Με άρθρο του ανταποκριτή της εφημερίδας Guardian στην
Ουάσιγκτον, David Smith, και με τίτλο «Είναι ένα ανέκδοτο: Η «γελοία» επιλογή
του απεσταλμένου στην Ελλάδα ασκεί πίεση στον Μπάιντεν» η εφημερίδα, ήδη από
τον Ιανουάριο είχε εξαπολύσει σφοδρή κριτική για την επιλογή του Ελληνοαμερικανού
Τζορτζ Τσούνη ως πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα.
To άρθρο ανέφερε αναλυτικά:
Ο Τζο Μπάιντεν έχει αυτοχαρακτηριστεί ως υπερασπιστής της
δημοκρατίας, αλλά δίνει το χειρότερο δυνατό παράδειγμα με την επιλογή του
απεσταλμένου των ΗΠΑ ως πρέσβη στην Αθήνα.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ επέλεξε ως πρεσβευτή της χώρας του στην
Ελλάδα τον Τζορτζ Τσούνη, έναν εργολάβο ξενοδοχειακών μονάδων και «χορηγό» των
Δημοκρατικών, ο οποίος δεν έχει την παραμικρή διπλωματική εμπειρία.
Όταν ο Τσούνης ζητήσε την επιβεβαίωση σε ακρόαση της
επιτροπής εξωτερικών σχέσεων της Γερουσίας αυτό που ήλπιζε ήταν να αποφύγει την
επανάληψη ενός ναυαγίου ανάλογου με την τελευταία του εμφάνιση εκεί πριν από
οκτώ χρόνια.
Τότε ο Τσούνης ήταν ο υποψήφιος του Μπαράκ Ομπάμα για
πρεσβευτής στη Νορβηγία. «Μασώντας» τα λόγια του και πλημμελώς προετοιμασμένος,
παραδέχτηκε ότι δεν είχε πάει ποτέ στη Νορβηγία και ανέφερε ότι η χώρα έχει
πρόεδρο ενώ, ως συνταγματική μοναρχία, δεν έχει.
Ο Τσούνης υποστήριξε επίσης ότι το κόμμα της Προόδου της
Νορβηγίας ήταν ένα από τα «περιθωριακά στοιχεία» που «εκτοξεύουν μίσος» και στη
συνέχεια επικρίθηκε από την κυβέρνηση της Νορβηγίας καθώς στην πραγματικότητα,
το κόμμα της Προόδου ήταν μέρος του κυβερνητικού συνασπισμού.
Ο άτυχος υποψήφιος αποσύρθηκε από την υποψηφιότητα, αφού
απογοήτευσε και τους Νορβηγούς αλλά τους Αμερικανούς, ενώ έγινε τηλεοπτικός
περίγελος από τον Anderson Cooper στο CNN και τον Jon Stewart στο The Daily
Show του Comedy Central!
Τώρα παίρνει μια θέση που όπως υποστηρίζουν οι κριτικοί του
ότι δεν του αξίζει.
Ο Μπρετ Μπρούεν, ο οποίος ήταν παγκόσμιος διευθυντής
διάδρασης του Λευκού Οίκου Ομπάμα και θυμάται την πρώτη εμφάνιση του Τσούνη ως
«έναν χαμό» όπου «τον έκοψε κομμάτια» ο γερουσιαστής Τζον Μακέιν, λέγοντας: «Το
ότι του δίνουν μια δεύτερη ευκαιρία απλώς με σοκάρει γιατί στους σοβαρούς
κύκλους των διεθνών υποθέσεων αποτελεί ένα ανέκδοτο. Γιατί στην ευχή θα
στείλετε κάποιον σε μια σημαντική χώρα όπως η Ελλάδα –σε μια τόσο επικίνδυνη
στιγμή– να μας εκπροσωπήσει όταν στα μάτια των σοβαρών διπλωματών είναι γνωστό
ότι δεν γνωρίζει ούτε τα θεμελιώδη και δεν αξίζει να είναι πρεσβευτής ούτε στο
Ουλάν Μπατόρ, πόσο μάλλον στην Αθήνα;».
Δικηγόρος, εργολάβος και φιλάνθρωπος, ο Τσούνης έχει δωρίσει
χρήματα με το τσουβάλι τόσο στους Δημοκρατικούς όσο και στους Ρεπουμπλικάνους,
όπως επίσης και περισσότερα από 1,3 εκατομμύρια δολάρια στον Ομπάμα το 2012.
Η ανάληψη της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ελλάδα διατηρεί μια
αμφιλεγόμενη αμερικανική πρακτική να ορίζει πολιτικούς χορηγούς και φίλους με
μικρή ή καθόλου διπλωματική εμπειρία ως πρεσβευτές.
Παράλληλα, λέγεται ότι υπάρχει απογοήτευση στο Στέιτ
Ντιπάρτμεντ για το γεγονός ότι ο Μπάιντεν, ο οποίος υποσχέθηκε να αξιοποιήσει
τους διπλωμάτες καριέρας, και αντ’ αυτού επέλεξε να διορίσει φιλικά πολιτικά
του πρόσωπα, άνευ εμπειρίας, σε θέσεις κλειδιά.
