"Γυναίκα!!!!!!"


Γράφει ο Παύλος Κωνσταντινίδης


Η Δέσποινα γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα μικρό νησί. Όταν παντρεύτηκε τον Στέλιο, έναν καλόψυχο νεαρό ψαρά, ένιωσε πως η ζωή της είχε πια ένα αγκυροβόλιο. Όμως, ένα ξημέρωμα, ο Στέλιος δεν γύρισε. Η θάλασσα τον πήρε μαζί της, όπως τόσους πριν από αυτόν. Το καΐκι του το βρήκαν την άλλη μέρα άδειο και μισοβυθισμένο. Το ρυμούλκησαν μέχρι το λιμάνι

— Τώρα, κοπέλα μου, πρέπει να σταθείς σωστά. Να μεγαλώσεις τα παιδιά σου, να τα παντρέψεις καλά. Το μόνο που μπορεί να κάνει μια χήρα γυναίκα, είναι να σκύψει το κεφάλι και να αντέξει τη φτώχεια, της έλεγαν η μάνα της και οι άλλες γυναίκες, στο μνημόσυνο. 

Έπρεπε να ακολουθήσει τους κανόνες. Την ήθελαν στη σκιά. Χωρίς φωνή, χωρίς διεκδίκηση. Να κάθεται πίσω από κλειστά παράθυρα, να ράβει τα ρούχα των παιδιών της, να δέχεται τη βοήθεια των άλλων χηρών, που είχαν ήδη μάθει να επιβιώνουν με την ελεημοσύνη του χωριού.

Αλλά η Δέσποινα δεν ήταν σαν εκείνες. Είχε τρία παιδιά να θρέψει. Κι αν έμενε άπραγη στο σπίτι, αν ακολουθήσει τη μοίρα που άλλοι της καθόρισαν, τι θα έλεγε στα παιδιά της όταν θα κοίταζαν τα χέρια της για ψωμί, που δεν θα είχε να τους δώσει;

Έτσι, έκανε το αδιανόητο.

Το άλλο πρωί όταν εμφανίστηκε στο λιμάνι, χωρίς να φορά μαύρα, αλλά την αδιάβροχη κίτρινη σαλοπέτα του άνδρα της, οι ψαράδες έμειναν να την κοιτούν.

— Τι κάνεις εκεί, Δέσποινα;

— Θα πάω να ρίξω δίχτυα.

Και τότε, το ανδρικό περιφρονητικό γέλιο ξέσπασε σαν κύμα που σκάει στα βράχια.

— Τι ακούμε, Χριστέ μου!

— Γύρνα πίσω, γυναίκα! Τα ψάρια δεν μπαίνουν στα δίχτυα αν μυρίζουν μπουγάδα.

— Δεν έχουμε όρεξη να σε μαζεύουμε από το πέλαγο.

Προσπάθησαν να τη συνεφέρουν. Να την κάνουν να θυμηθεί ότι είναι γυναίκα και ως γυναίκα να περιοριστεί στα καθήκοντά της. Να πενθεί μια ζωή για τον άνδρα της. Οι μεγαλύτεροι σταυροκοπήθηκαν. Ο διάολος μπήκε μέσα της και αυτό δεν είναι καλό για το χωριό τους. Κάποιοι μάλιστα έφτυσαν τα πόδια τους, σαν να ήθελαν να ξορκίσουν τη βλασφημία. Οι νεότεροι χλεύασαν. 

Αλλά η Δέσποινα δεν τους απάντησε. Έλυσε το σκοινί του καϊκιού και μπήκε μέσα.

Το μεσημέρι γύρισε με άδεια χέρια. Τα δίχτυα της ήταν σκισμένα, τα χέρια της ματωμένα από το τραχύ σκοινί. Στο σπίτι, τα παιδιά της την περίμεναν κουλουριασμένα, νηστικά.

Για μια στιγμή σκέφτηκε πως οι άνδρες έχουν δίκιο και να τα παρατήσει.

Αλλά θυμήθηκε τα γέλια. Θυμήθηκε τον τρόπο που κουνούσαν το κεφάλι. Θυμήθηκε τις γυναίκες που ψιθύριζαν πίσω από τα παράθυρα.

Και κατάλαβε πως έπρεπε να τους αποδείξει ότι μπορούσε.

