Μητρότητα (1893), της Elin Danielson-Gambogi (1861-1919)
Μάνα!.. Δε βρίσκεται
λέξη καμία
νάχει στον ήχο της
τόση αρμονία,
σαν ποιος να σ’ άκουσε
με στήθος κρύο,
όνομα θείο;
Παιδί από σπάργανα
ζωσμένο ακόμα,
με χάρη ανοίγοντας
γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο
που τ’ αγκαλιάζει
και μάνα κράζει.
Στον κόσμο τρέχοντας
ο νέος διαβάτης
πέφτει στ’ αγνώριστα
βρόχια τσ’ απάτης,
και αναστενάζοντας,
Μάνα μου! Λέει,
Μάνα! Και κλαίει.
Της νιότης φεύγουνε
τ’ άνθια κ’ η χάρη
τριγύρω σέρνεται
με αργό ποδάρι,
ώσπου στην κλίνη του,
σα βαρεμένος,
πέφτει ο καημένος.
Και πριν την ύστερη
πνοή του στείλει,
αργά ταράζονται
τα κρύα του χείλη,
και με το μάνα μου!
πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του.
| Gustan Klimt |
Στέλιος Σπεράντσας "Η μανούλα"
Ποιός την κούνια μας κουνάει,
όταν είμαστε μικράκια;
Ποιός χαμογελά στο πλάι
και γλυκά μας λέει λογάκια
και τον ύπνο προσκαλεί;
Η μαμά μας η καλή!
Τα μαλλιά μας ποιός χτενίζει;
Ποιός μας καμαρώνει, αλήθεια;
Ποιός παιχνίδια μας χαρίζει;
Ποιός μας λέει τα παραμύθια
στη φωτίτσα μας σιμά;
Η γλυκιά μας η μαμά!
Κι όταν κάποτε ένα στόμα
κάτι με θυμό μας λέει,
κι όταν παρακούμε ακόμα,
ποιός πονεί και σιγοκλαίει
κι έχει πίκρα στην καρδιά;
Πάντα η μάννα μας, παιδιά!
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ "Ο αποχαιρετισμός της μάνας"
Μισεύεις για την ξενιτιά και μένω μοναχή μου,
σύρε παιδί μου στο καλό και σύρε στην ευχή μου.
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι,
για χάρη σου ν’ ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.
Τα δάκρυά μου να γεννούν διαμάντια σ’ ό,τι αγγίζεις
και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίζεις.
Να πίνεις και να ξεδιψάς και να ‘ναι αυτό γεμάτο,
σα να ‘ναι η βρύση από ψηλά κι εσύ να ‘σαι από κάτω.
Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα,
δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα.
Παιδί μου, αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,
με δίχως βαρυγκώμηση συχωρεμένος να ‘σαι.
Κι αν πάλι το φτωχό καλύβι μας, ντροπή σου φέρνει,
ωστόσο και πάλι θα ‘μαι πρόθυμη, συχώρεση να δώσω.
Μ’ αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε όλοι,
να ‘ναι η ζωή σου, όπου κι αν πας, αγκάθια και τριβόλοι.
![]() |
| Πάμπλο Πικάσο - Μητέρα και παιδί |
Άγγελος Βλάχος - Η καρδιά της μάνας
Ένα παιδί, μοναχοπαίδι, αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
- Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδιά,
μ’ αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου.
Τρέχει ο νιος, τη μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβάει και ξεριζώνει.
Και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη.
Κυλάει ο νιος και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
- Εχτύπησες, αγόρι μου; και κλαίει!
![]() |
| Πάμπλο Πικάσο - Μητέρα και παιδί |
Κική Δημουλά "Το μικρό μου παιδί"
Το μικρό μου παιδί
σοβαρή αταξία έκανε πάλι.
Στο πεζούλι του σύμπαντος σκαρφάλωσε,
σκούντησε με το χέρι του
το κρεμασμένο
στον τοίχο τ’ ουρανού
κόκκινο πιάτο,
κι έχυσε όλο το φως επάνω του.
Ο Θεός απόρησε
που είδε τον ήλιο
ντυμένο ρούχα παιδικά
να κατεβαίνει τρέχοντας
της φαντασίας μου τη σκάλα
και να έρχεται σε μένα.
Κι εγώ κάθομαι τώρα
και μαλώνω αυστηρά
το μικρό μου παιδί,
ενώ κλέβω κρυφά
τον χυμένο επάνω του ήλιο.
