Το
μακρόσυρτο lockdown έχει επηρεάσει ψυχολογικά ανεξίτηλα τους νέους – Οι έρευνες
και οι μαρτυρίες
«Ζούμε
ξανά και ξανά την ίδια ημέρα. Η καθημερινότητά μας είναι “θολή”, πότε θα
τελειώσει αυτό;» (Ελπίδα, 17 ετών). «Πονούν τα μάτια μου, το κεφάλι μου, και
έχω ξεχάσει πώς ήταν με τους φίλους μου… Μου λείπουν πολύ, φοβάμαι όμως να τους
ξαναδώ από κοντά. Μπορώ να τους ξανακερδίσω;» (Δήμητρα, 15 ετών). «Τελικά,
προτιμώ να μη γυρίσω φέτος στο σχολείο. Βαριέμαι λίγο, φοβάμαι και τα
διαγωνίσματα. Του χρόνου ίσως. Βλέπουμε…» (Παύλος, 16 ετών). Πρόκειται για μαρτυρίες
που περιλαμβάνονται σε ποιοτική έρευνα, η οποία διενεργείται στο πλαίσιο του
προγράμματος «Παιδιά και έφηβοι στις ημέρες COVID-19» του υπουργείου Υγείας
(Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας).
«H
εκδήλωση της πανδημίας “πάγωσε” την ανθρώπινη ιστορία και οδήγησε σε μια
πρωτόγνωρη νέα πραγματικότητα. H εισβολή υπήρξε βίαιη και αιφνίδια, προκαλώντας
συναισθήματα ανασφάλειας, αίσθημα απώλειας και καθημερινό άγχος που εξάντλησε
σταδιακά παιδιά, εφήβους και τους σημαντικούς ενηλίκους του περιβάλλοντός τους.
Η κόπωση αυτή, ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη καραντίνα, εκφράζεται με έλλειμμα
προοπτικής και αισιοδοξίας – μια πρωτόγνωρη παραίτηση που συνυπάρχει με έντονο
θυμό και ρητορική του μίσους», λέει στην «Κ» η Αρτεμις Κ. Τσίτσικα, αναπλ.
καθηγήτρια Παιδιατρικής – Εφηβικής Ιατρικής του ΕΚΠΑ και επιστημονική υπεύθυνη
της Μονάδας Εφηβικής Υγείας (ΜΕΥ) στο Νοσοκομείο Παίδων «Π. και Α. Κυριακού».
Οπως αναδεικνύεται ανάγλυφα από τα σημάδια του εγκλεισμού στους εφήβους, το
μακρόσυρτο lockdown δεν ήταν καθόλου ανώδυνο, απεναντίας προκάλεσε πολλαπλές
πληγές.
Σύμφωνα
με την κ. Τσίτσικα, «οι επιπτώσεις στα παιδιά και στους εφήβους είναι
σημαντικές και μετρήσιμες και θα μας απασχολούν για αρκετό χρόνο ακόμη,
δεδομένου ότι αποτελούν ευάλωτη ομάδα υπό ανάπτυξη και οι μεταβολές του άμεσου περιβάλλοντός
τους επιδρούν στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους». Τα συμπεράσματα από τις
μελέτες της ομάδας έρευνας για την COVID-19 του προγράμματος μεταπτυχιακών
σπουδών της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ «Στρατηγικές Αναπτυξιακής και Εφηβικής
Υγείας» είναι πολύ ανησυχητικά. Προέρχονται από μετα-ανασκοπήσεις πλήθους
ερευνών και δημοσιεύσεων σε διεθνές επίπεδο, σε συνδυασμό με τα ευρήματα
ποιοτικής μελέτης που πραγματοποιεί η Μονάδα Εφηβικής Υγείας. Οι ερευνητές
σημειώνουν πως η απομάκρυνση των παιδιών από τη σχολική κοινότητα στον φυσικό
χώρο όχι μόνο δυσκόλεψε σημαντικά τη μαθησιακή διαδικασία, αλλά και εκτόξευσε
τα ποσοστά διαδικτυακών συμπεριφορών υψηλού κινδύνου, που ήδη ήταν υψηλά στην
προ κορωνοϊού εποχή. «Οι συμπεριφορές διαδικτυακής εξάρτησης φτάνουν το 62,7%
στον εφηβικό πληθυσμό, έναντι 40% προ καραντίνας, με περίπου 20% να εκδηλώνουν
σοβαρή παραίτηση από καθημερινές υποχρεώσεις και δραστηριότητες. Στα παιδιά
αυτά παρατηρήθηκε σημαντική συσχέτιση με διατροφικές παρεκτροπές, υπερβαρότητα,
έλλειμμα φυσικής άσκησης και επιβάρυνση της σωματικής τους υγείας, καθώς και με
αναστροφή του ωραρίου του ύπνου, άγχος, καταθλιπτικό συναίσθημα και απόσυρση.
