Η συμφιλίωση με τον εαυτό μας.

             

Κάποτε υπήρχε ένα πανέμορφο ελεφαντάκι το οποίο είχε εγκαταλείψει η μητέρα του για άγνωστους λόγους. Άγνωστους σε εμάς που καλούμαστε να ερμηνεύσουμε ένα γεγονός που δε ζήσαμε και δεν γνωρίζουμε το βάθος της υπόθεσης. Πάντως όπως και να έχει το ελεφαντάκι βρέθηκε μόνο του να περιπλανιέται μέσα στην ζούγκλα.





Κάποιοι ακτιβιστές επιστήμονες που μελετούσαν την περιοχή της ζούγκλας όπου είχε εγκαταλειφτεί το μικρό ζώο, το είδαν και πήραν την απόφαση να το πάρουν μαζί τους, έτσι ώστε να το περιθάλψουν στην πρόχειρη επιστημονική βάση που είχαν κατασκευάσει προσωρινά ως εφαλτήριο των ερευνών τους. Έτσι και έγινε.

Για λόγους ασφαλείας αλλά και για πρακτικούς καθαρά λόγους αφού ο χώρος τους ήταν πάρα πολύ μικρός, έδεσαν στο ελεφαντάκι με ένα μικρό μαλακό σχοινάκι από το ποδαράκι του έτσι ώστε να μην μπορεί να φύγει και να χαθεί αλλά και για να έχουν το γενικότερο έλεγχο του.

Το μικρό ελεφαντάκι έκανε αρκετές προσπάθειες να τραβήξει τον πάσαλο, προσπάθησε πολλές φορές να σπάσει το σχοινί με το οποίο το είχαν δεμένο αλλά είδε ότι δεν ήταν δυνατόν να τα καταφέρει. Καθότι μικρό ακόμη και αδύναμο δεν είχε αυτή την δυνατότητα.

Πέρασαν οι μέρες και οι μήνες και συμπληρώθηκε ένας χρόνος.

Το ελεφαντάκι ήταν πλέον ένας ολοκληρωμένος μεγάλος και δυνατός ελέφαντας. Μεγάλος και δυνατός, έτοιμος μονάχα με την φωνή του, με μια κίνηση του να σκορπίσει τον τρόμο και τον πανικό και να ισοπεδώσει τα πάντα στο πέρασμα του.

Όμως παρόλη αυτή την σωματική και μυϊκή εξέλιξη του εκείνος ήταν ακόμη δεμένος και σκλαβωμένος από το μικρό αδύναμο σχοινάκι, την μικρή κορδελίτσα και το μικρό ξύλινο πάσαλο που του είχαν βάλει την πρώτη μέρα που ακόμη μωρό τον είχαν βρει οι επιστήμονες στην ζούγκλα.

Ποτέ μα ποτέ εκτός από τις πρώτες εκείνες στιγμές – μωρό ακόμη – δεν προσπάθησε να κόψει το σχοινί και να ελευθερωθεί. Να φύγει, να τρέξει προς την ζωή, την ζωή της ζούγκλας, της πραγματικότητας μέσα στην οποία ανήκε. Και τούτο γιατί είχε πιστέψει απόλυτα ότι δεν μπορεί. Ότι δεν γίνεται. Ότι θα είναι πάντα δέσμιος και φυλακισμένος. Δούλος στις επιθυμίες των άλλων και κυρίως σε αυτό που οι άλλοι όρισαν γι αυτόν να είναι. Είχε αναπτύξει από μικρός την σκεπτομορφή, ότι η ελευθερία δεν είναι δυνατή. Είχε μέσα του αυτοματοποιηθεί η σκέψη ότι αυτόν τον πάσαλο δεν μπορεί να τον κουνήσει. Δεν μπορεί να κερδίσει την λευτεριά του. Είμαι δέσμιος έλεγε και έτσι θα πεθάνω.

Και όμως όλα ήταν τόσο απλά, αλλά και τόσο δύσκολα χωρίς την επιθυμία να σπάσει την σχέση του με το παρελθόν και τους κανόνες που άλλοι έβαλαν στην ζωή του για να τον κάνουν σκλάβο τους. Η λευτεριά, η γεύση μιας άλλη ζωής, είναι η κατανόηση των δυνατοτήτων μας.

Η συμφιλίωση με τον εαυτό μας. Η γνωριμία την αληθινή μας φύση, με αυτό που πλαστήκαμε να είμαστε και όχι με εκείνο που η οικογένεια μας, η φυλή μας, τα σχολεία μας, και η κοινωνία μας είπε πως πρέπει να είμαστε μοιράζοντας μας ρόλους που εξυπηρετούν την » κοινωνική ηρεμία» και συμβατικότητα, είναι μια δυνατότητα πραγματική και όχι ουτοπική. Άλλωστε το πάθος για την λευτεριά είναι δυνατότερο από όλα τα κελιά…. Αρκεί να το πιστέψουμε, να το ποθήσουμε, να το θελήσουμε, να αγωνιστούμε να φύγουμε μακριά από την κόλαση της συνήθειας.

 

π. Λίβυος

Διαβάστε περισσότερες  ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ &ΚΑΛΗΜΕΡΑ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ.


 

Δημοσίευση σχολίου

Copyright © ΝΕΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ. Designed by John Tsipas