Σύντομα η Δέσποινα έμαθε να ξυπνάει πριν ακόμα χαράξει. Να κουβαλάει τα δολώματα, να παλεύει με το κύμα, να μπαλώνει τα δίχτυα. Οι άντρες δεν της μιλούσαν πια. Την έβλεπαν σαν αλλοπαρμένη, σαν κάτι που δεν χωρούσε ανάμεσά τους.

Οι γυναίκες, όμως, την έτρεμαν. Την κοιτούσαν σιωπηλές όταν περνούσε από την πλατεία ή πήγαινε στην εκκλησία. Τι σόι χήρα ήταν που δεν έκλαιγε, που δεν ζητούσε ελεημοσύνη. Δεν την ήξεραν πια. Και αυτή η άγνωστη τις τρόμαζε.

— Δεν είναι σωστά αυτά τα πράγματα, ψιθύριζαν μεταξύ τους.

— Μια γυναίκα πρέπει να ξέρει τη θέση της.

Αλλά στα κρυφά, τη ζήλευαν. Γιατί είχε τη δύναμη που εκείνες δεν είχαν τολμήσει ποτέ να διεκδικήσουν.

Για αρκετές ημέρες γύριζε με άδεια δίχτυα, μα δεν το έβαλε κάτω. Έμαθε να ακούει τη θάλασσα, να καταλαβαίνει πότε έχει από κάτω ψάρια και πότε παγίδες. Έμαθε τα ψαροτόπια. Με τον καιρό, η βάρκα της άρχισε να γεμίζει. Και μαζί με τα ψάρια, έφερνε και κάτι ακόμα: την απόδειξη πως οι γυναίκες δεν γεννήθηκαν μόνο για να περιμένουν.

Όμως το νησί δεν συγχωρούσε εύκολα. Οι άντρες δεν άντεχαν τη σκέψη πως μια γυναίκα τόλμησε να μπει στα νερά, που εκείνοι θεωρούσαν απόλυτα δικά τους. Ήταν πιο εύκολο να την πολεμήσουν παρά να παραδεχτούν πως τα κατάφερνε μια χαρά.

Ένα ξημέρωμα, βρήκε τα δίχτυα της κομμένα, σκορπισμένα στην προβλήτα. Δεν μίλησε. Δεν έψαξε να βρει ποιο χέρι κρατούσε το μαχαίρι. Σκύβοντας το κεφάλι, μάζεψε ότι απέμεινε. Και το επόμενο πρωί, εμφανίστηκε ξανά στο λιμάνι με καινούργια δίχτυα.

Το επόμενο βράδυ, της γέμισαν το καΐκι με πέτρες και σκουπίδια. Πάλι δεν είπε τίποτε. Έβγαλε τις πέτρες με υπομονή, καθάρισε από τα σκουπίδια και πήγε να ψαρέψει. Αντί να την απογοητεύσουν την έκαναν πιο δυνατή. «Ότι και να μου κάνετε, εγώ δεν θα σταματήσω.»

Και θα συνέχιζαν εάν δεν ξεσπούσε μία ημέρα η καταιγίδα. Όλοι πρόλαβαν να γυρίσουν εκτός του νεαρού Μανώλη. Η  μητέρα του ούρλιαζε στην προβλήτα, οι άντρες όμως κοιτούσαν τα μεγάλα κύματα σιωπηλοί. 

— Δεν μπορεί να γίνει τίποτα, της είπε κάποιος.

— Μόλις γαληνέψει η θάλασσα θα πάμε να τον βρούμε, είπε ένας άλλος.

Και τότε, η Δέσποινα άνοιξε το δρόμο μέσα από το πλήθος.

— Όχι, είπε.

— Τι όχι, μωρή;

— Δεν θα τον αφήσω να χαθεί. Δεν είστε μανάδες εσείς. Δεν καταλαβαίνετε.

Και πριν προλάβει να τη σταματήσει κάποιος, έλυσε τα σκοινιά και έφυγε.

Το κύμα τη χτυπούσε, το νερό έμπαινε στο καΐκι, ο άνεμος της έκοβε την ανάσα. Αλλά δεν σταμάτησε.

