Λαγκάρντ: Μια βεβιασμένη αύξηση των επιτοκίων θα πλήξει την ανάπτυξη

Η επικεφαλής της ΕΚΤ απαντά στην κριτική που δέχεται η τράπεζα - Τι λέει ο αντιπρόεδρος

Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ προειδοποίησε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο θα έβλαπτε την ανάκαμψη της οικονομίας από την πανδημία, εάν βιαστεί να συσφίξει τη νομισματική της πολιτική. Παρόλα αυτά, πληθαίνουν οι φωνές στο εσωτερικό της ΕΚΤ, που ζητούν να αυξηθούν τα επιτόκια εντός του έτους, προκειμένου να τιθασευτεί ο πληθωρισμός. 

Η αύξηση των επιτοκίων «δεν θα έλυνε κανένα από τα τρέχοντα προβλήματα», είπε στο Redaktionsnetzwerk Deutschland σε συνέντευξη που δόθηκε στη δημοσιότητα την Παρασκευή.

«Αντίθετα: αν ενεργούσαμε πολύ βιαστικά τώρα, η ανάκαμψη των οικονομιών μας θα μπορούσε να είναι σημαντικά πιο αδύναμη και οι θέσεις εργασίας θα τεθούν σε κίνδυνο».

Ενώ η Λαγκάρντ είπε ότι η ΕΚΤ «θα ενεργήσει εάν χρειαστεί», συνέχισε επαναλαμβάνοντας την άποψή της που εξέφρασε στους νομοθέτες τη Δευτέρα ότι «όλες οι κινήσεις μας θα πρέπει να είναι σταδιακές».

Η Λαγκάρντ επανέλαβε ότι ότι η ευρωζώνη δεν μπορεί να συγκριθεί με άλλες μεγάλες περιοχές. 

«Η οικονομία των ΗΠΑ έχει υπερθερμανθεί, ενώ η οικονομία μας απέχει πολύ από αυτό», είπε. «Γι’ αυτό μπορούμε — και πρέπει — να προχωρήσουμε πιο προσεκτικά. Δεν θέλουμε να πνίξουμε την ανάκαμψη». 

«Ο πληθωρισμός μπορεί να αποδειχθεί υψηλότερος από ό,τι είχαμε προβλέψει τον Δεκέμβριο», είπε η Λαγκάρντ. «Θα το αναλύσουμε τον Μάρτιο και θα πράξουμε αναλόγως».

Σύμφωνα πάντως με το Bloomberg, ένας αυξανόμενος αριθμός υπευθύνων χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ χάνει την εμπιστοσύνη του στις τρέχουσες προβλέψεις του ιδρύματος για τον πληθωρισμό, και υποστηρίζει ότι τα επιτόκια θα πρέπει να αρχίσουν να αυξάνονται από φέτος. 

Η Λαγκάρντ προειδοποίησε ότι ο πληθωρισμός είναι πιθανό να υπερβεί τον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα μόνο εάν οι μισθοί υπερβούν «σημαντικά και επίμονα» αυτό το επίπεδο. 

Λάθος προβλέψεις

«Δεν το βλέπουμε καθόλου αυτή τη στιγμή», είπε. «Στις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, οι μισθολογικές απαιτήσεις είναι πολύ μέτριες».

Ερωτηθείσα γιατί η ΕΚΤ απέτυχε να προβλέψει το πρόβλημα των υψηλών τιμών της ενέργειας, η κ. Λαγκάρντ απάντησε: 

«Δεν ήμασταν οι μόνοι. Μόλις πριν από δύο χρόνια υπήρχε τόσο πολύ πετρέλαιο που τα δεξαμενόπλοια παρατάχθηκαν στα λιμάνια. Και οι αγοραστές λάμβαναν πραγματικά χρήματα εάν αγόραζαν πετρέλαιο. Αυτή η κατάρρευση της ζήτησης ήταν άνευ προηγουμένου – όπως και, λίγο αργότερα, η ανάκαμψη της ζήτησης και οι γεωπολιτικές ανατροπές, που έχουν οδηγήσει σε άνοδο των τιμών. Στην πραγματικότητα, καμία από αυτές τις κινήσεις δεν θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί ορθολογικά».

Μάλιστα, προσπάθησε να υπεραμυνθεί της πρόβλεψης ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει: «Οι υψηλές τιμές της ενέργειας δεν είναι ένα προσωρινό φαινόμενο. θα είναι μαζί μας για λίγο ακόμα. Αλλά το επίπεδο τιμών είναι ήδη πολύ υψηλό. Η τιμή του πετρελαίου έχει αυξηθεί από λιγότερο από 20 ευρώ τον Απρίλιο του 2020 σε 90 ευρώ το βαρέλι και είναι πολύ απίθανο να συνεχίσει να ανέρχεται με αυτόν τον ρυθμό. Έτσι, ακόμη και μόνο για αυτόν τον λόγο, ο πληθωρισμός θα επιβραδυνθεί» είπε.

