Το ΕΔΑΦΙΟ της ΗΜΕΡΑΣ ΣΗΜΕΡΑ 4 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2021: Κριτές κεφάλαιο 9 στο Νέο Λογοτεχνικό περιβόλι.

 

 Κριτές κεφάλαιο 9 στο Νέο Λογοτεχνικό περιβόλι.





Καί υπήγεν Αβιμέλεχ ο υιός τού Ιεροβάαλ εις Συχέμ πρός τούς αδελφούς τής μητρός αυτού καί είπε πρός αυτούς καί πρός πάσαν τήν συγγένειαν τού οίκου τού πατρός τής μητρός αυτού, λέγων, 2 Λαλήσατε, παρακαλώ, εις επήκοον πάντων τών ανδρών τής Συχέμ, Τί είναι καλήτερον εις εσάς, νά άρχωσιν επάνω σας πάντες οι υιοί τού Ιεροβάαλ, έβδομήκοντα άνδρες, ή νά άρχη είς μόνος επάνω σας; καί ενθυμήθητε ότι οστούν υμών καί σάρξ υμών είμαι. 3 Καί ελάλησαν περί αυτού οι αδελφοί τής μητρός αυτού εις επήκοον πάντων τών ανδρών τής Συχέμ πάντας τούς λόγους τούτους· καί έκλινεν η καρδία αυτών κατόπιν τού Αβιμέλεχ· διότι είπον, Αδελφός ημών είναι. 4 Καί έδωκαν εις αυτόν έβδομήκοντα αργύρια εκ τού οίκου τού Βάαλ-βερίθ, καί δι΄ αυτών εμίσθωσεν ο Αβιμέλεχ άνδρας ποταπούς καί θρασείς, καί ηκολούθησαν αυτόν. 5 Καί εισήλθεν εις τόν οίκον τού πατρός αυτού εις Οφρά καί εθανάτωσε τούς αδελφούς αυτού τούς υιούς τού Ιεροβάαλ, έβδομήκοντα άνδρας, επί λίθον ένα· εναπελείφθη όμως ο Ιωθάμ ο νεώτερος υιός τού Ιεροβάαλ, διότι εκρύφθη. 6 Καί συνήχθησαν πάντες οι άνδρες τής Συχέμ καί πάς ο οίκος τού Μιλλώ καί ελθόντες έκαμον τόν Αβιμέλεχ βασιλέα, πλησίον τής δρυός τής ισταμένης εν Συχέμ. 7 Καί ότε ανηγγέλθη τούτο εις τόν Ιωθάμ, υπήγε καί εστάθη επί τήν κορυφήν τού όρους Γαριζίν, καί ύψωσε τήν φωνήν αυτού καί εβόησε καί είπε πρός αυτούς, Ακούσατέ μου, άνδρες τής Συχέμ, καί θέλει σάς ακούσει ο Θεός. 8 Υπήγον ποτέ τά δένδρα νά χρίσωσι βασιλέα εφ' έαυτών· καί είπον πρός τήν ελαίαν, Βασίλευσον εφ' ημών. 9 Αλλ' η ελαία είπε πρός αυτά, Νά αφήσω εγώ τό πάχος μου, διά τής οποίας τιμώνται Θεός καί άνθρωποι, καί νά υπάγω νά άρχω επί τών δένδρων; 10 Καί είπον τά δένδρα πρός τήν συκήν, Ελθέ σύ, βασίλευσον εφ' ημών. 11 Αλλ' η συκή είπε πρός αυτά, Νά αφήσω τήν γλυκύτητά μου καί τόν καρπόν μου τόν καλόν, καί νά υπάγω νά άρχω επί τών δένδρων; 12 Καί είπον τά δένδρα πρός τήν άμπελον, Ελθέ σύ, βασίλευσον εφ' ημών. 13 Καί είπεν η άμπελος πρός αυτά, Νά αφήσω τόν οίνόν μου, όστις ευφραίνει Θεόν καί ανθρώπους, καί νά υπάγω νά άρχω επί τών δένδρων; 14 Τότε είπον πάντα τά δένδρα πρός τήν άκανθαν, Ελθέ σύ, βασίλευσον εφ' ημών. 15 Καί είπεν η άκανθα πρός τά δένδρα, Εάν αληθώς σείς μέ χρίητε βασιλέα υμών, έλθετε, καταφύγετε υπό τήν σκιάν μου· ει δέ μή, πύρ νά εξέλθη εκ τής ακάνθης καί νά καταφάγη τάς κέδρους τού Λιβάνου. 