάσια ελληνικά, παρότι ο ίδιος αισθάνεται ότι του χρειάζεται αρκετός χρόνος για να διατυπώσει σωστά τις σκέψεις του στη γλώσσα μας. Αλλά μας γνωρίζει πολύ καλά.
Άρχισε να επισκέπτεται την Ελλάδα και να μαθαίνει ελληνικά στις αρχές του 1990, την εποχή που, όπως λέει, «οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εντοπίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στη φιλία του Θεοδωράκη με τον Λιβανελί» και ελάχιστοι φοιτητές, καλλιτέχνες και διανοούμενοι γεφύρωναν τις σχέσεις των δύο χωρών. Η «ελλαδική περιπέτειά» του, όπως την ονομάζει, ξεκίνησε το 1992, όταν άρχισε να πηγαινοέρχεται στην Ελλάδα με αφετηρία του ενδιαφέροντός του το «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη, τη μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου και τα ρεμπέτικα τραγούδια γενικώς. «Δεν είχα ακούσει ούτε για τους Ρωμιούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ούτε για την ανταλλαγή πληθυσμών, επειδή στο σχολείο δεν μας δίδαξαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως έναν πολυεθνοτικό, πολυθρησκευτικό και πολυγλωσσικό πολιτισμό. Η Ιστορία εξαντλούνταν στους σουλτάνους και στους πολέμους που είχαν διεξαγάγει και ήταν εστιασμένη σε μια τελεολογία, σύμφωνα με την οποία, εν κατακλείδι, ο Ατατούρκ μάς είχε σώσει από την αραχνιασμένη δυναστεία των Οθωμανών και από τους εχθρούς», σχολιάζει.

Έκτοτε άλλαξαν πολλά. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του έφυγε από την πόλη του, την Αγκυρα, έζησε δύο χρόνια στην Αθήνα ως υπότροφος του Ιδρύματος Ωνάση και αργότερα εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ για σπουδές. Υστερα από ένα σύντομο διάστημα παραμονής στην Κωνσταντινούπολη, αναγκάστηκε λόγω του καθεστώτος Ερντογάν να εγκαταλείψει οριστικά την Τουρκία το 2016. Και ήρθε στην Ελλάδα. Καθώς δεν έχει ευρωπαϊκή υπηκοότητα, εργάζεται μεταφράζοντας οθωμανικά έγγραφα για την Ελληνική Επανάσταση με προσωρινές συμβάσεις σε μεγάλα ερευνητικά προγράμματα του Ιδρύματος Λασκαρίδη και του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ), σε συνεργασία με Ελληνες ιστορικούς. Με τη δουλειά τους φιλοδοξούν να ρίξουν νέο φως στην ιστορία της Επανάστασης ενόψει των εορτασμών των 200 χρόνων της.

– Εχετε εκπονήσει το διδακτορικό σας στο Χάρβαρντ με θέμα την Ελληνική Επανάσταση μέσα από τα οθωμανικά αρχεία. Πώς προέκυψε αυτό το ερευνητικό ενδιαφέρον σας;
– Η σχέση μου με την Ελλάδα είχε ξεκινήσει από παλιά. Πολλά χρόνια πριν πάω στο Χάρβαρντ είχα αποφασίσει να βάλω την Ελλάδα στο κέντρο της ακαδημαϊκής καριέρας μου. Επέλεξα την Ελληνική Επανάσταση ως θέμα για τη διατριβή μου επειδή ήταν παρθένο έδαφος για έναν οθωμανολόγο. Σοβαρή έρευνα, βασισμένη σε οθωμανικά αρχειακά έγγραφα, ήταν, κι ακόμα είναι, εξαιρετικά περιορισμένη. Αυτή η προφανής έλλειψη ενδιαφέροντος από την πλευρά των ιστορικών είναι ακόμα πιο περίεργη δεδομένου ότι υπάρχουν περίπου 50.000 αρχειακά έγγραφα που σχετίζονται με αυτό το γεγονός στα Οθωμανικά Κρατικά Αρχεία.

