Η αντίληψη πως ο χωρισμός ισούται και με έναν μικρό θάνατο
θα μπορούσε να ισχύει, η προσωπική όμως «ανάσταση» και η ανάκτηση του ελέγχου
μετά από αυτή την επώδυνη εμπειρία δεν αργεί και οδηγεί στην εξέλιξη σύμφωνα με
νεότερη μελέτη
Μετά την απόδειξη ότι οι άντρες είναι εκείνοι που τελικά
πληγώνονται περισσότερο μετά από έναν χωρισμό, νεότερη μελέτη αναδεικνύει πώς
διαχειρίζονται τα άτομα συνολικά τη ζωή τους μετέπειτα. Τα αποτελέσματα μάλλον
θυμίζουν το γνωστό στίχο «ό,τι δε σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό».
Για να εξηγήσουμε περαιτέρω, σύμφωνα με μελέτη που
δημοσιεύτηκε στο PLOS ONE,
οι στρεσογόνες εμπειρίες που σχετίζονται με τον τερματισμό μιας σχέσης, έβαλαν
τη ζωή των ατόμων στον «πάγο», εντείνοντας το αίσθημα της απώλειας του ελέγχου,
για μικρό χρονικό διάστημα ωστόσο.
Σε προηγούμενες μελέτες έχει διαπιστωθεί πως όταν νιώθουμε
ότι έχουμε τον έλεγχο της ίδιας μας της ζωής, νιώθουμε μεγαλύτερη ικανοποίηση
και έχουμε καλύτερη υγεία. Αντίστοιχα, οι υγιείς ρομαντικές σχέσεις συνδέονται
στενά με τον αντιλαμβανόμενο έλεγχο. Για παράδειγμα, ερευνητικά στοιχεία
υποδηλώνουν τη συσχέτιση μεταξύ της αυτονομίας και την ικανοποίησης από τη
σχέση. Ωστόσο, δεν είχε ακόμα αναλυθεί η πώς η διακοπή μιας σχέσης μπορεί να
συνδέεται με αλλαγές στον αντιλαμβανόμενο έλεγχο.
Γι΄αυτό, η ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο Υγείας και Ιατρικής στο Πότσνταμ και το Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου ανέλυσαν δεδομένα από τρεις χρονικές περιόδους μιας μελέτης πολλών δεκαετιών για οικογένειες στη Γερμανία. Αξιοποίησαν τις απαντήσεις σε ερωτηματολόγια από το 1994, το 1995 και το 1996, για να αξιολογήσουν τις αλλαγές στον αντιλαμβανόμενο προσωπικό έλεγχο 1.235 άτομων που βίωσαν ένα χωρισμό από τον σύντροφό τους, 423 που πήραν διαζύγιο και 437 των οποίων οι σύντροφοι απεβίωσαν.
Όσοι πήραν γρήγορα τη ζωή στα χέρια τους
Η στατική ανάλυση των αποτελεσμάτων ανέδειξε ότι, στο σύνολό
τους, τα άτομα που βίωσαν τον χωρισμό από τον σύντροφό τους παρουσίασαν μείωση
του αντιλαμβανόμενου ελέγχου κατά το πρώτο χρόνο μετά τον χωρισμό, σταδιακά
όμως ανέκαμψαν τα επόμενα χρόνια της ζωής τους. Μεγαλύτερο αίσθημα απώλειας του
ελέγχου ένιωσαν οι γυναίκες σε σύγκριση με τους άντρες, ενώ οι νεότεροι ένιωθαν
πιο έντονα ότι κρατούσαν τη ζωή στα χέρια τους από τους μεγαλύτερους σε ηλικία.
Αντίθετα, όσοι έχασαν το/ τη συντροφό τους λόγω θανάτου,
είχαν μια συνολική αύξηση του αντιλαμβανόμενου ελέγχου κατά τη διάρκεια του
πρώτου έτους μετά την απώλεια και το ίδιο μοτίβο συνεχίστηκε και τα επόμενα
χρόνια. Ωστόσο, σε σύγκριση με τους ηλικιωμένους, οι νεότεροι άνθρωποι βίωσαν
πιο αρνητικά τις επιπτώσεις της απώλειας του/της συντρόφου στην αίσθηση του
προσωπικού ελέγχου.
Τέλος, η έρευνα δεν συμπέρανε καμία συνάφεια μεταξύ του
διαζυγίου και του αντιλαμβανόμενου ελέγχου.
Οι συγγραφείς προσθέτουν: «Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι
οι άνθρωποι μερικές φορές εξελίσσονται μετά από στρεσογόνες εμπειρίες –
τουλάχιστον όσον αφορά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας. Στα
χρόνια μετά την απώλεια ενός συντρόφου, οι συμμετέχοντες απέκτησαν όλο και
περισσότερο την ικανότητά να επηρεάζουν τη ζωή και το μέλλον τους με τη δική
τους συμπεριφορά. Η εμπειρία αυτή τους επέτρεψε να αντιμετωπίσουν τις
αντιξοότητες και να διαχειριστούν τη ζωή τους ανεξάρτητα».
Αναφορικά με τις μελλοντικές ερευνητικές κινήσεις, οι
ερευνητές κάνουν έκκληση για την πραγματοποίηση μελετών με στόχο την
παρακολούθηση των ατόμων που δεν έχουν βιώσει τον τερματισμό μιας σχέσης, με
όποιο τρόπο κι αν συμβεί, έτσι ώστε να αξιολογηθούν οι διαφορές στο αίσθημα του
ελέγχου. Προτείνουν επίσης να διερευνηθούν οι μηχανισμοί που διέπουν τις
αλλαγές στον αντιλαμβανόμενο έλεγχο μετά την απώλεια.
Δημοσίευση σχολίου