Μια
μέρα, ένα φτωχό μικρό αγόρι που πουλούσε αγαθά από πόρτα σε πόρτα για να πληρώσει
τα δίδακτρα για το σχολείο του, πείνασε. Έψαξε τις τσέπες του αλλά ανακάλυψε
ότι τα χρήματα που είχε μαζέψει, δεν έφταναν για να αγοράσει κάτι για να φάει.
Έτσι αποφάσισε ότι στο επόμενο σπίτι που θα
χτυπήσει την πόρτα θα ζητήσει από αυτόν που θα την ανοίξει λίγο φαγητό.
Περπάτησε
λίγο ακόμη μέχρι που βρέθηκε μπροστά σε ένα μικρό σπιτάκι. Χτύπησε διστακτικά
την πόρτα και περίμενε μέχρι που την άνοιξε μια όμορφη νεαρή γυναίκα. Ο μικρός
τα έχασε. Αντί για φαγητό ντράπηκε και της ζήτησε ένα ποτήρι νερό.
Η κοπέλα τον είδε και κατάλαβε ότι θα ήταν
πεινασμένος. Πήγε μέσα και όταν επέστρεψε του έφερε ένα μεγάλο ποτήρι γάλα.
Το
αγόρι το ήπιε αργά και στη συνέχεια τη ρώτησε: «Πόσο σας χρωστάω;”
Ένα
αγόρι χτύπησε μια πόρτα για να ζητήσει φαγητό. Αυτός που του άνοιξε όμως του
έδωσε πολλά περισσότερα
“Δεν
μου χρωστάς τίποτα” του απάντησε εκείνη: «Η μητέρα μου, μου έχει διδάξει να μην
αποδέχομαι ποτέ πληρωμή για μια πράξη καλοσύνης”
Ο μικρός συγκινημένος την ευχαρίστησε και
συνέχισε το δρόμο του.
Όταν
ο μικρός Χάουαρντ Κέλι έφυγε από εκείνο το σπίτι, όχι μόνο αισθάνονταν
ισχυρότερος σωματικά, αλλά ένιωθε και πολύ μεγαλύτερη μεγαλύτερη πίστη στον
άνθρωπο.
Λίγο
πριν χτυπήσει την πόρτα της άγνωστης γυναίκας ένιωθε έτοιμος να παρατήσει την
προσπάθεια του να μαζέψει χρήματα για το σχολείο του. Είχε συναντήσει τόσους
και τόσους ανθρώπους, χτυπώντας πόρτες, αλλά ελάχιστοι αγόραζαν αυτά που
πουλούσε και κανείς τους δεν σκέφτηκε να του προσφέρει έστω ένα ποτήρι νερό.
Η
ευγενική πράξη όμως εκείνης της άγνωστης γυναίκας τον βοήθησε να βρει το
κουράγιο και να συνεχίσει την προσπάθεια.
Χρόνια
αργότερα, η ίδια γυναίκα, είχε ένα πολύ σπάνιο πρόβλημα υγείας και βρίσκονταν
σε κρίσιμη κατάσταση. Οι γιατροί της μικρής πόλης, αδυνατούσαν να βρουν τη
λύση, για αυτό και την έστειλαν με το ασθενοφόρο στο σύγχρονο νοσοκομείο της
κοντινής μεγάλης πόλης.
Στο νοσοκομείο κλήθηκε να την εξετάσει ο
γιατρός Χάουαρντ Κέλι.
Όταν
άκουσε το όνομα της πόλης από την οποία είχε έρθει η ασθενής με την σπάνια
πάθηση, ένα περίεργο φως γέμισε τα μάτια του. Αμέσως σηκώθηκε και κατευθύνθηκε,
φορώντας την ιατρική στολή προς το δωμάτιο της, για να την δει.
Την
αναγνώρισε αμέσως. Την εξέτασε και επέστρεψε στο γραφείο του αποφασισμένος να
κάνει ότι καλύτερό μπορεί για να σώσει τη ζωή της.
Από
εκείνη την ημέρα και για πολλές μέρες ακόμη, έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην
υπόθεση της. Μετά από έναν μακρύ και δύσκολο αγώνα, η μάχη κερδήθηκε.
Ώσπου
ήρθε η ώρα φεύγοντας η φτωχή γυναίκα να πληρώσει τα έξοδα του νοσοκομείου.
Ο Δρ
Κέλι πριν σταλθεί το χαρτί στο δωμάτιο της γυναίκας ζήτησε πρώτα να το φέρουν
σε αυτόν για να το εγκρίνει. Το κοίταξε και στη συνέχεια έγραψε κάτι πάνω του.
Έπειτα το έβαλε σε ένα φάκελο και το έδωσε στο προσωπικό για να μεταφερθεί στο
δωμάτιο της γυναίκας.
Η
γυναίκα πήρε τον φάκελο στα χέρια της φοβισμένη. Ήξερε ότι το ποσό που θα
έβλεπε ανοίγοντας τον φάκελο θα την ανάγκαζε να δουλεύει για όλη της τη ζωή για
να μπορέσει να το αποπληρώσει.
Το
άνοιξε, έβγαλε το χαρτί, το κοίταξε αλλά εκεί που θα έπρεπε να γράφει το πόσο
με τα χρήματα που χρωστούσε, έγραφε κάτι άλλο.
“Πληρωμένο
εξ ολοκλήρου με ένα ποτήρι γάλα.”
Από κάτω υπήρχε η υπογραφή του Δρ Χάουαρντ Κέλι.
Διαβάστε
περισσότερες ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Δημοσίευση σχολίου