Τα αγόρια ασχολούνται κυρίως με ηλεκτρονικά παιχνίδια και εκδηλώνουν θυμό,
βίαιες συμπεριφορές και επιθετικότητα, ενώ τα κορίτσια επιδίδονται σε
υπερβολική χρήση των κοινωνικών δικτύων με εκφράσεις εσωτερίκευσης και
απόσυρσης, χαμηλής αυτοεκτίμησης και καταθλιπτικού συναισθήματος, που μπορεί να
φτάσει και το 40% έναντι 20% προ COVID-19. O αυτοτραυματισμός (cutting)
παρουσιάζει επίσης αυξητική τάση στα κορίτσια και φτάνει το 10% έναντι 3%-5%
πριν», αναφέρει η κ. Τσίτσικα.
Ιδιαίτερα
ανησυχητική είναι η άνοδος της συχνότητας του διαδικτυακού εκφοβισμού και της
ρητορικής του μίσους, που εμφανίζεται να αντιμετωπίζει κατά την περιήγησή του
στο Ιντερνετ το 50% των εφήβων, έναντι του ήδη πολύ υψηλού 30% προ πανδημίας.
Περίπου ένας στους δύο εφήβους, δηλαδή, φαίνεται να δέχθηκε ή να έστειλε
απειλητικά, προσβλητικά μηνύματα. Καταγράφονται ακόμα «αποκλεισμός από ομάδες,
αυθαίρετη χρήση προσωπικών δεδομένων και φωτογραφιών, καθώς και ακραίες
επιθέσεις βίας ή στιγματισμός ομάδων, όπως επαγγέλματα που σχετίζονται με την
COVID λοίμωξη, ασθενείς ή οικογένειες με ασθενή COVID, ηλικιακές ομάδες με
ευαλωτότητα, άτομα με αναπηρία, διαφορετικότητα κ.λπ.)», καταγράφουν οι
ερευνητές. «Υπήρξε μια όξυνση των επιθετικών συμπεριφορών αυτή την περίοδο, μια
τάση ενοχοποίησης του άλλου», σημειώνει η κ. Τσίτσικα.
Ενα
ακόμα σοβαρό πρόβλημα που καταγράφηκε είναι η τάση αύξησης της σχολικής διαρροής.
«Στα παιδιά που είχαν ήδη κάποια σχολική άρνηση φαίνεται να παγιώνεται η τάση
εγκατάλειψης του σχολείου, με κίνδυνο η σχολική διαρροή να σκαρφαλώσει ξανά
πάνω από το 10% πανελλαδικά για τις υποχρεωτικές βαθμίδες εκπαίδευσης», τονίζει
με ανησυχία η κ. Τσίτσικα, που είναι και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας
Εφηβικής Ιατρικής (ΕΕΕΙ). «Λόγω της μακρόχρονης αποχής από το σχολείο, ακόμα
και παιδιά που δεν είχαν τάσεις άρνησης εμφανίζουν τώρα δυσκολίες επιστροφής.
Δεν έχει να κάνει μόνο με τα μαθήματα, αλλά με το πώς θα τους ξαναδούν οι
συμμαθητές τους, πώς θα “μιλήσουν” τη γλώσσα του σώματος, που είναι πολύ
σημαντική για τους εφήβους», λέει. Επίσης, παιδιά με προϋπάρχουσες δυσκολίες
παλινδρόμησαν και χρειάστηκαν ειδική παρέμβαση και μεταβολή της θεραπευτικής τους
προσέγγισης.
Τα παιδιά πρόσφυγες και τα παιδιά οικογενειών με ασθενέστερο βιοτικό/οικονομικό επίπεδο και εκπαίδευση των γονιών είχαν σημαντικά δυσμενέστερες επιπτώσεις στη σωματική και ψυχοκοινωνική υγεία τους και βιώνουν χρόνιο και απειλητικό στρες.
Συνολικά,
οι συνθήκες του εγκλεισμού έθεσαν σε δοκιμασία τις ισορροπίες όλης της
οικογένειας και των σημαντικών ενηλίκων της ζωής των παιδιών (γονείς,
κηδεμόνες). «Οικονομικές προκλήσεις, απώλεια της βοήθειας των
παππούδων/γιαγιάδων ή και οικιακών βοηθών, ανάγκη τηλεργασίας με τις ανάλογες
συνέπειες. Ολα μοιάζουν να ισορροπούν σε μια τεντωμένη κλωστή που για κάθε
οικογενειακό υποσύνολο έχει μοναδικό μείγμα και αντοχές που συχνά στερεύουν και
τα πράγματα εκτροχιάζονται», σημειώνει η κ. Τσίτσικα, κάτι που εκφράστηκε και
στον τετραπλασιασμό, την περίοδο της πανδημίας, των τηλεφωνικών κλήσεων για
βοήθεια στη γραμμή «ΜΕΥποστηρίζω 80011 80015» της Μονάδας Εφηβικής Υγείας.
Πηγή:
(kathimerini.gr)
Δημοσίευση σχολίου