Τι κάνει έναν άνθρωπο όμορφο στην ψυχή; Η ταπεινότητα…
Πρόκειται για μία ταπεινή αρετή; Μέχρι του σημείου να
αμφιβάλλει για το αν είναι αρετή…
Μία διακριτική λοιπόν αρετή, που περνά σχεδόν απαρατήρητη,
ενώ σήμερα πλέον με βεβαιότητα, αγνοείται.
Τώρα πρέπει να σας πω γιατί επέλεξα να προσεγγίσω την εν
λόγω θεματική. Ο Ζανκελεβίτς παρατηρεί πως οι Έλληνες σχεδόν δικαίως, αγνοούσαν
αυτή την αρετή, καθώς σχεδόν πάντα ιστορικά, υπήρξαν έρμαια του μεγαλείου τους.
Μήπως λοιπόν αν δώσουμε στον άνθρωπο έναν αρκετά μεγάλο Θεό, τότε και μόνο τότε
γίνεται φανερή η μικρότητά του;
Ασυνειδησία; Μάλλον ακραία συνειδητοποίηση των ορίων αυτής
και του εαυτού.
Πρόκειται για την περιφρόνηση του εαυτού, χωρίς όμως να τον
υποτιμά. Χωρίς να πρόκειται για άγνοια του τι είμαστε, αντιθέτως, σηματοδοτεί
τη γνώση και την αναγνώριση όλων όσων δεν είμαστε. Είναι η αρετή του ανθρώπου
που ξέρει ότι δεν είναι Θεός.
Στην προσπάθεια να αποδώσω τον ορισμό της, ανακαλώ τη φράση
του Σπινόζα: «Πρόκειται για τη θλίψη που γεννιέται απ’ ό,τι ο άνθρωπος θεωρεί
αδυναμία και ανημπόρια του» και πιθανολογώ ότι αναφέρεται σε διάθεση και όχι σε
κατάσταση. Όποιος δύναται να αναλογιστεί την προσωπική του ανημπόρια, νιώθει
την ψυχή του να θλίβεται, γι’ αυτό και θεωρείται παράλογο να εκλάβουμε την
κατάσταση αυτή ως δύναμη. Ο Σπινόζα άλλωστε καταλήγει στο ότι οι αρετές είναι
πάντα ευφρόσυνες, κατά συνέπεια, η ταπεινοφροσύνη δεν συγκαταλέγεται σε αυτές.
Στον Αριστοτέλη, η ταπεινότητα ταυτίζεται με τη μικροψυχία…
την ποταπότητα. Για τον ίδιο, κάθε αρετή είναι μία κορυφή ανάμεσα σε δύο
αβύσσους, κάτι που όμως ισχύει και για τη μεγαλοψυχία. Όποιος απομακρύνεται και
τείνει προς την υπερβολή ξεπέφτει προς την αλαζονεία. Όποιος έχει μικρή ψυχή,
προσεγγίζει στη μικροψυχία, στη μικρότητα. Με απλά λόγια, το να νιώθει κανείς
ταπεινός, σημαίνει ότι στερείται αυτό που δικαιούται, σημαίνει ότι παραγνωρίζει
την πραγματική του αξία, σε σημείο να στερεί από τον εαυτό του, επειδή θεωρεί
πως είναι ανάξιος και πως κάθε πράξη είναι κάπως υψηλότερη.
Ορμώμενη θεωρητικά, διακρίνω πως η θλίψη μπορεί ενίοτε να
γίνει εσωτερική δύναμη και να μας κινητοποιήσει, κάτι που άλλωστε μας διδάσκει
η εμπειρία και οι καταστάσεις που μας έχουν πονέσει, μεγαλώνοντας. Η
ταπεινότητα ως αρετή ταυτίζεται με την αληθινή θλίψη για το ότι δεν είμαστε
τίποτε άλλο, παρά ο εαυτός μας. Θα μπορούσαμε να είμαστε κάτι άλλο; Να είσαι
ευχαριστημένος με τον εαυτό σου… διδάσκει η μεγαλοθυμία… και ξάφνου προβάλλει η
έπαρση. Το να είσαι ευχαριστημένος με τον εαυτό σου, είναι στην πραγματικότητα
ό,τι περισσότερο μπορεί να ελπίζει ένας άνθρωπος, το υψηλότερο αντικείμενο των
προσδοκιών του.