![]() |
| Πάμπλο Πικάσο - Μητέρα και παιδί |
Ιωάννης Πολέμης «Η Μάννα»
Ο Δήμος ο σκληρόκαρδος
με χέρια αφορεσμένα,
κτυπά και δέρνει αλύπητα
Ως που μια μέρα η δύστυχη,
μες του καημού το βάρος,
πικρά τον καταράστηκε:
- Που να σε κόψει ο Χάρος!
Το λόγο δεν απόσωσε
να κι η κατάρα πιάνει,
να τον κι ο Χάρος πούρχεται
με κοφτερό δρεπάνι.
Τα κόκκαλά του τρίζουνε
τα μάτια αλλοιθωρίζουν,
τα παγωμένα χνώτα του
του λιβανιού μυρίζουν.
- Κυρά, το Χάρο εφώναξες;
εμένα λένε Χάρο
πούναι τον, μάννα, πούναι τον
το γυιο σου να τον πάρω;
- Παράκουσες, κυρ Χάροντα,
μα τη ζωή του Δήμου!
Εγώ για μένα σ’ έκραξα,
όχι για το παιδί μου!
![]() |
| Κωνσταντίνος Ιατράς - Μητέρα και κόρη |
![]() |
| Marc Chagall |
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης "Στην Μητέρα του"
(1874, Λυρικὸ ποίημα ἀφιερωμένο στὴ μάνα του )
“Μάννα μου, ἐγώ ᾽ μαι τ᾽ ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι
ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽ ὅπου κι ἂν περάσει,
δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει.
Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽ ἀφρισμένη,
παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι
κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.
Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽ ἀράξω
μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω.
Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω
τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽ ἀγναντέψω.
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω
κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.
Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου
ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο
εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη
π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει.
Κι ἐκείνη μ᾽ ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη:
Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ γεννήθης
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες
ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες”.
![]() |
| Van Gogh |
ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ «Της μητέρας μου »
Μητέρα μου· παιδί σου ἐμὲ πιστὸ
μὲ ἀφήνει ἡ κάθε μέρα ποὺ διαβαίνει.
Σὲ μὲ τὸ πρόσωπό σου εἰκονιστὸ
καὶ μέσα μου ἡ ψυχή σου φωληασμένη.
Δὲ σ᾿ ἔνοιωσα πρὶν νὰ σὲ χωριστῶ
μὰ ἡ θύμησή σου ἀκέρηα ποὺ μοῦ μένει,
μοῦ δείχνει ἐμένα, ἐκεῖ νὰ ἐξιλαστῶ
γιὰ πάντα θλιβερὴ μετανοιωμένη.
Πιστὸ παιδί σου. Τὴ μαρτυρικὴ
ζωή σου ζωή μου νὰ τὴ νοιώσω
Μητέρα μου καλή, πονετική.
Καὶ στὸν κρυφὸ καημό σου, νὰ μὴ δοῦν
τὸ πόνο σου ὅσοι ἀγάπαγες, νὰ δώσω
καὶ γὼ τὰ σπλάχνα μου – ἄνθη νὰ μαδοῦν …
![]() |
| Ιακωβίδης |
ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ "Το τραγούδι της μάνας"
Τρία σύγνεφα ταξίδευαν
-Τραγούδα το σιγά-
Τρία σύγνεφα ταξίδευαν
Κατὰ τὸ Καρπενήσι...
Τό ῾να ψηλὰ κρεμάμενο
-Φλογέρες θὰ τὸ ποῦνε-
Τό ῾να ψηλὰ κρεμάμενο
Λαμπάδιαζε στὴ δύση.
Τ᾿ ἄλλο βοριὰς τὸ μάχουνταν
-Τραγούδα το σιγά-
Τ᾿ ἄλλο βοριὰς τὸ μάχουνταν
Καὶ σὰν ἀχνὸς ἐχάθη...
Τὸ τρίτο τὸ πυκνότερο
-Φλογέρες θὰ τὸ ποῦνε-
Τὸ τρίτο τὸ πυκνότερο
Τ᾿ ἀργοταξιδεμένο
Ἀπάνου ἀπὸ τὴ κούνια μου
-Τραγούδα το σιγά-
Ἀπάνω ἀπὸ τὴ κούνια μου
Ἀρμένισε κι ἐστάθη
Βαριὰ φουρτουνιασμένο...
