Δεν κλάψαμε και δεν κλαίμε μόνο τον Μίκη. Τον εαυτό μας κλαίμε, τη χώρα μας, τον πολιτισμό μας που χάνεται
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου 7 Σεπτεμβρίου 2021
Την είδηση του θανάτου του Μίκη Θεοδωράκη, το πρωί της 2ας Σεπτεμβρίου, οι Έλληνες την ένοιωσαν σαν μια ηλεκτρική εκκένωση, που ξαφνικά διαπέρασε το σώμα του ελληνισμού και τους συγκλόνισε.
Δεν κλάψαμε και δεν κλαίμε μόνο τον Μίκη. Τον εαυτό μας κλαίμε, τη χώρα μας, τον πολιτισμό μας που χάνεται, ακόμα και την αριστερά που χρειάζονται οι Έλληνες όσο ποτέ άλλοτε και δεν την έχουν. Και ο Μίκης δεν υπήρξε ποτέ ιδιώτης. Είχε τη γνώμη του για όλα τα μεγάλα εθνικά, κοινωνικά και διεθνή θέματα και το θάρρος να τη λέει, είτε συμφωνούσε κανείς, είτε διαφωνούσε μαζί του. Τέτοιες φωνές τις χρειαζόμαστε όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία μας, καθώς όλο και περισσότερο ο δημόσιος λόγος μονοπωλείται πια, και ο συμβατικός και ο ιντερνετικός, από ομάδες συμφερόντων και ξένες υπηρεσίες.
“Παρακαλώ μη λησμονάτε τη χώρα μου”, διάλεξαν να τραγουδήσουν όσοι μαζεύτηκαν έξω από τη Μητρόπολη περιμένοντας τη σορό του. Ο Στρατηγάκος, ο σκηνοθέτης της ΕΡΤ, με το που άκουσε το μαντάτο, έγραψε στο facebook: Ξαφνικά γέρασα, Μίκη.
Οι Έλληνες νιώσαμε ότι αποκολλήθηκε, ότι χάσαμε ένα κομμάτι του εαυτού μας, της ταυτότητας και της πατρίδας μας, της δημοκρατικής ανθρωπότητας, της μόνης που αξίζει να ονομάζεται έτσι, και του πολιτισμού της.
Μιλώντας σε ορισμένους συνεργάτες και φίλους του, μετά τα δραματικά γεγονότα της 12ης Φεβρουαρίου 2012, όταν στο Σύνταγμα πήγαν να σκοτώσουν τον ίδιο και τον Γλέζο, που διαδήλωναν εναντίον του δεύτερου μνημονίου που μας επέβαλαν οι Δανειστές, ο Μίκης μας είπε: “’Ηθελα να σας κάνω δώρο για τον αγώνα σας το θάνατό μου”. Δεν μας τον έκανε τότε, τον έκανε τελικά σε όλο τον ελληνικό λαό στις 2 Σεπτεμβρίου φέτος.
Τα τραγούδια και ο λόγος του εκτόπισαν ξαφνικά τα σκουπίδια από τα ερτζιανά και τις τηλεοράσεις. Εκατομμύρια Έλληνες τα ξανατραγούδησαν. Οι μελωδίες του ξεχύθηκαν στους δρόμους από τα ανοιχτά παράθυρα των σπιτιών. Σε μερικά λεπτά, η πολιτιστική ατμόσφαιρα της χώρας πήγε από το πλην στο +100. Ο ίδιος ο Θάνατος με τη δύναμή του μάς άρπαξε απότομα σαν ανεμοστρόβιλος και μας γύρισε, με το ζόρι σχεδόν, από την εποχή της Λίνας Μενδώνη στην εποχή της Μελίνας Μερκούρη, από την εποχή του Λιγνάδη στην εποχή του Κατράκη. Κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί σε αυτόν τον άνεμο, ούτε καν οι ζωντανοί νεκροί που κυριαρχούν στο δημόσιο βίο και λόγο. Ξανανιώσαμε όπως νιώθαμε κάποτε, ζαλιστήκαμε βγαίνοντας από τις αναθυμιάσεις στον καθαρό αέρα, στη χώρα που κάποτε υπήρξε και κάποτε γνωρίσαμε ή ακούσαμε γι’ αυτήν.
