Δεν ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα τού σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τούς δρόμους στυλωμένα·
αν είναι νά ’ρθει, θε να ’ρθεί, δίχως να νιώσεις από που,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα
θε να σου κλείσει απαλά, με τ’ άσπρα χέρια της τα δυό,
τα μάτια πού κουράστηκαν τους δρόμους να κοιτάνε,
κι όταν γελώντας να της πεις θα σε ρωτήσει: «ποιά είμ’ εγώ;»
απ’ της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποιά ’ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς... Αν είναι νά ’ρθει, θε να ’ρθεί.
Κλειστά όλα νά ’ναι, θα τη δεις άξαφνα μπρος σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ’ αγκαλιάσει.
Ειδέ, κι αν έχεις φωτεινό, το σπίτι για να τη δεχθείς,
και σαν φανεί τρέξεις σ’ αυτήν, κι εμπρός στα πόδια της
συρθείς,
αν είναι νά ’ρθει, θε να ’ρθεί — αλλιώς θα προσπεράσει.
Δημοσίευση σχολίου