![]() |
| Mary Cassatt Mother And Child |
![]() |
| Γύζης - Μητέρα και παιδί |
Εδώ και χρόνια πεθαμένη μου μητέρα
Και πάντα το παράξενο εκείνο όνειρο
Το μισοσκότεινο δωμάτιο, όπως τότε
Οι σιγανές κουβέντες πλάι στο φέρετρο
Κι οι φλόγες των κεριών που τρέμαν
καθώς από την ανοιγμένη πόρτα
έμπαινε αθόρυβα η μεγάλη νύχτα
Όλα τα ίδια, μόνο εκείνη δεν ήταν η ίδια
Α μητέρα,
θέλω να πω.. δεν ήταν πια μονάχη
Μα δίπλα της σ ένα άλλο φέρετρο.. ξανά εκείνη
Το ίδιο αγαπημένο πρόσωπο πεθαμένο δυο φορές
Τα ίδια εκείνα χέρια που όλα τα συγχωρούσαν σταυρωμένα δυο φορές
Δυο μητέρες όμοιες, πλαγιασμένες σε δυο φέρετρα
Λες κι η απέραντη πλημμυρισμένη της μητρότητα
που την είχε κάνει να ζήσει αμέτρητες ζωές
να μη χωρούσε τώρα μόνο σε ένα θάνατο.
Τάσος Λειβαδίτης, "Μητρότητα"
![]() |
| François-Louis Lanfant de Metz |
![]() |
| Robert Walter Weir |
![]() |
| François-Louis Lanfant de Metz - Mother And Three Children |
Κ ΒΑΡΝΑΛΗΣ Η μάνα του Χριστού
Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,
ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!
Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο ἀξαίνει
καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.
Τὴ χαρά σου, Λαοθάλασσα, κῦμα τὸ κῦμα,
τῶν ἀλλῶνε τὰ μίση καιρὸ τήνε θρέφαν
κι᾿ ἂν ἡ μαύρη σου κάκητα δίψαε τὸ κρῖμα,
νὰ ποὺ βρῆκε τὸ θῦμα της, ἄκακο θῦμα!
Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!
Ἕνα κόκκινο σπίτι σ᾿ αὐλὴ μὲ πηγάδι. . .
καὶ μία δράνα γιομάτη τσαμπιὰ κεχριμπάρι. . .
νοικοκύρης καλὸς νὰ γυρνᾷς κάθε βράδι,
τὸ χρυσό, σιγαλὸ καὶ γλυκὸ σὰν τὸ λάδι.
Κι᾿ ἅμ᾿ ἀνοίγῃς τὴν πόρτα μὲ πριόνια στὸ χέρι,
μὲ τὰ ροῦχα γεμάτα ψιλὸ ροκανίδι,
(ἄσπρα γένια, ἄσπρα χέρια) ἡ συμβία περιστέρι
ν᾿ ἀνασαίνῃ βαθιὰ τ᾿ ὅλο κέδρον ἀγέρι.
Κ᾿ ἀφοῦ λίγο σταθῇς καὶ τὸ σπίτι γεμίσῃ
τὸν καλό σου τὸν ἤσκιο, Πατέρα κι᾿ Ἀφέντη,
ἡ ἀκριβή σου νὰ βγάνῃ νερὸ νὰ σοῦ χύσῃ,
ὁ ἀνυπόμονος δεῖπνος μὲ γέλια ν᾿ ἀρχίσῃ.
Κι᾿ ὁ κατόχρονος θάνατος θἄφτανε μέλι
καὶ πολλὴ φύτρα θ᾿ ἄφηνες τέκνα κι᾿ ἀγγόνια
καθενοῦ καὶ κοπάδι, χωράφια κι᾿ ἀμπέλι,
τ᾿ ἀργαστήρι ἐκεινοῦ, ποὺ τὴν τέχνη σου θέλει.
Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,
γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .
Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,
λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.
Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,
ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.
Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθὼς κλαίει, σὰν τῆς παίρνουν τὸ τέκνο, ἡ δαμάλα,
ξεφωνίζω καὶ νόημα δὲν ἔχουν τὰ λόγια.
Στύλωσέ μου τὰ δυό σου τὰ μάτια μεγάλα.
Τρέχουν αἷμα τ᾿ ἀστήθια, ποὺ βύζαξες γάλα.
Πῶς ἀδύναμη στάθηκε, τόσο ἡ καρδιά σου
στὰ λαμπρὰ Γεροσύλυμα Καίσαρας νὰ μπῇς!
Ἂν τὰ πλήθη ἀλαλάζανε ξώφρενα (ἀλιά σου!)