Έδωσε και μια ευκαιρία στους νέους ανθρώπους να εξοικειωθούν με το έργο του, δηλαδή με τη χώρα τους. Χωρίς μνήμη, δεν υπάρχει κρίση, με λήθη δεν υπάρχει αλήθεια.
Μελαγχολήσαμε. Γιατί αυτό το δώρο που μας έκανε ήταν πολύ οδυνηρό. Μετρήσαμε μέσα μας πού είμαστε κάποτε και πού είμαστε τώρα. Βρεθήκαμε ξαφνικά στην Ελλάδα που γνωρίσαμε ή ακούσαμε γι’ αυτήν, μια Ελλάδα που μπορεί να ήταν καλή ή κακή, αλλά υπήρχε, ήταν αυθεντική, με τα πάνω της και με τα κάτω της. Δεν ήταν, ακόμα, μια εικονική χώρα, με εικονικό κράτος, εικονική οικονομία, εικονικούς πολιτικούς και εικονικά κόμματα. Το μόνο σχεδόν πραγματικό που μας απέμεινε είναι η ένταση της επιταχυνόμενης αποσύνθεσης και διάλυσης. Που κι αυτή μας κινητοποιεί πια μόνο όταν η φωτιά φτάσει στα προαύλια των σπιτιών μας.
Μελαγχολήσαμε, αλλά πήραμε και κουράγιο τραγουδώντας ξανά αυτά τα τραγούδια που βγαλμένα από το αίμα, τον πόνο και την αγάπη σε βοηθάνε να αντιμετωπίσεις και την πιο ζοφερή πραγματικότητα, βυθίζονται στην ψυχή, ποτίζουν ξανά τη ρίζα του ξεραμένου δέντρου. Και κανείς δεν ξέρει τις υπόγειες διαδρομές του, κανείς δεν ξέρει τι, πώς και πότε θα παραγάγει αυτός ο σπόρος που τόσο άφθονος ξαναρίχτηκε αυτές τις μέρες στη γη μας. Γιατί, όπως λέει κι ο Χριστός στην παραβολή του σπορέως, “εξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. Καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω” (Λουκ. η΄ 4-8).
Η Ψυχή της Ελλάδας
Ο Μίκης κατάφερε να εκφράσει με τη δράση του και ακόμα περισσότερο με τα τραγούδια του, την ίδια την ψυχή της Ελλάδας, των αγώνων της και των καημών της.
Δεν ήταν ένα, ήταν πολλά τα θαύματα που μπόρεσε να πραγματοποιήσει. Ήταν ο άνθρωπος που ξανάδωσε πίσω, στην ηττημένη και τόσο σκληρά καταδιωγμένη γενιά του, υπό ηθική και ποιητική μορφή, την νίκη που είχε κερδίσει στο πεδίο της μάχης για να δει να της την αρπάζουν με μπαμπεσιά. Κέρδισε στις ψυχές των ανθρώπων έναν πόλεμο που χάθηκε στα βουνά της πατρίδας του. Με τα τραγούδια του συνόδευσε τη γενιά του στο πένθος της και άμβλυνε το αφόρητο αίσθημα της ακατανόητης ματαίωσής της, δίνοντάς της νέα πνοή για το μέλλον.
Φυσικά είχε τους περιορισμούς του, είχε τρωτά σημεία, είχε αντιθέσεις, όπως κάθε άνθρωπος. Και πρέπει κάποτε να μάθουμε να βλέπουμε τις μεγάλες προσωπικότητες όχι ως θεούς ή ως δαίμονες, αλλά σαν ανθρώπους σαν και μας, με τα συν και με τα πλην μας, να ακονίσουμε την κριτική μας ματιά, να ενηλικιωθούμε και εμείς τη ματιά μας. Η συνολική προσφορά του όμως στον ελληνικό λαό και σε όλη την ανθρωπότητα είναι τεράστια και θετική.
