Μην αφήσεις να υψωθεί τοίχος ανάμεσά σας!


«Η αγάπη...πάντα ανέχεται, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει.»

Α΄ Κορινθίους 13:7

Ένας άγνωστος συγγραφέας έγραψε αυτά τα συγκινητικά λόγια:

«Η γαμήλια φωτογραφία τους κορόιδευε από το τραπέζι, αυτούς τους δύο που τα μυαλά τους δεν άγγιζαν πια το ένα το άλλο.

Ζούσαν με ένα τόσο βαρύ φράγμα ανάμεσά τους που ούτε ο πολιορκητικός κριός των λέξεων ούτε τα πυροβολικά της αφής μπορούσαν να το γκρεμίσουν.

Κάπου, ανάμεσα στο πρώτο δόντι του μεγαλύτερου παιδιού και την αποφοίτηση της μικρότερης κόρης, έχασαν ο ένας τον άλλον.

Με τα χρόνια, ο καθένας ξετύλιγε αργά αυτή το μπερδεμένο κουβάρι από σπάγκο που ονομαζόταν εαυτός, και καθώς τραβούσαν πεισματάρηδες κόμπους, ο καθένας έκρυβε την έρευνά του από τον άλλον».

«Μερικές φορές έκλαιγε τη νύχτα και παρακαλούσε το ψιθυριστό σκοτάδι να της πει ποια ήταν. Αυτός ξάπλωνε δίπλα της, ροχαλίζοντας σαν αρκούδα σε χειμερία νάρκη, αγνοώντας τον χειμώνα της...

Εκείνη παρακολούθησε ένα μάθημα μοντέρνας τέχνης, προσπαθώντας να βρει τον εαυτό της μέσα σε χρώματα πιτσιλισμένα πάνω σε έναν καμβά, παραπονούμενη στις άλλες γυναίκες για άντρες που είναι αναίσθητοι.

Σκαρφάλωσε σε έναν τάφο που ονομαζόταν «Το Γραφείο», τύλιξε το μυαλό του σε ένα σάβανο από χάρτινες φιγούρες και έθαψε τον εαυτό του μέσα σε πελάτες.»

«Σιγά σιγά, το τείχος ανάμεσά τους υψωνόταν, τσιμενταρισμένο από το κονίαμα της αδιαφορίας.

Μια μέρα, απλώνοντας το χέρι τους ο ένας στον άλλον, βρήκαν ένα φράγμα που δεν μπορούσαν να διαπεράσουν, και υποχωρώντας από το κρύο της πέτρας, ο καθένας υποχώρησε από τον ξένο στην άλλη πλευρά.

Γιατί όταν η αγάπη πεθαίνει, δεν είναι σε μια στιγμή θυμωμένης μάχης, ούτε όταν τα πύρινα σώματα χάνουν τη θερμότητά τους.

Κείτεται λαχανιασμένη, εξαντλημένη, πεθαίνοντας στο βάθος ενός τοίχου που δεν μπορούσε να σκαρφαλώσει.»

Λοιπόν, – μην αφήσετε να υψωθεί τοίχος ανάμεσά σας.

Αμήν!

Διαβάστε περισσότερα με:ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ,ΚΑΛΗΜΕΡΑ





ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ.



Δημοσίευση σχολίου

Copyright © ΝΕΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ. Designed by John Tsipas