Ήταν 7:58 το πρωί της 26ης Σεπτεμβρίου του 1989 όταν τρία μέλη της 17 Νοέμβρη πυροβόλησαν με 45άρια πιστόλια και τραυμάτισαν θανάσιμα τον Παύλο Μπακογιάννη, σημαδεύοντας ανεξίτηλα την πολιτική ζωή της χώρας.
Ο Παύλος Μπακογιάννης κατευθυνόταν στο γραφείο του στην οδό Ομήρου. Το αυτοκίνητό του σταμάτησε λίγα μέτρα μακριά από το κτίριο. Ο ίδιος κατέβηκε και συνέχισε με τα πόδια, ενώ ο οδηγός του έστριψε αριστερά για να παρκάρει σε κοντινό γκαράζ. Ήταν μόνος καθώς το προηγούμενο βράδυ είχε πολύωρη συζήτηση με στελέχη του Συνασπισμού και είπε στον αστυνομικό που τον συνόδευε να μείνει σπίτι για να ξεκουραστεί.
Φτάνοντας στην είσοδο κοντοστάθηκε στο ισόγειο καθώς το ασανσέρ μετέφερε δύο γυναίκες στον οδοντίατρο του τρίτου ορόφου. Οι δολοφόνοι ήταν κρυμμένοι στα σκαλιά. Ξεπρόβαλαν και τον πυροβόλησαν σχεδόν εξ επαφής, από πίσω και αριστερά με το περίφημο 45άρι της οργάνωσης, το ίδιο όπλο που είχε χρησιμοποιηθεί επίσης στις δολοφονίες των Γουέλς, Σταμούλη, Πέτρου, Μομφεράτου και Αθανασιάδη.
Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες οι δράστες φορούσαν κοστούμια και κρατούσαν φακέλους. Αμέσως μετά τους πυροβολισμούς, περπάτησαν με κανονικό βήμα μια απόσταση 60 μέτρων και επιβιβάστηκαν σε ένα κίτρινο SEAT 127, που τους περίμενε στη γωνία της Ομήρου με τη Σκουφά. Οι περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων στις εφημερίδες της εποχής είναι χαρακτηριστικές.Κάποιος είπε στην Ελευθεροτυπία: «Ένας οδοκαθαριστής που ερχόταν αντίθετα, κάτι κατάλαβε και πλησίασε απειλητικά. Έκανε πως θα τους χτυπήσει με το φαράσι. Του έβγαλαν τότε το πιστόλι και με μια χαρακτηριστική κίνηση του έγνεψαν χωρίς λόγια: Στρίβε».
«Άκουσα τις πιστολιές και σκέφτηκα: Φάγανε τον Παύλο», δήλωσε ο ιδιοκτήτης του ψιλικατζίδικου στο ισόγειο της οικοδομής. «Οι δράστες έφυγαν κανονικά, σαν να κουβέντιαζαν εμπορικές υποθέσεις καθώς προχωρούσαν».
Αυτόπτες μάρτυρες κάλεσαν ασθενοφόρο το οποίο τον μετέφερε στον Ευαγγελισμό όπου λίγες ώρες αργότερα άφησε την τελευταία του πνοή. Η δολοφονία του σημάδεψε την επικαιρότητα της χώρας σε μια περίοδο που μονοπωλούσε η έναρξη της διαδικασίας παραπομπής πολιτικών στελεχών για το σκάνδαλο Κοσκωτά. Ο Μπακογιάννης κηδεύτηκε στο Καρπενήσι, στις 29 Σεπτεμβρίου 1989 παρουσία πλήθος κόσμου, που φώναζαν συνθήματα κατά της τρομοκρατίας, όπως αναφέρουν tanea.gr.
Ο Μπακογιάννης θεωρούνταν άνθρωπος συνετός, χαμηλών τόνων, δημοκράτης και ενωτικός. Η δολοφονική επίθεση της 17 Νοέμβρη ξένισε ακόμα και υποστηρικτές της.
Ποιος ήταν ο Παύλος Μπακογιάννης
Ο Παύλος Μπακογιάννης γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1935 στο χωριό Βελωτά της Ευρυτανίας. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του παπα – Κώστα και της Ειρήνης Μπακογιάννη. Φοίτησε αρχικά στο γυμνάσιου του Θέρμου Τριχωνίδας, στο Καρπενήσι (μια χρονιά) και το τελείωσε στο Β’ Γυμνάσιο Πατρών.
Σπούδασε Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, παίρνοντας πτυχίο Πολιτικής Οικονομίας και Πολιτικών Επιστημών των Πανεπιστημίων Μονάχου, Τύμπιγκεν και Κωνσταντίας (Konstanz), στο Πανεπιστήμιο της οποίας ανακηρύχθηκε κατόπιν Διδάκτωρ των Κοινωνικών Επιστημών. Δίδαξε Πολιτικές Επιστήμες και Δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 και για 10 περίπου χρόνια διηύθυνε το ελληνόφωνο πρόγραμμα της ραδιοφωνίας της Βαυαρίας.
Ήταν διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, όταν έγινε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Από τη θέση αυτή αντιτάχθηκε στο δικτατορικό καθεστώς και έκανε εκπομπές με σχόλια και ειδήσεις που αναμεταδίδονταν και από την Deutsche Welle και πολύ γρήγορα έγιναν σημείο αναφοράς του αντιδικτατορικού αγώνα.
Στο Μόναχο γνώρισε τη Ντόρα Μητσοτάκη, κόρη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η οποία σπούδαζε εκεί. Παντρεύτηκαν το 1974 και απέκτησαν δύο παιδιά, την Αλεξία και τον Κώστα.
Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, το 1974 επέστρεψε στην Ελλάδα. Εργάστηκε στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» και το 1982 ανέλαβε εκδότης – διευθυντής του εβδομαδιαίου περιοδικού «ΕΝΑ» ως το Φεβρουάριο του 1985. Από το Νοέμβριο του 1985 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1989 διετέλεσε πολιτικός σύμβουλος του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Κώστα Μητσοτάκη. Τον Ιούνιο του 1989 εκλέχθηκε βουλευτής της μονοεδρικής περιφέρειας Ευρυτανίας. Ακολούθησε η Κυβέρνηση Τζαννετάκη, στο σχηματισμό της οποίας έλαβε ενεργό ρόλο, ως διαπραγματευτής μεταξύ του κόμματός του και του Συνασπισμού.
Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ανάπτυξη της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ευρυτανίας. Το πρώτο του μάλιστα βιβλίο είχε τίτλο: «Η Ευρυτανία και οι οικονομικές της δυνατότητες» (Αθήνα, 1960). Κατήρτησε ολοκληρωμένο σχέδιο ανάπτυξης της περιοχής, το οποίο υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως πολιτικός θεωρούνταν ήπιος και συναινετικός. Θεωρούσε επιβεβλημένη την υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών, την επούλωση των πληγών του Εμφυλίου και του Διχασμού και την Εθνική Συμφιλίωση.
Μάλιστα, υπήρξε εισηγητής, εκ μέρους της ΝΔ, του νομοσχεδίου για την απάλειψη των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου που ψηφίστηκε το καλοκαίρι του 1989.
Δημοσίευση σχολίου