Ο Μίκης και η τραγωδία της ελληνικής αριστεράς (η δεύτερη διαμορφωτική εμπειρία)
Και επειδή ένας εμφύλιος είναι ένας εμφύλιος, με όποια πλευρά κι αν είσαι, επειδή στην Ελλάδα υπήρξε ένας συνταγματάρχης που σκότωσε τον ίδιο του τον γιο γιατί ήταν κομμουνιστής και μετά αυτοκτόνησε, ο Μίκης, χωρίς ποτέ να παραιτηθεί από τη δική του θέση στην Ιστορία (μας θύμισε εξάλλου και ρητά φεύγοντας ότι παραμένει κομμουνιστής) συμφιλίωσε με το τραγούδι του τα νεκρά παιδιά της ίδιας μάνας κάτω από το χώμα που τα σκέπασε. Δεν πολυάρεσε τότε αυτό ούτε στη κυβερνώσα, ελάχιστα μετεμφυλιακή Δεξιά, ούτε και στην άλλη μορφή της Δεξιάς που υπήρξαν, σχεδόν πάντα, οι μηχανισμοί εξουσίας της Αριστεράς, των κομμάτων και των οργανώσεών της, σε διαρκή σύγκρουση με τη λαϊκή μάζα, ιδίως σε περιόδους επαναστατικών ανόδων.
Με τα λόγια του Λένιν, “σε μια επαναστατική κατάσταση, το κόμμα είναι εκατό φορές πιο αριστερά από την Κεντρική Επιτροπή, οι εργάτες εκατό φορές πιο αριστερά από το κόμμα”. Και τό’λεγε αυτό για τους Μπολσεβίκους, που έκαναν μια πραγματική Επανάσταση και που η ηγεσία τους είχε τεράστια πνευματικά εφόδια, δεν τόλεγε για τα συντηρητικά με τον τρόπο τους κόμματα και οργανώσεις της σημερινής λεγόμενης αριστεράς, φτωχούς και μακρινούς αντικατοπτρισμούς των άστρων που κάποτε τα γέννησαν.
Ο Μίκης ήρθε σε αναπόφευκτη σύγκρουση με τους μηχανισμούς της ίδιας της Αριστεράς, όπως ήρθε σε δεδομένη στιγμή και η πλειοψηφία των ανθρώπων της. Ήρθε τον Δεκέμβρη του ’44, όταν παρ’ ολίγον να τον σκοτώσουν για μια “απειθαρχία” του. Ήρθε και αργότερα καθώς τους έβλεπε να τον φρενάρουν συνέχεια, όταν ηγήθηκε της λαϊκής εξέγερσης της ελληνικής νεολαίας, που ξεκίνησε με τη δολοφονία Λαμπράκη για να προχωρήσει στους δύο Ανένδοτους και μετά στην “Χαμένη Άνοιξη” κατά Τσίρκα, που σφράγισαν την Ελλάδα του ’60. Ήταν άλλωστε πολύ ανεξάρτητος για να χωρέσει στην κομματική πειθαρχία, πολύ περισσότερο στη μιζέρια που τόσο εύστοχα περιγράφει ο Τσίρκας στα αριστουργήματά του.
Ουδέποτε όμως η ρήξη του με τον μηχανισμό δεν προσέλαβε τη μορφή μιας συστηματικής απόρριψης της παράδοσης του Στάλιν και του σταλινισμού, αλλά και μιας ορισμένης “στρατιωτικής” εκδοχής του “κομμουνισμού”, που συνόψισε ο “Πατερούλης” με τη φράση του: “Τα στελέχη αποφασίζουν για όλα”.
Στο σημείο αυτό ο Θεοδωράκης δεν διαφέρει από μεγάλο μέρος της γενιάς των κομμουνιστών του ‘40, που δεν έλυσαν ποτέ την αντίφαση που τους κατέτρωγε σαμ χτικιό για πολλές δεκαετίες, χωρίς να βρίσκει ικανοποιητική διέξοδο. Είναι πολύ δύσκολο να δώσεις το αίμα σου για μια υπόθεση, στρατευμένος κάτω από ένα λάβαρο και έναν ηγέτη, νάχεις φίλους και συναγωνιστές που φωνάζουν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα προτού πεθάνουν “Ζήτω ο Στάλιν, Ζήτω ο Ζαχαριάδης, Ζήτω η Σοβιετική Ένωση” και μετά να τους γκρεμίσεις. Ακόμα κι αν αυτά τα είδωλα σε πούλησαν χωρίς δισταγμό κανένα. Για να το κάνεις, αν δεν θέλεις ταυτόχρονα να προσχωρήσεις στον αντίπαλο, πρέπει νάχεις ένα πολύ σταθερό εναλλακτικό θεμέλιο, που να σου παρέχει ικανοποιητική ερμηνεία και διέξοδο.
