Τουρκία: Πώς ο Ερντογάν μετέτρεψε μια παταγώδη στρατιωτική αποτυχία σε νίκη στο εσωτερικό της χώρας

 


Να εκμεταλλευτεί ακόμη και μία αποτυχημένη στρατιωτική επιχείρηση, αποπροσανατολίζοντας την κοινή γνώμη για ν’ αποκομίσει τελικά πολιτικό όφελος στο εσωτερικό της χώρας επιδιώκει ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν…


 Μετά από μία αποτυχημένη απόπειρα απελευθέρωσης ομήρων στις αρχές Φεβρουαρίου, ο Τούρκος πρόεδρος, απείλησε για περαιτέρω στρατιωτική δράση εναντίον των Κούρδων μαχητών στο εξωτερικό, ενώ στο εσωτερικό κλιμάκωσε την επιθετική ρητορική κατά της αντιπολίτευσης που είναι υπέρ του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους.

Η τελευταία διένεξη των τουρκικών δυνάμεων με τους αντάρτες του PKK, οδήγησε σε νέο «κύμα» καταστολής κατά των υποστηρικτών του Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP), μία συμμαχία αριστερών και Κούρδων, η οποία δημιουργήθηκε το 2012 και συγκρίνεται με τα «πράσινα κόμματα» της Ευρώπης και αυτά που ανήκουν στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας. Ο Ερντογάν όμως δεν έμεινε εκεί, καθώς συνέχισε την επιθετική ρητορική σε βάρος των ΗΠΑ, κατηγορώντας την Ουάσινγκτον ότι «υποστηρίζει τρομοκράτες», εξαιτίας της συμμαχίας της με τις κουρδικές Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG) στη Συρία στον πόλεμο εναντία στο Ισλαμικό Κράτος.

Πώς ξεκίνησαν όλα

Τα πάντα άρχισαν στις 13 Φεβρουαρίου όταν η Τουρκία πραγματοποίησε μία επιδρομή κατά του PKK (Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν) στη βόρεια επαρχία Γκάρα, στις περιοχές των Κούρδων στο Ιράκ. Μετά από συγκρούσεις βρέθηκαν νεκροί 13 Τούρκοι πολίτες, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν αστυνομικοί και στρατιώτες, τους οποίους κρατούσε ομήρους το PKK από το 2015 και το 2016.

Η Άγκυρα επέρριψε την ευθύνη στο PKK, υποστηρίζοντας ότι εκτέλεσε τους ομήρους. Από την άλλη πλευρά το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν ισχυρίστηκε ότι η Τουρκία ευθύνεται, αφού οι συγκεκριμένοι όμηροι σκοτώθηκαν από τις αεροπορικές επιθέσεις πάνω από ένα σύμπλεγμα σπηλαίων κατά τη διάρκεια της επιχείρησης.

Η συγκεκριμένη επιχείρηση προκάλεσε διχογνωμίες ακόμα και στο εσωτερικό της Τουρκίας, καθώς εκφράστηκαν αμφιβολίες για την εκδοχή της κυβέρνησης για τα γεγονότα. Ωστόσο ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερτνογάν χρησιμοποίησε το θάνατο των συγκεκριμένων ανθρώπων προς όφελός του, ξεκινώντας νέο «πογκρόμ» κατά αντιφρονούντων και συλλαμβάνοντας περισσότερους από 700 ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων μελών του HDP, τα οποία και κατηγόρησε ως «συνενόχους τρομοκρατών».

Χρησιμοποιώντας την ίδια πολιτική λογική και ρητορική στράφηκε και εναντίον της Ουάσινγκτον. «Τι είδους συμμαχία είναι αυτό το ΝΑΤΟ; Αυτοί (οι Αμερικανοί) συνεργάζονται ακόμα με τρομοκράτες», δήλωσε χαρακτηριστικά στις 22 Φεβρουαρίου.

Πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι αυτός ο συνδυασμός των διώξεων στο εσωτερικό της χώρας σε συνδυασμό με την «έκρηξη» οργής κατά των ΗΠΑ, αποτελεί μία κυνική προσπάθεια του Ερντογάν ν’ αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη από το αιματηρό αποτέλεσμα αυτής της επιχείρησης απελευθέρωσης ομήρων.