16 Τώρα λοιπόν, εάν επράξατε εν αληθεία καί ακεραιότητι κάμνοντες τόν Αβιμέλεχ βασιλέα, καί εάν εφέρθητε καλώς πρός τόν Ιεροβάαλ καί πρός τόν οίκον αυτού, καί εάν εκάμετε πρός αυτόν κατά τήν αξίαν τών χειρών αυτού· 17 διότι ο πατήρ μου επολέμησε διά σάς καί ερριψοκινδύνευσε τήν ζωήν αυτού καί σάς έσωσεν εκ τής χειρός τού Μαδιάμ· 18 καί σείς εσηκώθητε σήμερον εναντίον τού οίκου τού πατρός μου καί εθανατώσατε τούς υιούς αυτού, έβδομήκοντα άνδρας, επί λίθον ένα, καί εκάμετε τόν Αβιμέλεχ, τόν υιόν τής δούλης αυτού, βασιλέα επί πάντων τών ανδρών τής Συχέμ, διότι είναι αδελφός σας· 19 εάν λοιπόν επράξατε σήμερον εν αληθεία καί ακεραιότητι πρός τόν Ιεροβάαλ καί πρός τόν οίκον αυτού, χαίρετε εις τόν Αβιμέλεχ καί άς χαίρη καί αυτός εις εσάς. 20 ει δέ μή, πύρ νά εξέλθη εκ τού Αβιμέλεχ καί νά καταφάγη τούς άνδρας τής Συχέμ καί τόν οίκον τού Μιλλώ· καί πύρ νά εξέλθη εκ τών ανδρών τής Συχέμ καί εκ τού οίκου τού Μιλλώ, καί νά καταφάγη τόν Αβιμέλεχ. 21 Τότε έφυγεν ο Ιωθάμ μετά σπουδής καί υπήγεν εις Βήρ καί κατώκησεν εκεί, διά τόν φόβον Αβιμέλεχ τού αδελφού αυτού. 22 Καί εβασίλευσεν ο Αβιμέλεχ επί τού Ισραήλ τρία έτη. 23 Καί εξαπέστειλεν ο Θεός πνεύμα πονηρόν μεταξύ τού Αβιμέλεχ καί τών ανδρών τής Συχέμ· καί εστασίασαν οι άνδρες τής Συχέμ κατά τού Αβιμέλεχ· 24 διά νά έλθη η αδικία τών έβδομήκοντα υιών τού Ιεροβάαλ, καί νά επέλθη τό αίμα αυτών επί τόν Αβιμέλεχ τόν αδελφόν αυτών τόν θανατώσαντα αυτούς, καί επί τούς άνδρας τής Συχέμ, τούς ενισχύσαντας τάς χείρας αυτού, διά νά θανατώση τούς αδελφούς αυτού. 25 Καί έθεσαν κατ' αυτού οι άνδρες τής Συχέμ ενέδρας επί τάς κορυφάς τών ορέων, καί εγύμνονον πάντας τούς διαβαίνοντας πλησίον αυτών διά τής οδού· καί ανηγγέλθη πρός τόν Αβιμέλεχ. 26 Καί ήλθε Γαάλ ο υιός τού Εβέδ καί οι αδελφοί αυτού, καί διέβησαν εις Συχέμ, καί ενεπιστεύθησαν εις αυτόν οι άνδρες τής Συχέμ. 27 Καί εξήλθον εις τούς αγρούς καί ετρύγησαν τάς αμπέλους αυτών καί επάτησαν καί ευθύμησαν, καί υπήγαν εις τόν οίκον τού Θεού αυτών καί έφαγον καί έπιον, καί κατηράσθησαν τόν Αβιμέλεχ. 