δὲν ἤξεραν ἀκόμα οὔτε ποιὸ τ᾿ ὄνομά σου!
Κεῖ στὸ πλάγι δαγκάναν οἱ ὀχτροί σου τὰ χείλη. . .
Δολερὰ ξεσηκώσανε τ᾿ ἄγνωμα πλήθη
κι᾿ ὅσο ὁ γήλιος νὰ πέσῃ καὶ νἄρθῃ τὸ δείλι,
τὸ σταυρό σου καρφώσαν οἱ ὀχτροί σου κι᾿ οἱ φίλοι.
Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!
Μάνα μου πόσο μέστωνε το στάρι στις ταφόπετρες
πόσο γλυκό στη γέψη το ψωμί το ψυχοσάββατο
και το κρασί στυφή παρηγοριά στο ξόδι του παππούλη.
Στο γάμο του μικρού μικρού μεταλαβιά του βλάμη.
Μάνα κρασί, μάνα ψωμί, μάνα μ΄ ελιά και λάδι
μάνα μου χώμα και νερό, βάστα γερά το πρόσφορο
τώρα που θ΄ ανταμώσετε με τον παππού στον Άδη.
Κι όταν στην έρμη ρεματιά
φυτρώνουν οι μικρές ελιές
κι όταν μαζεύαμε καρπό σε ερωτικά νυχτέρια
κι όταν πιθάρια πήλινα το σώμα τρώγαν του λαδιού,
μάνα καλή το ξέραμε πως φύλαγες το πιο καλό
στην πιο κρυφή και σκοτεινή βενέτικη κασέλα.
Λίγο για τα βαφτιστικά, λίγο για τα στερνά στερνά,
λίγο για την αβασκανιά και την κακή την ώρα.
Μάνα κρασί, μάνα ψωμί, μάνα μ΄ ελιά και λάδι
μάνα μου χώμα και νερό, βάστα γερά το πρόσφορο
τώρα που θ΄ ανταμώσετε με τον παππού στον Άδη.
Στίχοι: Κ.Χ Μύρης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πως να πειράξω τη μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;
Πως ν' αρνηθώ ή ν' αναβάλλω
ό,τι ορίζει κι απαιτεί,
αφού στη γη δεν έχω άλλο
κανένα φίλο σαν κι αυτή;
Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
με είχε βρέφος απαλό
με κάθιζε στα γόνατά της
και μ' έμαθε να ομιλώ.
Αυτή με τρέφει και με ντύνει,
όλο το χρόνο που γυρνά,
και δίπλα στη μικρή μου κλίνη,
σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.
Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω,
φιλά, να γιάνει την πληγή,
αυτή, τι πρέπει εγώ ν' αφήσω
και τι να κάνω μ' οδηγεί.
Πως το λοιπόν τέτοια μητέρα
να κάνω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;
| Emile Munier |
Ανέστης Ευαγγέλου «Μην απορείς, μητέρα» Μην απορείς, μητέρα, μην τρομάζεις τούτα τα ποιήματα διαβάζοντας. Θα τα βρίσκεις, βέβαια, λίγο στενάχωρα, σάμπως να θέλουν από τις λέξεις μέσα να βγουν. Ίσως, ακόμα, το γιο σου μέσα τους να μην αναγνωρίζεις. Κι όμως δικά του είναι μητέρα· αυτόν εικονίζουν. Πάσχουν κι αυτά όπως κι αυτός από ασφυξία, χάνονται μέσα τους, γυρίζουν, επιστρέφουν, πάσχουν να βγουν από τις λέξεις όπως κι εκείνος πάσχει να βγει από το πετσί του μέσα. Μην απορείς, μητέρα, μην τρομάζεις· προ παντός μη σε κυριέψει απελπισία· κάτι στηρίζει το γιο σου, που εσύ δεν βλέπεις: μέσα του, από τα πόδια ως την κορφή, είναι μια κολόνα που τον στυλώνει, τον κρατά μ' όρθιο κεφάλι, που τον ψυχώνει, βήμα με βήμα, αγκώνα με αγκώνα, μέσ' απ' τα ερείπια ν' ανοίγει δρόμο και να προχωράει Gaspard Dughet Άρη Αλεξάνδρου, Με τι μάτια τώρα πια Βιάστηκες μητέρα να πεθάνεις. Δεν λέω, είχες αρρωστήσει από φασισμό κι ήταν λίγο το ψωμί έλειπα κι εγώ στην εξορία ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες μα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις τα εξηντατέσσερα