Οι συγκεκριμένες εξελίξεις έρχονται παράλληλα με τις οικονομικές δυσκολίες αρκετών Κούρδων, τις κινητοποιήσεις των φοιτητών που κατέληξαν σε καταστολή και χρήση βίας καθώς και στη διαχείριση της πανδημίας του κορονοϊού, όπου η χώρα βρίσκεται πολύ χαμηλά στους συγκεκριμένους δείκτες σύμφωνα με τον κατάλογο του Ινστιτούτου Lowy, όπου βρίσκεται στην 74η θέση σε σύνολο 98 χωρών.

Ο Ερντογάν δεν μπορεί να έχει απεριόριστο όφελος

«Ο Ερντογάν και η τουρκική κυβέρνηση δεν βλέπουν την επιχείρηση σωτηρίας ως αποτυχία», ανέφερε στο Arab News η αναλυτής για την Stratfor, ειδική σε ζητήματα της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής, Έμιλι Χόθορν.

«Το ν’ αναθερμαίνει το πατριωτικό πάθος και να εντείνει την καταστολή σε βάρος του HDP είναι μία γνωστή τακτική την οποία εφαρμόζει ο Ερντογάν για να κερδίσει τη βάση των εθνικιστών υποστηρικτών του με τις επιχειρήσεις κατά του PKK», προσέθεσε επισημαίνοντας πάντως ότι το όφελος που μπορεί να έχει ο Τούρκος πρόεδρος από τη συγκεκριμένη κρίση δεν είναι απεριόριστο.

«Εάν το PKK πράγματι σκότωσε τους ομήρους, αυτό θα βοηθήσει τον Ερντογάν να οικοδομήσει την υποστήριξη που χρειάζεται εντός της Τουρκίας για περισσότερες επιχειρήσεις κατά του PKK στο εξωτερικό και ίσως ενισχύσει τη θέση της Άγκυρας για περισσότερη ελευθερία για τις επιχειρήσεις που διεξάγει στο Ιράκ. Ωστόσο δεν θα βοηθήσει στην αρνητική άποψη των Ιρακινών για τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις».

Οι συγκρούσεις ανάμεσα στην Τουρκία και στο PKK στη νοτιοανατολική Τουρκία, όπου ζει η πλειονότητα των Κούρδων, που ξεκίνησαν το 1984 μειώθηκαν αισθητά σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια και την αναλαμπή με την προσωρινή κατάπαυση του πυρός του 2015. Πλέον οι περισσότερες μάχες λαμβάνουν χώρα στο ιρακινό Κουρδιστάν.

Τελευταία ο Τούρκος πρόεδρος έχει ξεκινήσει νέες επιθέσεις κατά μήκος των συνόρων εναντίον μαχητών του PKK στο Ιράκ αλλά και των Γιαζίντι στην επαρχία Σιντζάρ, με τους οποίους συνεργάζονται. Τον Ιανουάριο, Τούρκοι αξιωματούχοι συναντήθηκαν με την ηγεσία της Κουρδικής Περιφερειακής Κυβέρνησης (KRG) και συζήτησαν μεταξύ άλλων θεμάτων στην εξάλειψη του PKK από την περιοχή.

Επιπρόσθετα, οι σύμμαχοι του PKK, οι πολιτοφυλακές των Σιιτών στο Ιράκ, πολλές εκ των οποίων έχουν την υποστήριξη του Ιράν, είναι παρούσες στη Σιντζάρ και σίγουρα θα εναντιωθούν σε μία τουρκική επιχείρηση στην περιοχή.

Η αποτυχημένη επιχείρηση δεν θα διαφοροποιήσει τις σχέσεις Τουρκίας – ΗΠΑ

Υπό αυτές τις συνθήκες λοιπόν, η Χόθορν εκφράζει αμφιβολίες για το κατά πόσον ο Ερντογάν μπορεί αποτελεσματικά να επικαλεστεί το θάνατο των Τούρκων ομήρων κατά την επιδρομή στη Γκαρά και να κερδίσει λίγη από εύνοια του Μπάιντεν για άλλη μία αιματηρή επίθεση κατά του PKK.