Και τον βρήκε, να παραδέρνει, μέσα στα κύματα, μισολιπόθυμος, κρατώντας ένα κομμάτι ξύλο, έτοιμος να εγκαταλείψει την προσπάθεια. 

Τον έβαλε με δυσκολία στο καΐκι. Προσπάθησε να τον κρατήσει ξύπνιο, δίνοντας του κουράγιο. 

— Μίλα μου Μανώλη. Μην κοιμηθείς. Σε λίγο φτάνουμε. Σε περιμένει η μάνα σου.

— Συγγνώμη είπε αυτός ξέπνοα.

— Για πιο πράγμα; 

—Εγώ έσκισα τα δίκτυα σου και έβαλα τις πέτρες.

—Το ξέρω του είπε απλά. Τώρα όμως πρέπει να σωθούμε. 

Όταν γύρισε, η σιωπή στο λιμάνι ήταν απόλυτη.

Οι άντρες δεν την κοίταζαν στα μάτια. Οι γυναίκες δεν ψιθύριζαν.

Η μάνα του Μανώλη μόνο πήγε να της φιλήσει το χέρι. Η Δέσποινα την αγκάλιασε με αγάπη.

— Φρόντισε το παιδί σου και εγώ έχω να φροντίσω τα δικά μου της είπε και πήγε προς τα παιδιά της που στέκονταν στην προβλήτα και την κοιτούσαν γεμάτα περηφάνια.

Από εκείνο το βράδυ, κανείς δεν τόλμησε να γελάσει ξανά μαζί της.

Όταν περνούσε, οι γυναίκες χαμήλωναν το βλέμμα, τώρα όμως από δέος. Οι άντρες δεν μιλούσαν για εκείνη, από ντροπή.

Γιατί η Δέσποινα τους έκανε να δουν την αλήθεια που φοβούνταν:

• Ότι μια γυναίκα μπορεί να σταθεί όρθια, ακόμα κι όταν όλοι προσπαθούν να τη λυγίσουν.

• Ότι η δύναμη δεν έχει φύλο, όπως δεν έχουν φύλο η αντοχή, το κουράγιο και η θέληση.

• Ότι εκείνη, η μάνα, η χήρα, η γυναίκα που έμαθε να παλεύει μόνη της, ήταν πιο θαρραλέα από όλους τους.

• Ότι η υπομονή της δεν ήταν αδυναμία, αλλά η πιο σκληρή μορφή αντοχής.

• Ότι η αγάπη της για τα παιδιά της δεν την έκανε εύθραυστη, αλλά ατσαλένια.

• Ότι η ψυχή της ήταν βαθιά σαν τη θάλασσα και δεν λύγιζε ούτε στις πιο άγριες φουρτούνες.

• Ότι η αξιοπρέπειά της δεν μπορούσε να σκιστεί, όπως τα δίχτυα της.

• Ότι μια γυναίκα μπορεί να είναι και τρυφερή και αλύγιστη, και δοτική και αδάμαστη, και μητέρα και αγωνίστρια.

Και πάνω απ’ όλα, ότι δεν υπήρχε τίποτα πιο επικίνδυνο για εκείνους από μια γυναίκα που δεν φοβόταν πια.

Και όταν, ένα μικρό κορίτσι είπε στον πατέρα του πως ήθελε να πάει μαζί του για ψάρεμα, εκείνος δεν τόλμησε να γελάσει.

Γιατί ήξερε πως, αν γελούσε, η θάλασσα θα τον άκουγε.

Και η θάλασσα θυμόταν τη Δέσποινα.

ΥΓ. Ημέρα της γυναίκας Αφιερωμένο σε όλες τις πρωτοπόρες γυναίκες που άνοιξαν δρόμους κόντρα στην προκατάληψη και στις αντιξοότητες. Ειδικά αφιερωμένο στη Μαρία Καρυστιανού, στη γυναίκα-μάνα που κόντρα στο κατεστημένο, κόντρα σε ένα εχθρικό πανίσχυρο σύστημα, κόντρα σε θεούς και δαίμονες, μας ξεσήκωσε από τον καναπέ και μας έβγαλε στο δρόμο να φωνάζουμε για δικαιοσύνη και για την αλήθεια για το παιδί της και για όλα τα θύματα των Τεμπών.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ.


Δημοσίευση σχολίου

Copyright © ΝΕΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ. Designed by John Tsipas