Το πρόβλημα πλέον γίνεται ορατό: αν η ταπεινότητα είναι άξια
θαυμασμού ή σεβασμού δεν υποκύπτει σε σφάλμα προοπτικής, του να είναι δηλαδή
ταπεινή; Κι αν από την άλλη έχει λόγους να είναι ταπεινή, τότε πώς
δικαιολογείται ο θαυμασμός μας; Διαφαίνεται τότε πως πρόκειται για μία
αντιφατική αρετή, που δεν μπορεί να δικαιωθεί παρά από την ίδια της την
απουσία, ή που στο βαθμό που καταξιώνεται, ακυρώνεται.
«Είμαι πολύ ταπεινός;» Αυτοαντίφαση
«Μου λείπει η ταπεινότητα;» Να ένα πρώτο βήμα.
Και τώρα το παράδοξο: πώς είναι εφικτό να μάχεται κανείς για
την αξία του, απαξιώνοντας τον ίδιο του τον εαυτό; Στην Πραγματεία περί αρετής,
ο Καντ, αναφέρεται στο καθήκον του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας του
εαυτού μας, ως ηθικού υποκειμένου. Για τον Καντ, η ταπεινότητα ισούται με την
ταπεινοφροσύνη, η οποία σηματοδοτείται από τη συνείδηση και το αίσθημα του
λίγου, του ανεπαρκούς της προσωπικής ηθικής αξίας, σε σύγκριση με το νόμο.
Αυτός που μεταμορφώνεται σε σκουλήκι, δεν πρέπει έπειτα να παραπονιέται πως τον
ποδοπατούν, γράφει περήφανα ο Καντ.
Όσο για τον Νίτσε, αν τον πιάσουμε, δεν θα τελειώσουμε ποτέ
αυτή την παρουσίαση. Μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι στην ταπεινότητα
ενυπάρχει συχνά μια γερή δόση μηδενισμού ή ενοχής; Δεν είναι λίγοι εκείνοι που
απαρνούνται τον εαυτό τους, μόνο και μόνο από ανικανότητα να τον υπερασπιστούν
και να πράξουν το παραμικρό. Ο Νίτσε αναφέρεται και στο σκουλήκι του Καντ. Όταν
το πατάμε – λέει χαρακτηριστικά – αυτό ζαρώνει, μία πράξη γεμάτη σοφία, καθώς
μειώνει τις πιθανότητες να το λιώσουμε. Και στη γλώσσα της ηθικής, αυτό ακριβώς
λέγεται ταπεινότητα.
Ο Καρτέσιος – που καμία σχέση δεν είχε με σκουλήκια – γράφει
πως οι μεγαλόψυχοι συνήθως είναι οι πιο ταπεινοί.
Ας μη συγχέουμε λοιπόν την ταπεινότητα με την ένοχη
συνείδηση, τις τύψεις και τη θλίψη. Το θέμα σ’ αυτή τη ζωή δεν είναι να
κρίνουμε τι έχουμε κάνει, αλλά το τι είμαστε. Και πραγματικά… είμαστε τόσο
«λίγοι».
Η ταπεινότητα ισοδυναμεί με την αλήθεια, θα πει ο
Ζανκελεβίτς, τη σεμνότητα που προκύπτει από την ειλικρίνεια. Κι αν για τον
Φρόιντ, το Εγώ χάνει το θρόνο του, θέτει το δίλημμα ξεκάθαρα, καθώς κάθε γνώση
είναι κι ένα πλήγμα κατά του ναρκισσισμού…
Αγαπάμε ή την Αλήθεια ή τον Εαυτό μας.
Τόσο απλά. Από την εμπειρία μου λοιπόν, αποκόμισα τον
ακόλουθο ορισμό:
Όταν ο Εαυτός αποπειράται ή παλεύει να απελευθερωθεί από τις
αυταπάτες γύρω του, τότε διαλύεται εκ των έσω… καταλύεται… κι εκτιθέμενος
αναζητά τον πυρήνα του.
Πλέον…
κατανοώ τον πόνο ψυχής που απαιτείται για να ξεκινήσεις πάλι
από την αρχή
σέβομαι τον άνθρωπο που γνωρίζει πότε να χαμηλώσει το βλέμμα
του
αγκαλιάζω την κίνηση που έρχεται αβίαστα, όταν το έχω ανάγκη
λυγίζω στο σθένος εκείνου που παλεύει, όταν η ζωή δεν του
χαρίζεται
αναπνέω με όλο μου το είναι, όταν η συγνώμη είναι αληθινή
… γιατί δέχομαι με ταπεινότητα αυτό που είναι, όχι σαν
αυτολύπηση, αλλά σαν ζωντανή πρόκληση.
Διαβάστε και άλλα θέματα με : ΚΑΛΗΜΕΡΑ & ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ
Πηγή: xtesini.gr
Δημοσίευση σχολίου