28 Καί είπε Γαάλ ο υιός τού Εβέδ, Τίς είναι ο Αβιμέλεχ, καί τίς η Συχέμ, ώστε νά δουλεύωμεν εις αυτόν; δέν είναι ούτος ο υιός τού Ιεροβάαλ; καί Ζεβούλ ο επιστάτης αυτού; δουλεύσατε εις τούς άνδρας τού Εμμώρ πατρός τού Συχέμ· καί διά τί ημείς νά δουλεύωμεν εις εκείνον; 29 είθε νά εδίδετο ο λαός ούτος υπό τήν χείρά μου. Τότε ήθελον εκδιώξει τόν Αβιμέλεχ. Καί είπε πρός τόν Αβιμέλεχ, Πλήθυνον τό στράτευμά σου καί έξελθε. 30 Καί ήκουσε Ζεβούλ ο άρχων τής πόλεως τούς λόγους Γαάλ τού υιού τού Εβέδ, καί εξήφθη ο θυμός αυτού· 31 καί απέστειλε κρυφίως μηνυτάς πρός τόν Αβιμέλεχ, λέγων, Ιδού, Γαάλ ο υιός τού Εβέδ καί οι αδελφοί αυτού ήλθον εις Συχέμ· καί ιδού, αυτοί διεγείρουσι τήν πόλιν εναντίον σου· 32 διά τούτο λοιπόν σηκώθητι τήν νύκτα, σύ καί ο λαός ο μετά σού, καί βάλε ενέδρας εν τοίς αγροίς· 33 καί τό πρωί, άμα άνατείλη ο ήλιος, θέλεις σηκωθή ενωρίς καί θέλεις εφορμήσει επί τήν πόλιν· καί ιδού, αυτός καί ο λαός ο μετ' αυτού θέλουσιν εξέλθει εναντίον σου, καί σύ θέλεις κάμει εις αυτόν όπως δυνηθής. 34 Καί εσηκώθη ο Αβιμέλεχ καί πάς ο λαός ο μετ' αυτού τήν νύκτα καί έβαλον εις ενέδραν κατά τής Συχέμ τέσσαρα σώματα. 35 Καί εξήλθε Γαάλ ο υιός τού Εβέδ καί εστάθη εν τή εισόδω τής πύλης τής πόλεως· καί εσηκώθη ο Αβιμέλεχ καί ο λαός ο μετ' αυτού εκ τής ενέδρας. 36 Καί ότε είδεν ο Γαάλ τόν λαόν, είπε πρός τόν Ζεβούλ, Ιδού, λαός καταβαίνει από τών κορυφών τών ορέων· είπε δέ πρός αυτόν ο Ζεβούλ, τήν σκιάν τών ορέων βλέπεις σύ ως άνδρας. 37 Καί ελάλησε πάλιν ο Γαάλ καί είπεν, Ιδού, λαός καταβαίνει από τών υψηλών τού τόπου, καί έν σώμα έρχεται διά τής οδού τής δρυός Μεωνενίμ. 38 Τότε είπε πρός αυτόν ο Ζεβούλ, Πού είναι τώρα τό στόμα σου, μέ τό οποίον είπας, Τίς είναι ο Αβιμέλεχ, ώστε νά δουλεύωμεν εις αυτόν; Δέν είναι ούτος ο λαός, τόν οποίον εξουθένησας; έξελθε λοιπόν τώρα καί πολέμησον αυτούς. 39 Καί εξήλθεν ο Γαάλ έμπροσθεν τών άνδρών τής Συχέμ καί επολέμησε μέ τόν Αβιμέλεχ· 40 ο δέ Αβιμέλεχ κατεδίωξεν αυτόν, καί έφυγεν απ' έμπροσθεν αυτού, καί έπεσον τετραυματισμένοι πολλοί έως τής εισόδου τής πύλης. 41 Καί εκάθισεν Αβιμέλεχ εν Αρουμά· καί εξέβαλεν ο Ζεβούλ τόν Γαάλ καί τούς αδελφούς αυτού, διά νά μή κατοικώσιν εν Συχέμ. 42 Καί τήν επαύριον εξήλθεν ο λαός εις τήν πεδιάδα· καί ανηγγέλθη πρός τόν Αβιμέλεχ. 43 Τότε έλαβε τόν λαόν καί διήρεσεν αυτόν εις τρία σώματα καί έθεσεν ενέδρας εις τήν πεδιάδα· καί είδε, καί ιδού, ο λαός εξήρχετο εκ τής πόλεως· καί εσηκώθη εναντίον αυτών καί επάταξεν αυτούς. 44 Καί ο Αβιμέλεχ καί τό σώμα τό μετ' αυτόν εφώρμησαν καί εστάθησαν εν τή εισόδω τής πύλης τής πόλεως· τά δέ άλλα δύο σώματα εφώρμησαν επί πάντας τούς εν τοίς αγροίς καί επάταξαν αυτούς. 