Το ψηφιακό ευρώ

Η επικεφαλής της ΕΚΤ μίλησε και για το ψηφιακό ευρώ:

«Σε ορισμένες χώρες, οι περισσότερες συναλλαγές είναι πλέον χωρίς μετρητά και στους Ευρωπαίους αρέσει να πραγματοποιούν πληρωμές στους υπολογιστές και τα smartphone τους» τόνισε προσθέτοντας ότι ταυτόχρονα, υπάρχουν ιδιωτικοί πάροχοι που προσπαθούν να δημιουργήσουν κρυπτονομίσματα, επομένως «πρέπει να έχουμε απάντηση σε αυτό».

«Όπως έχει συζητηθεί ευρέως, υπήρξε σημαντική αστάθεια στην πορεία του πληθωρισμού από την έναρξη της πανδημίας. Τα μέτρα για τον περιορισμό της εξάπλωσης του κορωνοϊού (COVID-19) μείωσαν αρχικά τον πληθωρισμό περιορίζοντας την οικονομική δραστηριότητα». Με αυτά τα λόγια, ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Λουίς ντε Γκίντος, περιέγραψε την κατάσταση στην ζώνη του ευρώ, σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό.

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο αντιπρόεδρος

Ο Λουίς ντε Γκίντος, μιλώντας στο Γερμανικό Συμπόσιο του London School of Economics, υπογράμμισε ότι ο πληθωρισμός αυξήθηκε απότομα τους τελευταίους μήνες και αιφνιδίασε περαιτέρω τον Ιανουάριο, φτάνοντας το 5,1%. 

«Αυτό οφείλεται κυρίως στο υψηλότερο ενεργειακό κόστος που ανεβάζει τις τιμές σε πολλούς τομείς, καθώς και από τις υψηλότερες τιμές των τροφίμων. Ο πληθωρισμός είναι πιθανό να παραμείνει υψηλός για περισσότερο από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως, αλλά θα υποχωρήσει στη διάρκεια του τρέχοντος έτους», εκτίμησε.

Το βασικό σενάριο

Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ, αυτό είναι το βασικό σενάριο, ωστόσο υπάρχουν ανοδικοί κίνδυνοι. Τονίζει μάλιστα, ότι ο πληθωρισμός θα μπορούσε να αποδειχθεί υψηλότερος εάν οι πιέσεις των τιμών οδηγήσουν σε υψηλότερες από τις αναμενόμενες αυξήσεις των μισθών ή εάν η οικονομία επιστρέψει σε πλήρη δυναμικότητα πιο γρήγορα από ό,τι είχε προβλεφθεί.

Ξεκινώντας την εισαγωγική του τοποθέτηση, ο Ευρωπαίος Τραπεζίτης, είπε ότι θα καλύψει τρεις βασικούς στόχους για την οικονομία της ΕΕ: ανάκαμψη, ανανέωση και ανθεκτικότητα . Η επίτευξη αυτών των τριών στόχων -συμφωνα με τον ίδιο- θα είναι ουσιαστική για την αντιμετώπιση των βασικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή οικονομία καθώς βγαίνουμε από την πανδημία και τη μετάβαση προς μια οικονομία μηδενικών εκπομπών άνθρακα και ψηφιακή οικονομία.

Ο κ. ντε Γκίντος υποστήριξε ότι η έκτακτη δημοσιονομική και νομισματική τόνωση υπήρξε ουσιαστική για τη στήριξη της συνεχιζόμενης ανάκαμψης της οικονομίας της ζώνης του ευρώ.

Ενώ το πραγματικό ΑΕΠ επέστρεψε στο προ πανδημίας επίπεδό του το τελευταίο τρίμηνο του 2021, η ανάπτυξη μετριάστηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και η οικονομική δραστηριότητα είναι πιθανό να παραμείνει υποτονική στις αρχές του τρέχοντος έτους. 

Ωστόσο, η ΕΚΤ αναμένει ότι η ανάπτυξη θα ανακάμψει ισχυρά κατά τη διάρκεια του 2022. Κατά τα επόμενα τρία χρόνια, εκτιμά ότι η ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ θα παραμείνει πάνω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο της. 