Ο Μπρετ Μπρούεν, τώρα πρόεδρος της υπηρεσίας δημοσίων
υποθέσεων Global Situation Room, πρόσθεσε: «Ο Τσούνης είναι πιθανότατα ο
χειρότερος υποψήφιος που έχει προτείνει ο Μπάιντεν, ο οποίος αγνόησε τις
συμβουλές και τους προβληματισμούς όσων έχουν διπλωματική εμπειρία, οι οποίοι
του επεσήμαναν ότι τώρα δεν είναι ήρθε η ώρα να κάνει κομματικές χάρη στους
χορηγούς του. Πρέπει να υπάρχει σοβαρή και έμπειρη ηγεσία στις πρεσβείες μας
στο εξωτερικό. Η όλη διαδικασία υποψηφιοτήτων και διορισμών μυρίζει
παρασκηνιακές συμφωνίες και χαριστικές συναλλαγές, πράγμα που είπε ο Μπάιντεν
ότι δεν επρόκειτο να κάνει».
Όταν ο Μάικλ Μακφάλ, πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Ρωσία,
έγραψε στο Twitter ότι θα προτιμούσε να υπηρετήσει στην κυβέρνηση παρά να
τουιτάρει και ο Μπρούεν του απάντησε: «Κάτι δεν πάει καλά με τη διαδικασία
επιλογής του Μπάιντεν, όταν αυτοί που δεν έχουν καμία απολύτως διπλωματική
εμπειρία ηγούνται μεγάλων πρεσβειών, την ώρα που έμπειροι πρεσβευτές κάθονται
βρίσκονται στο περιθώριο, ενώ είναι έτοιμοι να υπηρετήσουν…»
Ο Τσούνης, ένας Ελληνοαμερικανός γεννημένος στο Κουίνς της
Νέας Υόρκης, ίδρυσε την Chartwell Hotels και προεδρεύει της Battery Park City
Authority, η οποία διαχειρίζεται την ανάπτυξη 92 στρεμμάτων στην δυτική πλευρά
του Μανχάταν. Ο Λευκός Οίκος υπερασπίστηκε την υποψηφιότητά του, σημειώνοντας
ότι ο Τσούνης μιλάει άπταιστα ελληνικά, συμμετέχει σε ελληνοαμερικανικές
οργανώσεις και έχει ταξιδέψει πολλές φορές στην Ελλάδα.
Ένας αξιωματούχος της κυβέρνησης είπε: «Πιστεύουμε ότι ο κ.
Τσούνης είναι κατάλληλος για αυτή τη θέση».
Όμως ο Τσας Φρίμαν, ένας συνταξιούχος διπλωμάτης καριέρας
και πρώην πρεσβευτής στη Σαουδική Αραβία, είπε στο πρακτορείο ειδήσεων Reuters
πέρυσι: «Πέρα από την ελληνική του καταγωγή, δεν υπάρχει κανένας λόγος να
πιστεύουμε ότι είναι πιο ικανός να εκπροσωπήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στην
Αθήνα, από ό,τι ήταν την εποχή που ήταν να πάει στο Όσλο.
«Η πρεσβεία μας στην Αθήνα δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται
ως έπαθλο που μπορεί να το αγοράζει κάποιος με αντάλλαγμα τις συνεισφορές του
στην προεκλογική εκστρατεία ενός κόμματος ή ούτε ως σχολείο εκπαίδευσης για
αρχάριους διπλωμάτες, ακόμη λιγότερο ανίκανους ερασιτέχνες».
Ο Ντένις Τζετ, καθηγητής στο Penn State School of
International Affairs στην Πενσυλβάνια, ενθυμούμενος την υποψηφιότητα του
Τσούνη για την Νορβηγική Πρεσβεία είπε: «Ήταν η πιο αξιολύπητη ακρόαση που έχω
δει ποτέ. Δεν μπορούσε καν να απαντήσει σε λάιτ ερωτήσεις του τύπου τι δραστηριότητες
μπορούσαν να αναπτύξουν οι Αμερικανοί επιχειρηματίες στη Νορβηγία.
Μετά ήταν το γεγονός ότι δεν ήξερε τίποτα για τη νορβηγική
κυβέρνηση, δεν ήξερε τίποτα για τα εμπλεκόμενα πολιτικά κόμματα, κάτι που
επεσήμανε ο Μακέιν. Ήταν απλά απαίσιο. Νομίζω ότι τα προσόντα του είναι για
γέλια.
Εμείς στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουμε την εντύπωση ότι
οποιοσδήποτε είναι επιτυχημένος επιχειρηματίας ή ξέρει να βγάζει χρήματα μπορεί
να είναι πρεσβευτής πρώτης κατηγορίας ή αποδεκτός πρεσβευτής. Είναι για γέλια.
Έχει αποδειχθεί ξανά και ξανά ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τίποτα για
την διπλωματία».
Ο Τζετ, πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Μοζαμβίκη και το Περού
και συγγραφέας του βιβλίου American Ambassadors, συμμερίζεται τις ανησυχίες του
σχετικά με τις διπλωματικές θέσεις που υπόκεινται σε ένα σύστημα «εξαγοράς».
«Είμαστε η μόνη χώρα στον κόσμο που διαθέτει ανοιχτή αγορά για την πώληση του
τίτλου του πρέσβη», πρόσθεσε.
Πηγή: radar.gr
Δημοσίευση σχολίου