45 Καί επολέμει ο Αβιμέλεχ εναντίον τής πόλεως όλην εκείνην τήν ημέραν· καί εκυρίευσε τήν πόλιν καί εφόνευσε τόν λαόν τόν εν αυτή καί κατέσκαψε τήν πόλιν καί έσπειρεν αυτήν άλας. 46 Καί ότε ήκουσαν πάντες οι άνδρες τού πύργου τής Συχέμ, εισήλθον εις τό οχύρωμα τού οίκου τού Θεού Βερίθ. 47 Καί ανηγγέλθη πρός τόν Αβιμέλεχ, ότι συνηθροίσθησαν πάντες οι άνδρες τού πύργου τής Συχέμ. 48 Καί ανέβη ο Αβιμέλεχ εις τό όρος Σαλμών, αυτός καί πάς ο λαός ο μετ' αυτού· καί έλαβεν ο Αβιμέλεχ τήν αξίνην εις τήν χείρα αυτού καί έκοψε κλάδον δένδρου, καί εσήκωσεν αυτόν καί επέθεσεν επί τών ώμων αυτού· καί είπε πρός τόν λαόν τόν μετ' αυτού, Ο, τι βλέπετε εμέ πράττοντα, σπεύσατε καί σείς νά πράξητε ως εγώ. 49 Εκοψε λοιπόν καί πάς ο λαός έκαστος τόν κλάδον αυτού, καί ακολουθήσαντες τόν Αβιμέλεχ επέθεσαν αυτούς εις τό οχύρωμα καί κατέκαυσαν εν πυρί τό οχύρωμα επ' αυτούς· καί απέθανον ομού πάντες οι άνδρες τού πύργου τής Συχέμ, έως χίλιοι άνδρες καί γυναίκες. 50 Τότε υπήγεν ο Αβιμέλεχ εις Θαβαίς· καί εστρατοπέδευσεν εναντίον τής Θαβαίς καί εκυρίευσεν αυτήν. 51 Αλλ' ήτο πύργος ισχυρός εν τώ μέσω τής πόλεως, καί κατέφυγον εκεί πάντες οι άνδρες καί αι γυναίκες καί πάντες οι κάτοικοι τής πόλεως, καί έκλεισαν όπισθεν αυτών καί ανέβησαν εις τό δώμα τού πύργου. 52 Καί υπήγεν ο Αβιμέλεχ μέχρι τού πύργου καί επολέμει αυτόν, καί επλησίασε μέχρι τής θύρας τού πύργου διά νά καύση αυτόν εν πυρί. 53 Καί γυνή τις έρριψε τμήμα μυλοπέτρας επί τήν κεφαλήν τού Αβιμέλεχ καί συνέθλασε τό κρανίον αυτού. 54 Καί εφώναξε ταχέως πρός τόν νέον τόν οπλοφόρον αυτού καί είπε πρός αυτόν, Σύρε τήν μάχαιράν σου καί θανάτωσόν με, διά νά μή είπωσι περί εμού, Γυνή εφόνευσεν αυτόν. Καί ο νέος αυτού διεπέρασεν αυτόν, καί απέθανε. 55 Καί ότε είδον οι άνδρες Ισραήλ ότι απέθανεν ο Αβιμέλεχ, ανεχώρησαν έκαστος εις τόν τόπον αυτού. 56 Ούτως ανταπέδωκεν ο Θεός τήν κακίαν τού Αβιμέλεχ, τήν οποίαν έκαμε πρός τόν πατέρα αυτού, φονεύσας τούς έβδομήκοντα αδελφούς αυτού. 57 Καί πάσαν τήν κακίαν τών ανδρών τής Συχέμ ο Θεός ανταπέδωκεν επί τάς κεφαλάς αυτών· καί ήλθεν επ' αυτούς η κατάρα τού Ιωθάμ υιού τού Ιεροβάαλ.




ΝΕΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ.

 

Δημοσίευση σχολίου

Copyright © ΝΕΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ. Designed by John Tsipas