«Η τουρκική κυβέρνηση έχει προσπαθήσει και αποτύχει επί σειρά ετών να είναι αρεστή στις ΗΠΑ, ειδικά σε σχέση με τις ανησυχίες τις για το PKK. Μοιάζει απίθανο οι ΗΠΑ να γίνουν ελαστικότερες προς την Τουρκία ιδιαίτερα σε μία δύσκολη και αιματηρή επιχείρηση μίας μάχης που διαρκεί εδώ και δεκαετίες».

Γενικότερα η κυβέρνηση της Τουρκία έχει επανελειμένως προειδοποιήσει για επιχειρήσεις εναντίον του PKK, ωστόσο η Χόθορν εκτιμά, ότι αν πραγματοποιηθεί μία νέα εισβολή στο Ιρακινό Κουρδιστάν ή ακόμα περισσότερο εάν συμβεί αιφνίδια έφοδος στη Σιντζάρ, τότε «όσο πιο νότια θα επεκτείνονται οι επιχειρήσεις τόσο πιο πολύ θα περιπλέκεται η κατάσταση με την κυβέρνηση του Ιράκ».

Οι συγκεκριμένες απόψεις βρίσκουν σύμφωνο και τον Κούρδο αναλυτή και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Central Florida, Γκιουνές Μουράτ Τεζτζούρ, ο οποίος πιστεύει ότι η αποτυχημένη επιχείρηση στη Γκαρά είναι απίθανο να «έχει κάποια επιρροή στην τρέχουσα πολιτική της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν προς την Τουρκία, η οποία χαρακτηρίζεται από διάσταση συμφερόντων σε πολλαπλά επίπεδα».

Αυτή η διάσταση συμφερόντων περιλαμβάνει την απόκτηση από την πλευρά της Τουρκίας του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-400 και την εναντίωση της Τουρκίας στη συνεργασία των ΗΠΑ με τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) στη Συρία. Επιπλέον ο Τεζτσούρ ανέφερε ότι το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η επιχείρηση στη Γκαρά ήταν μία αποτυχία αποτελεί το γεγονός ότι οδήγησε στο θάνατο όλων των ομήρων.

«Η αντίθετη περίπτωση μίας επιτυχημένης επιχείρησης σωτηρίας ομήρων, η οποία είναι διδακτική πάνω σε αυτό το ζήτημα, είναι αυτή που πραγματοποιήθηκε από το Ισραήλ στο αεροδρόμιο Εντέμπε στην Ουγκάντα το 1971», είπε ακόμα στο Arab News και προσέθεσε ότι το αρνητικό αποτέλεσμα της συγκεκριμένης επιδρομής, είναι αυτό το οποίο θα κάνει τον Ερντογάν να μην μπορεί «να έχει πολιτικό όφελος στο εσωτερικό της χώρας».

Ακόμα όμως και έτσι η αντιπολίτευση δεν μπορεί να καταλογίσει στον Ερντογάν ότι είναι ο υπεύθυνος για την απώλεια των ζωών των ομήρων καθώς υπάρχει «μία ξεκάθαρη ασυμμετρία δυνάμεων» στην Τουρκία, η οποία πηγάζει από τον κυβερνητικό έλεγχο στα Μ.Μ.Ε. και από την αδύναμη θέση του κοινοβουλίου.

Ο περιορισμός του HDP

Επίσης οι αναλυτές εκτιμούν ότι το ανελέητο κυνήγι του HDP, αποτελεί κομμάτι της στρατηγικής την οποία εφαρμόζει από το 2015, σύμφωνα με την οποία παρουσιάζει τους ηγέτες του κόμματος σαν δαίμονες και εγκληματίες, εξισώνει το HDP με το PKK και απορρίπτει την αυτονομία του ως πολιτικό κόμμα.

«Αυτή η στρατηγική, η οποία είχε μειωθεί εφαρμόζεται με συνέπεια εδώ και αρκετά χρόνια. Κρατάει ικανοποιημένο τον κυβερνητικό εταίρο, το Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος (MHP) και παράλληλα έχει ως στόχο να οδηγήσει σε χάσμα ανάμεσα στο HDP και στα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης», δήλωσε ακόμα ο Τεζτζούρ.