– Με τα κυρίαρχα στερεότυπα, πόσο παράδοξη ήταν μια τέτοια ερευνητική επιλογή για έναν Τούρκο ιστορικό;
– Πρώτα απ’ όλα, θεωρώ ότι είμαι πολίτης του κόσμου. Είμαι σχεδόν 50 χρόνων και το δεύτερο μισό της ζωής μου το έζησα σχεδόν αποκλειστικά εκτός Τουρκίας. Αφησα πίσω μου πριν από πολλά χρόνια τις «βαλίτσες» που μου φόρτωσαν το κράτος και η κοινωνία. Συνεπώς, βλέπω και ερευνώ την Επανάσταση του 1821 ως ένα ιστορικό γεγονός. Κάτι που έγινε και τελείωσε. Δεν τη βιώνω μέσα μου κάθε μέρα λόγω της εθνικότητάς μου, λες κι έγινε χθες ή συμβαίνει τώρα. Επίσης, τώρα που το σκέφτομαι, ίσως σε αυτό παίζει ρόλο το γεγονός ότι τα πρώτα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας η επικρατούσα τουρκική ιστορική αφήγηση έχει απομακρυνθεί από το οθωμανικό παρελθόν. Αυτό το επεισόδιο της οθωμανικής ιστορίας έχει περάσει στη λήθη των προηγούμενων αποτυχιών και έχει διαγραφεί από την τουρκική ιστορική μνήμη.

Δεν έχω καμία ανάμνηση από τα σχολικά μου χρόνια να μας διδάσκουν την Ελληνική Επανάσταση. Ωστόσο, με την έρευνά μου είδα ότι στην οθωμανική περίοδο η κατάσταση ήταν αλλιώς. Για τους Οθωμανούς, μετά την Επανάσταση το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος ήταν ένα «φανταστικό μέλος». Οταν κάποιος ακρωτηριαστεί, λένε οι ειδικοί, μπορεί να του συμβεί αυτό το φαινόμενο: να αισθάνεται πόνο στο άκρο του που δεν υπάρχει πια. Ετσι ήταν και η Ελλάδα τότε. Η ύπαρξή της ήταν πάντα αισθητή, αλλά δεν ήταν εκεί, και συνέχιζε να προκαλεί βασανιστικό πόνο διότι έθεσε ένα επικίνδυνο παράδειγμα για πολλές εθνικότητες που ζούσαν στην αυτοκρατορία.

– Τι νέο φέρνει η εργασία σας για τη μελέτη της Επανάστασης;
– Η χρήση των οθωμανικών πηγών μάς επιτρέπει να δούμε το ευρύτερο αυτοκρατορικό πλαίσιο. Μόνο μελετώντας τις οθωμανικές πηγές μπορούμε να καταλάβουμε τις βαθιές αλλαγές που συνέβησαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μέσα στην οποία έλαβε χώρα και η Επανάσταση του 1821. Ισως η σημαντικότερη αλλαγή που είχε άμεση σχέση με την Ελληνική Επανάσταση ήταν το εγχείρημα της Υψηλής Πύλης να περικόψει τη δύναμη των επαρχιών, πολιτική που ξεκινάει επίσημα μετά τον πόλεμο με τη Ρωσία, μεταξύ 1806-1812. Η Υψηλή Πύλη ξεκίνησε τότε ένα εσωτερικό ξεκαθάρισμα εξοντώνοντας τους επαρχιακούς ηγεμόνες, οι οποίοι βασικά είχαν ιδρύσει σχεδόν αυτόνομα κρατίδια, όπως για παράδειγμα ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων.

Έτσι ξεκίνησε ένας εμφύλιος πόλεμος με όλη τη σημασία της λέξης. Ξεκίνησαν δεκάδες εξεγέρσεις υπό την ηγεσία επαρχιακών ηγεμόνων και προεστών σε κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας. Μέσα σε μία δεκαετία, μεγάλα τμήματά της καταστράφηκαν και η Υψηλή Πύλη εξάντλησε τα αποθέματά της σε στρατιωτικές δυνάμεις.

Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, το οθωμανικό κράτος στην ουσία ούτε διέθετε ούτε μπορούσε να συγκροτήσει στρατό, και μέχρι την άφιξη των αιγυπτιακών δυνάμεων, το 1825, ήταν κυριολεκτικά στο έλεος των Αλβανών πολεμάρχων και μισθοφόρων προκειμένου να την καταστείλει.

Ενα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι ότι η οθωμανική αντίδραση απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν μονολιθική. Διαμορφώθηκε από σειρά παραγόντων, τόσο εσωτερικών –ανάλογα με τους στόχους των φατριών που επιχειρούσαν να ελέγξουν τη διακυβέρνηση και τις πρωτοβουλίες των τοπικών διοικητών– όσο και εξωτερικών, που ακολουθούσαν τις αλλαγές στη διεθνή πολιτική. Οι αντιδράσεις κυμάνθηκαν μεταξύ των δύο άκρων: από τις σφαγές άοπλων Ελλήνων μέχρι την προστασία τους από τις λεηλασίες του μουσουλμανικού όχλου. Ετσι, βρίσκουμε στα έγγραφα Τούρκους που τιμωρήθηκαν επειδή προστάτευαν τους Ελληνες γείτονές τους και άλλους που προσπαθούσαν κυριολεκτικά να πουλήσουν τους Ελληνες που αιχμαλώτισαν στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης.

– Γιατί ο Ταγίπ Ερντογάν προβάλλει σήμερα τον εαυτό του ως Οθωμανό σουλτάνο;
– Με την απεριόριστη δύναμη που απέκτησε στη χώρα, πρέπει να θεωρεί πως του ταιριάζει αυτή η εικόνα. Το πιο σημαντικό είναι ότι ο Ερντογάν δεν αποτελεί μια εξαίρεση στην εποχή μας.
Όπως είχε συμβεί πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ανθρωπότητα έχει αρχίσει να χάνει τον μπούσουλα για ακόμα μια φορά και ο κόσμος έχει γεμίσει με ηγέτες με δικτατορικές διαθέσεις, που μας κατευθύνουν σε καινούργιους επικίνδυνους δρόμους.

– Ζώντας εδώ, παντρεμένος με Ελληνίδα, τι πιστεύετε για τη σημερινή Τουρκία αλλά και για τη ζωή στην Ελλάδα;
– Η Τουρκία δεν ήθελε ανθρώπους σαν εμένα και έκανε τα πάντα για να φύγουμε. Το καθεστώς πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε μια δυστοπία, χωρίς νόμους, δικαιοσύνη, ηθική και λογική, όπου δεν μπορείς να πάρεις ανάσα. Η ηθική διαφθορά δηλητηριάζει την κοινωνία. Δεν περνάει μέρα που να διαβάζω κάτι και να μην νιώθω πως δεν πιστεύω στα μάτια μου. Υπάρχει η λατινική έκφραση :
«ubi panis ibi patria»,
που σημαίνει: «εκεί που τρώω το ψωμί μου είναι η πατρίδα μου». Ίσως στις μέρες μας πρέπει να την τροποποιήσουμε σε «εκεί που ανασαίνω είναι η πατρίδα μου». Εδώ βρήκα θερμή αποδοχή στην επιστημονική κοινότητα και πολλή αγάπη από φίλους και γνωστούς. Και δεν θα ήθελα καθόλου να μοιάσει η Ελλάδα στην Τουρκία. Από το 2008 παρατηρώ τη ραγδαία εξαφάνιση της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα και η διαδικασία νομίζω πως επιταχύνεται με την πανδημία. Η δυνατή μεσαία τάξη είναι ο εγγυητής μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας. Χωρίς μεσαία τάξη μάς περιμένουν μεσαιωνικές καταστάσεις.

Πηγή:Καθημερινή

Δημοσίευση σχολίου

Copyright © ΝΕΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ. Designed by John Tsipas