μπορούσες να 'σφιγγες τα δόντια έστω κι αυτά τα ψεύτικα τα χρυσά σου δόντια μπορούσες ν' αρπαζόσουνα από 'να φύλλο πράσινο απ' τα γυμνά κλαδιά απ' τον κορμό μα ναι το ξέρω γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα να πιαστείς όμως εσύ να τα 'μπηγες τα νύχια και να τραβούσες έτσι πεντέξι-δέκα χρόνια σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος κολλημένους στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού. Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδείς να ξαναδείς ειρηνικότερες ημέρες και να πας στο παιδικό σου σπίτι με τον φράχτη πνιγμένο ν στα λουλούδια να ζήσεις μες στη δίκαιη γαλήνη ακούγοντας τον πόλεμο σαν τον απόμακρο αχό του καταρράχτη να 'χεις μια στέγη σίγουρη σαν άστρο να χωράει το σπίτι μας την καρδιά των ανθρώπων κι από τη μέσα κάμαρα- όμως εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ και τώρα με τι χέρια να 'ρθεις και να μ' αγγίξεις μέσ' από τη σίτα* με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που 'χω τριγύρω μου τις πέτρες σιγουρεμένες σαν ντουβάρια φυλακής με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα δω χωράει όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου τσαλαπατημένη κι από τον δίπλα θάλαμο ποτίζει η θλίψη σαν υγρασία σάπιου χόρτου Shahrad Malek |
Τη μορφή της δεν τη θυμάμαι πια πώς ήταν πριν οι πόνοι της
αρχίσουν. Αποκαμωμένη, ανασήκωνε τα μαύρα τα μαλλιά της
απ’ το ξεσαρκωμένο μέτωπό της – το βλέπω ακόμα κείνο το
χέρι να σαλεύει.
Χειμώνες είκοσι τη φοβερίσαν, τα βάσανά της δεν είχαν σω-
σμό, κι ο θάνατος ντρεπόταν σαν τη ζύγωνε. Και τότε πέθανε, και
το κορμί της ήτανε σαν παιδιού κορμί.
Στο δάσος είχε μεγαλώσει.
Πέθανε ανάμεσα σε πρόσωπα που ‘χαν τραχύνει βλέποντάς
την τόσο καιρό να ξεψυχάει. Τη συγχωρέσαμε που έτσι βα-
σανίστηκε, μα κείνη είχε χαθεί ανάμεσα στα πρόσωπά μας, προτού
να σβήσει ολότελα.
Τόσοι και τόσοι μας αφήνουνε, χωρίς να τους κρατήσουμε.
Έχουμε πει το καθετί, τίποτα πια δεν έχει απομείνει ανάμεσα σε
μας κι εκείνους, σκληραίνουνε τα πρόσωπά μας σαν χωρίζουμε.
Κι όμως, το πιο σπουδαίο δεν το είπαμε, τόσο αναμασούσαμε τ’
ασήμαντα.
Ω, γιατί τα πιο σπουδαία να μην τα πούμε, ήτανε τόσο εύκολο,
και τώρα θα κολαστούμε για τη σιωπή μας. Εύκολες ήταν λέξεις,
σφίγγονταν πίσω από τα δόντια μας. Καθώς γελούσαμε έπεσαν,
και τώρα το λαιμό μας πνίγουν.
Το δείλι, χτες, πρωτομαγιά, πέθανε η μητέρα μου! Και δε
μπορώ, από τη γη να τήνε ξεριζώσω με τα νύχια μου!
Πηγαίνει αργά στο σινεμά,
μάλιστα στον εξώστη.
Σ’ έργα κατά προτίμηση, βουβά
και θαμπωμένα. Κι εκεί
– μέσα στους τόσους εξευτελισμούς –
η μόνη του χαρά να βλέπει τις γυναίκες
της γενιάς γύρω απ’ το τριάντα.
Με κείνα τα βαθιά καπέλα,
με τις σειρές τα περιδέραια,
τα μάτια, τα κοντά μαλλιά∙
με τις ψιλές γλυκιές φωνές,
με τις κινήσεις τους τις μητρικές.
Σαν τη μητέρα, αλήθεια∙
σαν τη μάνα του
των πρώτων παιδικών του χρόνων…
Τότε που τον φωνάζανε μοναχογιό.




























Δημοσίευση σχολίου