Στην Ελλάδα άλλωστε, οι απηνείς διώξεις των αριστερών συνεχώς από το 1945 έως το 1974, δεν δημιουργούσαν περιβάλλον δημιουργικού προβληματισμού και αναζητήσεων στην αριστερά, αντίθετα διευκόλυναν τις δυνάμεις που επέμεναν στη μονολιθικότητα, στις αυταρχικές πρακτικές και στη στρατιωτική νοοτροπία στις τάξεις του κομμουνιστικού κινήματος. “Οι συζητήσεις βοηθάνε την Ασφάλεια”, έλεγε η καθοδήγηση, όταν τά’βρισκε σκούρα και τα έβρισκε διαρκώς σκούρα με τη βάση της και πολλά από τα στελέχη της μετά το 1945. Ποτέ η ηγεσία ούτε του ΚΚΕ, ούτε του ΚΚΕ εσωτ. αργότερα, δεν έθεσαν καν και δεν έδωσαν καμιά έστω και ελάχιστα ικανοποιητική απάντηση στο απλό ερώτημα που ένας άνθρωπος με στοιχειώδη γνώση της ελληνικής ιστορίας (λιγοστεύουν όλο και πιο πολύ) θα έθετε στην ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ: “Τι έγινε, πως τα καταφέρατε να έχετε πάρει την εξουσία πριν καλά-καλά φύγουν οι Γερμανοί, να σας ακολουθεί ένα 80% του ελληνικού λαού κατά τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, να έχετε ένα στρατό που θα μπορούσε να σαρώσει σε δυο μέρες τους Εγγλέζους και να καταλήξετε εκεί που καταλήξατε;”.
Για τον Μίκη, ο Στάλιν παρέμενε ο αρχηγός του μεγάλου αντιφασιστικού πολέμου, ο ηγέτης της χώρας που νίκησε τον φασισμό, ο ηγέτης του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, του αντίπαλου δέους στο μεγάλο κακό και τη μεγάλη απειλή, για την Ελλάδα και για όλη την ανθρωπότητα, που αντιπροσώπευε ο κτηνώδης ιμπεριαλισμός των Ηνωμένων Πολιτειών και της Δύσης. Γι’ αυτόν, η μεγαλύτερη στιγμή του εικοστού αιώνα ήταν όταν ο Κόκκινος Στρατός μπήκε στο Βερολίνο νικώντας τον φασισμό και απελευθερώνοντας την Ευρώπη και δεν ήθελε να σκιάσει αυτή την ανάμνηση η άλλη, τραγική όψη της σοβιετικής ιστορίας. Είχε εξάλλου ανδρωθεί πολιτικά με την σταλινική προπαγάνδα, που παρουσίαζε κάθε επικριτή του σταλινισμού ως “ξεσκολισμένο προβοκάτορα”, “σαμποτέρ” και “πράκτορα του ιμπεριαλισμού”, χαρακτηρισμοί που χρησιμοποιήθηκαν εξάλλου και κατά επιφανών στελεχών των ίδιων των Μπολσεβίκων και βεβαίως του ΚΚΕ. Το μόνο που έλεγε ο Μίκης ήταν ότι μετά τον πόλεμο θα μπορούσε η ΕΣΣΔ να “ανοίξει”, να “ξεπαγώσει”, να “εκδημοκρατισθεί”.
Βέβαια δεν υπήρξε κανένας αριστερός που δεν είχε, έστω και στο βάθος του μυαλού του, κάποιες αμφιβολίες, αντιμέτωπος με το τόσο αντιφατικό φαινόμενο του τόσο καταπληκτικού και του τόσο τραγικού συνάμα “σοβιετικού αιώνα”. Δεν είναι σπάνιο εξάλλου στους ανθρώπους ο φανατισμός που αναπτύσσουν να είναι το αντιστάθμισμα των εσωτερικών τους αμφιβολιών. Πάντως, μια μέρα, ο Μίκης άφησε ξερό τον νέο Ρώσο πρέσβη στην Αθήνα που τον επισκέφθηκε να τον γνωρίσει, ρωτώντας τον μόλις άρχισαν την κουβέντα: “Eσύ τι νομίζεις; Ο Στάλιν είχε δίκιο ή ο Τρότσκι;”
Έθνος, Λαός, Αριστερά
Ο Μίκης είναι από τους λίγους αριστερούς που η στράτευσή τους δεν απετέλεσε εμπόδιο, αλλά μάλλον διαβατήριο για να συνομιλήσουν με όλο τον λαό τους και να τον εκφράσουν σε όλες τους τις πτυχές και τις τάσεις. Ένα ακόμα από τα πολλά θαύματα που κατάφερε. Ανδρώθηκε άλλωστε μέσα στην ατμόσφαιρα μιας από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις στην Ευρώπη του 20ού αιώνα, εθνικής, αλλά επίσης δημοκρατικής και κοινωνικής, που παραμένει εν πολλοίς θαμμένη από την ιστοριογραφία μας, μιας επανάστασης που διακήρυσσε ότι το εθνικό συμπίπτει με το λαϊκό και το λαϊκό με το εθνικό (Γληνός, Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ).