Επιπλέον σημείωσε ότι το HDP έχει γίνει πιο επουσιώδες από τη στιγμή που ο στρατός και οι δυνάμεις ασφαλείας απέκτησαν πλεονέκτημα έναντι του PKK, μέσω των τεχνολογικών εξελίξεων και της χρήσης των οπλισμένων και φονικών drone.

«Η κυβέρνηση αισθάνεται ότι δεν χρειάζεται έναν ρόλο διαμεσολαβητή όπως ήταν το HDP, χάρη στις διαρκείς επιχειρήσεις της, οι οποίες έχουν περιορίσει σημαντικά το περιθώριο του PKK για ελιγμούς».

Ακόμα εκτιμά ότι οι τουρκικές επιδρομές και επιχειρήσεις στο Ιρακινό Κουρδιστάν που θα έχουν ως στόχο βάσεις του PKK, θα αυξηθούν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και αμφιβάλλει ότι η Τουρκία θ’ ανοίξει ένα νέο μέτωπο με μία άνευ προηγούμενου επίθεση στη Σιντζάρ.

Τουλάχιστον τρεις είναι οι παράγοντες που έχουν ωθήσει τον Τεζτζούρ να βγάλει αυτό το συμπέρασμα. Πρώτος και βασικότερος είναι η παρουσία ιρακινής πολιτοφυλακές καθώς και ομάδες Σιιτών πολιτοφυλάκων στην πατρίδα των Γιαζίντι.

Επιπρόσθετα υπάρχει «μία σημαντική διεθνή ανησυχία και συμπάθεια» για τους Γιαζίντι, οι οποίοι υπέφεραν από μία βάρβαρη και άγρια γενοκτονία από το Ισλαμικό Κράτος το 2014.

Τέλος η απόσταση από τα σύνορα θα είχε αν αποτέλεσμα την πολύ πιο δύσκολη υλικοτεχνική υποστήριξη του τουρκικού στρατού για μία χερσαία επιχείρηση.

Οι ενέργειες του Ερντογάν αποκαλύπτουν την ατιμωρησία στο εσωτερικό και σε διεθνές επίπεδο

Ανάμεσα σε αυτούς που ενστερνίζονται την άποψη ότι οι συλλήψεις μελών του HDP, αποτελεί μία προσπάθεια του Ερντογάν για να στρέψει αλλού το ενδιαφέρον μετά την αποτυχημένη επιχείρηση στη Γκαρά είναι ο Μοχάμεντ Σαλίχ, αναλυτής σε ζητήματα που έχουν σχέση με τους Κούρδους και υποψήφιος διδάκτορας στο Annenberg School for Communication της Πενσυλβανία.

Οι ενέργειες του Ερντογάν «αποκαλύπτουν την ατιμωρησία τόσο στο εσωτερικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, το οποίο του δίνει τη δυνατότητα να συμπεριφέρεται μ’ έναν αυταρχικό τρόπο», δήλωσε ο Σαλίχ στο Arab News.

«Ο Τούρκος πρόεδρος θα συνεχίσει σίγουρα τις στρατιωτικές επιθέσεις στο Ιρακινό Κουρδιστάν γιατί οι επιχειρήσεις στο εξωτερικό αποτελούν προς το παρόν έναν σίγουρο τρόπο για ν’ αποπροσανατολίζει την προσοχή της κοινής γνώμης από τα πολλά προβλήματα που υπάρχουν στο εσωτερικό της χώρας», προσέθεσε.

Τέλος ως προς την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν, ο Σαλίχ υποστήριξε, «έχει ήδη καταστήσει σαφές τόσο από τη σιωπή στις μαζικές συλλήψεις όσο και από την παραβίαση των δικαιωμάτων των Κούρδων γενικά στην Τουρκία, ότι τα ανθρωπιστικά και δημοκρατικά δικαιώματα του κουρδικού λαού στην Τουρκία δεν έχουν πρακτικά καμία αξία για την κυβέρνησή του».

Πηγή: Arab News

 

Δημοσίευση σχολίου

Copyright © ΝΕΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ. Designed by John Tsipas