Η νομισματική πολιτική

Αναφερόμενος στη νομισματική πολιτική, υπενθύμισε ότι στη συνεδρίαση του Φεβρουαρίου το Διοικητικό Συμβούλιο επιβεβαίωσε τις αποφάσεις που ελήφθησαν στη συνεδρίαση της νομισματικής πολιτικής τον περασμένο Δεκέμβριο.

«Αντίστοιχα, θα συνεχίσουμε να μειώνουμε τον ρυθμό των αγορών περιουσιακών στοιχείων μας σταδιακά τα επόμενα τρίμηνα και θα τερματίσουμε τις καθαρές αγορές στο πλαίσιο του προγράμματος έκτακτης αγοράς πανδημίας (PEPP) στα τέλη Μαρτίου» επανέλαβε. 

Ευελιξία

Έσπευσε ωστόσο, να τονίσει ότι ενόψει του σημερινού υψηλού επιπέδου αβεβαιότητας, χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ να διατηρήσουμε την ευελιξία και την επιλογή κατά την άσκηση της νομισματικής πολιτικής: «Είμαστε έτοιμοι να προσαρμόσουμε όλα τα μέσα μας, ανάλογα με την περίπτωση, για να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα σταθεροποιηθεί στο στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα» είπε.

Όσον αφορά τη μελλοντική πορεία των πολιτικής των επιτοκίων, ο κ. ντε Γκίντος είπε ότι για να αυξηθούν θα πρέπει «να δούμε τον πληθωρισμό να φτάνει το 2% πολύ πριν από το τέλος του ορίζοντα προβολής και με διάρκεια για τον υπόλοιπο ορίζοντα προβολής». 

Γιατί η ΕΚΤ είναι αλλιώς…

Ορισμένες άλλες κεντρικές τράπεζες είτε έχουν ήδη αυξήσει τα επιτόκια είτε έχουν δηλώσει ότι θα το κάνουν σύντομα. Ωστόσο, τα πράγματα για την ΕΚΤ είναι αλλιώς: Κάνοντας συγκρίσεις, αξίζει να θυμόμαστε ότι η ζώνη του ευρώ βρίσκεται σε διαφορετικό στάδιο του οικονομικού κύκλου, όπως ακριβώς ήταν όταν ξεκίνησε η πανδημία. Επομένως, σύμφωνα πάντα με τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ, είναι φυσικό οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο να μην αρχίσουν απαραίτητα να αυξάνουν τα επιτόκια ταυτόχρονα. Καθοδηγούμαστε από τους όρους καθοδήγησής μας προς τα εμπρός και θα ενεργήσουμε εάν και όταν πληρούνται.

Η νέα στρατηγική

Στη νέα στρατηγική της για τη νομισματική πολιτική, η ΕΚΤ δίνει μεγαλύτερη σημασία στα θέματα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στις συζητήσεις της για τη νομισματική πολιτική, τόνισε, προσθέτοντας ότι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι προϋπόθεση για τη σταθερότητα των τιμών. Με την ίδια λογική, ενώ η νομισματική προσαρμογή υποστηρίζει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα μέσω ορισμένων καναλιών, μπορεί επίσης να οδηγήσει στη συσσώρευση συστημικών κινδύνων, κάτι που δικαιολογεί την παρακολούθηση από μακροπροληπτική άποψη.

Μια ισχυρή τραπεζική ένωση και μια βαθύτερη ένωση κεφαλαιαγορών

Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ, η στήριξη της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής ήταν απαραίτητη για την αποφυγή μιας πολύ βαθύτερης οικονομικής ύφεσης. 

Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέψουμε τον αποφασιστικό ρόλο που διαδραμάτισε ο χρηματοπιστωτικός τομέας της ΕΕ στην αντιμετώπιση της κρίσης. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας ήταν πιο ανθεκτικός από ό,τι στο παρελθόν, χάρη στην πρόοδο που σημειώσαμε όσον αφορά την εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και την ενίσχυση του ρυθμιστικού και εποπτικού πλαισίου της ΕΕ μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Αυτό ήταν ζωτικής σημασίας για την απορρόφηση του σοκ της πανδημίας και το άνοιγμα του δρόμου προς την ανάκαμψη. Οι τράπεζες είχαν ενισχύσει τα αποθέματά τους και η τραπεζική ένωση επέτρεψε στον ενιαίο τραπεζικό επόπτη μας να ανταποκριθεί αποφασιστικά και ομοιόμορφα, διασφαλίζοντας ότι οι τράπεζες θα συνεχίσουν να χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία.

ΝΕΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ.

 

Πηγή: ot.gr

 

Δημοσίευση σχολίου

Copyright © ΝΕΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ. Designed by John Tsipas