Ο Μίκης ήταν που έδωσε στους κατατρεγμένους και τους περιφρονημένους Έλληνες, αυτούς που με τον μόχθο τους έχτισαν την προπολεμική και τη μεταπολεμική Ελλάδα, πρόσωπο και περηφάνεια. Κι εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί, τραγουδάει ο Μπιθικώτσης στη μοναδική “Δραπετσώνα”.
Έκανε τη μεγάλη ποίηση, αυτή που μετά βίας έφτανε σε μερικές χιλιάδες αναγνώστες, κτήμα όλου του λαού, βάση ενός λαϊκού πολιτισμού που αντιπαρατέθηκε στα πολιτιστικά καπρίτσια μιας νεόπλουτης μπουρζουαζίας που παλιά μιλούσε γαλλικά, μετά έμαθε γερμανικά, για να παλεύει στο τέλος με τα εγγλέζικα, στα οποία τώρα πια εκπαιδεύει τα παιδιά της και τους μιλάει στο σπίτι, κρεμώντας ενίοτε ανάποδα τους πίνακες που αγοράζει. Στο παρελθόν ενέπνευσε τη “Μαντάμ Σουσού” του Δημήτρη Ψαθά. Δυστυχώς δεν υπάρχει σήμερα Ψαθάς, αλλάξανε τα ήθη, λιγοστέψανε πολύ και τα ταλέντα, να περιγράψει αυτά τα τερατώδη, συνήθως μαύρα “θωρακισμένα”, νεκροφόρες τα λέω, που αγκομαχάνε στις οροσειρές του Κολωνακίου και της Εκάλης. Ακόμα και στο ψήφισμα για τον Μίκη του πρώτου Δήμου της χώρας, όχι μόνο απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στην συμμετοχή του εκλιπόντος στην Εθνική Αντίσταση και στην αντιδικτατορική πάλη, αλλά οι συντάκτες αγνοούν ακόμα και τη διαφορά ανάμεσα στις λέξεις στιγματίζω και σημαδεύω.
Στα τραγούδια του ο Μίκης κουβέντιασε πολλές φορές με τον Χάρο και με το Κτήνος μέσα στον Άνθρωπο, έφτιαξε με τη μουσική του αρμονία από το χάος, ενθουσίασε και αποθεώθηκε από τους Έλληνες και όχι μόνο από αυτούς. Υπήρξε, όπως τον χαρακτήρισε ο Σεργκέι Λαβρόφ, εκφραστής της “παγκόσμιας ελληνικής κληρονομιάς”. Και με αυτά, μια φτωχή και ηττημένη Ελλάδα, που οι κυβερνώντες της τη θέλουν Ψωροκώσταινα, έλαμψε σε όλη την υφήλιο δοξαστικά.
Οι πρώτες ύλες: Αίμα, Δάκρυα, Έρωτας και Ποίηση
Το αίμα των καλύτερων παιδιών της Ελλάδας ήταν η πρώτη ύλη για να σμιλέψει ο Μίκης τα τραγούδια του, το αίμα που έρρευσε άφθονο στα βουνά και στα λαγκάδια, στις πόλεις και στα κολαστήρια της χώρας του. Η δεύτερη πρώτη ύλη ήταν το αφόρητο πένθος μιας γενιάς που είδε, κατά τρόπο ακατανόητο, να ματαιώνονται τα όνειρά της για ελευθερία και προκοπή, τη στιγμή που τίποτα δεν έδειχνε ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Μια γενιά που, αφού κατέπληξε όλη την Ευρώπη, απελευθερώνοντας με τις δικές της και μόνο δυνάμεις τα δύο τρίτα της πατρίδας της, υπό την κατοχή ακόμα ούσα των σιδερόφραχτων στρατιών του Χίτλερ, είδε να ματαιώνονται όλες οι προσδοκίες της και να τη σέρνουν στον εμφύλιο που, από το 1943 ήδη οργάνωναν και προετοίμαζαν οι Εγγλέζοι, οι νέοι κατακτητές που διαδέχτηκαν τους Γερμανούς, για να παραδώσουν με τη σειρά τους τη σκυτάλη στους Αμερικάνους το 1947. Η τρίτη πρώτη ύλη που χρησιμοποίησε ήταν η μεγάλη ελληνική ποίηση, μια ποίηση που δεν διαθέτουν ακόμα και πολύ μεγαλύτερες χώρες. Και η τέταρτη ο ερωτισμός του.
Η πρώτη ύλη συνάντησε το εύφορο έδαφος μιας μουσικής ιδιοφυίας, ενός Κρητικού που μεγάλωσε με απίστευτες ιστορίες πολέμου και μουσικής και που ένας πρόγονός του ήταν που συνέθεσε το “Πότε θα κάνει ξαστεριά”, που σφραγίστηκε ο ίδιος ανεξίτηλα από τα βιώματα του ’43, του ’44, του ’47, ενός συνθέτη που μελέτησε σε βάθος τον ελληνικό πολιτισμό και τη βυζαντινή μουσική παράδοση, παράγοντες που του επέτρεψαν να συνθέσει στη μουσική του την ουσία της Ελλάδας, αλλά και να ανέβει στο επίπεδο του κλασικού.
Από το χώμα στον ουρανό
Λέγοντας κλασικό επίπεδο εννοούμε το εξής. Ακόμα και ένα “κούτσουρο απελέκητο”, ένας άνθρωπος που δεν έχει καμμία μόρφωση και καλλιέργεια, θα συγκινηθεί βαθιά αν αφήσει την ψυχή του να ακούσει την “Ηρωική” ή τη “Συμφωνία της Χαράς” του Μπετόβεν (περισσότερο μάλιστα από τους λεγόμενους μορφωμένους και καλλιεργημένους), παρόλο που δεν ξέρει τίποτα για τη Γαλλική Επανάσταση. Έτσι δεν χρειάζεται ούτε στον Έλληνα, ούτε και στον οποιοδήποτε πολίτη του κόσμου για να συγκινηθεί, να κλάψει, να χαρεί, ή να χορέψει με τη μουσική του Μίκη, να γνωρίζει τίποτα για την ματωμένη και μεγαλειώδη Ιστορία που της επέτρεψε και την ανάγκασε να γεννηθεί.
Σε αυτό το επίπεδο, η επί μέρους εμπειρία δεν χρησιμεύει παρά για να εκφράσει την καθολική ανθρώπινη κατάσταση – αν προτιμάτε, την ανθρώπινη τραγωδία. Να προσθέσουμε σε αυτό το σημείο ότι, δυστυχώς, το συγγραφικό έργο του Θεοδωράκη, περιλαμβανομένου του βιβλίου του “Ανατομία της Μουσικής” παραμένει υποτιμημένο και πολύ λίγο γνωστό.
Ο Μίκης δεν ήταν άνθρωπος, δεν ήταν συνθέτης ή πολιτικός-αγωνιστής. Ήταν φυσικό φαινόμενο. Ήταν τέρας ενέργειας, τόσο μεγάλης που δυσκολευόταν να την κουμαντάρει. Σμίλευε το μουσικό του βέλος με πολύ προσοχή σε κάθε του λεπτομέρεια και το κατηύθυνε στο ίδιο το κέντρο της ψυχής του Έλληνα. Τους Έλληνες και την Ελλάδα τους αγαπούσε, όπως κατά κανόνα δεν τους αγάπησαν αυτοί που τους κυβέρνησαν τα τελευταία διακόσια χρόνια. Για να βρούμε Έλληνες ηγέτες που να αγάπησαν τους Έλληνες και την Ελλάδα, πρέπει μάλλον να ψάξουμε στα κιτάπια των αιρετικών, των επαναστατών, του Ρήγα, του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη, του Άρη.
Ο Μίκης σηκώνει τους Έλληνες όρθιους, τους κάνει να νιώθουν περήφανοι, ακόμα και οι πιο κατατρεγμένοι και ταπεινωμένοι, κάνει την μικρή χώρα του να λάμπει στο παγκόσμιο στερέωμα, να προσφέρει συχνά αυτό που έλειψε από πολύ πιο δυνατούς και πολύ πιο μερικούς. Υπό την έννοια αυτή εξέφρασε την ειδική ελληνική ποιότητα, ως κοιτίδας του πιο σημαντικού ίσως αρχαίου πολιτισμού, αλλά και σημείου συμπύκνωσης, σύγκρουσης αλλά και σύνθεσης των ιδιοτήτων της Ανατολής και της Δύσης, του Νότου και του Βορρά.
Και οι Έλληνες του το αναγνώριζαν αυτό και τον αντάμειψαν απλόχερα. Για αυτό και του συγχωρούσαν πράγματα που δεν θα συγχωρούσαν σε κανέναν άλλο. Ήξεραν ότι ήταν το δικό τους σύμβολο, ακόμα και όταν διαφωνούσαν μαζί του. Είχαν και έχουν ζωτική ανάγκη να τον προστατεύσουν σε κάθε περίσταση, τον μελωδό που έδινε φωνή στους αβάσταχτους καημούς, πρόσωπο στην αξιοπρέπειά τους, μορφή και αυτοπεποίθηση στην περηφάνειά τους, αισιοδοξία μέσα στη μαυρίλα.
Είχε πρωτοφανή σε έκταση και βάθος απήχηση στον ελληνικό λαό, απήχηση που (με πολύ διαφορετικό τρόπο) μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτή του Βενιζέλου ή των δύο Παπανδρέου, Ανδρέα και Γεωργίου, ή του ΕΑΜ στα τέλη της Κατοχής, ή, αν βγούμε εκτός συνόρων, του Μακάριου στην Κύπρο ή του Φιντέλ Κάστρο στην Κούβα. Μιλάμε για σύγκριση του βάθους και του μεγέθους της επιρροής, γιατί βέβαια όλοι αυτοί ήταν τελείως διαφορετικά φαινόμενα μεταξύ τους και με τον Μίκη. Αλλά όλοι έτειναν να καταλάβουν, στο συλλογικό ασυνείδητο, την φιγούρα του πατριάρχη και από αυτήν αντλούσαν μεγάλο μέρος από τη δύναμή τους.
Είπαμε πιο πάνω ότι ο Μίκης έκανε ένα δώρο στον ελληνικό λαό φεύγοντας. Του θύμισε την ιστορία, τον πολιτισμό, τα κατορθώματά του. Είναι ασφαλώς ένα οδυνηρό όνειρο, για ένα λαό που είναι στο χώμα και μια χώρα που είναι σε διάλυση, στο περιβάλλον μιας παγκόσμιας κρίσης του πολιτισμού χωρίς προηγούμενο στην ιστορία του Ανθρώπου. Αλλά συνιστά και υπόμνηση της ζωτικής ανάγκης αυτός ο λαός να βρει πάλι ένα δρόμο για να σώσει την αξιοπρέπειά του, δηλαδή να σωθεί ο ίδιος.
Μού’λεγε κάποιος πώς είναι δυνατόν στην Ελλάδα σήμερα να ακούσουνε ένα Μίκη που τραγούδαγε “θέλει δουλειά πολλή, θέλει νεκρούς χιλιάδες”. Μπορεί νά’χει δίκιο, αλλά δεν ξέρω τι μπορεί να κάνει μια κοινωνία όταν βρεθεί μπροστά στην άβυσσο και διαπιστώσει ότι δεν έχει πολλές επιλογές. Το μόνο που εμένα με ανησυχεί είναι ότι κανείς δεν ετοιμάζεται και δεν την ετοιμάζει για μια τέτοια στιγμή. Όλη η ιστορία όμως του πολιτισμού, είναι η ιστορία του τρόπου που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις τους, είναι ακόμα η ιστορία του αδύνατου, του αδιανόητου που έγινε κάποια στιγμή δυνατό. Αν δεν ήταν έτσι θα ζούσαμε ακόμα στα σπήλαια.
Πηγή: kosmodromio.gr Ιστολόγιο του Δ. Κωνσταντακόπουλου
Πηγή:infognomonpolitics.gr
Δημοσίευση σχολίου