Αυτό είναι το κείμενο
της απόφασης του Δικαστηρίου που «ακυρώνει» τη συμφωνία Τρίπολης-Άγκυρας για
την ΑΟΖ.
Τις συμφωνίες που είχε
υπογράψει η κυβέρνηση της Τρίπολης με την Άγκυρα, για την οριοθέτηση των
θαλασσίων ζωνών, αλλά και συνεργασία μεταξύ των δύο πλευρών, ακύρωσε πριν από
λίγες ημέρες το εφετείο της Al-Bayda, σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε η Βουλή των
Αντιπροσώπων στη Λιβύη, δηλαδή η κυβέρνηση της ανατολικής Λιβύης.
Να σημειώσουμε πως η
«ακύρωση» της συμφωνίας έχει μικρή σημασία και ελάχιστη έως μηδενική επίδραση
στο πραγματικό γεγονός γιατί η μεν συμφωνία έτσι ή αλλιώς δεν αναγνωρίζεται από
την κυβέρνηση της ανατολικής Λιβύης και αντίστοιχα οι αποφάσεις και τα
δικαστήρια της ανατολικής Λιβύης δεν αναγνωρίζονται από την κυβέρνηση Σάρατζ
της δυτικής Λιβύης που αναγνωρίζεται ως η νόμιμη κυβέρνηση διεθνώς και υπέγραψε
την συμφωνία με την Τουρκία.
Τι αναφέρει
το κείμενο της απόφασης:
Ανώτατο Συμβούλιο
Δικαιοσύνης
Εις το Όνομα του
Πολυελέου και Οικτίρμονος Θεού
Εν ονόματι του Λαού
Το Τμήμα Διοικητικών
Υποθέσεων του Εφετείου της Al-Bayda, στη συνεδρίαση που έλαβε χώρα δημόσια,
στην έδρα του Εφετείου της Al-Bayda, τη Δευτέρα, 14 Jumada Al-Awal, 1442Εγίρας,
που αντιστοιχεί στις 28.12.2020, υπό την προεδρία του Anwar Attia Ismail και με
μέλη τους κ.κ. Khaled AbdullahBouzid και Fawzia Shoaib Al-Hasnouni, παρουσία
του κ. FarajAl-Qumati, Εκπροσώπου της Γενικής Εισαγγελίας και του Γραμματέα
Hatem El-Sawi εξέδωσε την παρακάτω απόφαση στη διοικητική αγωγή, καταχωρηθείσα
στο Γενικό Πρωτόκολλο με αριθμό 199/2019, που ασκήθηκε από:
1- τον κ. Πρόεδρο του
Κοινοβουλίου, υπό την ιδιότητά του,
2- τον Προϊστάμενο της
Αρχής Διοικητικού Ελέγχου, υπό την ιδιότητά του και
3- τον κ. Πρωθυπουργό
της Προσωρινής Λιβυκής Κυβέρνησης, τους οποίους εκπροσωπεί η Διεύθυνση Αγωγών
Al-Jabal Al-Akhdar,
Κατά:
1- του κ. Προέδρου του
Συμβουλίου Προεδρίας της Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας, υπό την ιδιότητά του
2- του κ. Πληρεξούσιου
Υπουργού Εξωτερικών της Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας και
3- του κ. Πληρεξούσιου
Υπουργού Εσωτερικών της Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας,
τους οποίους εκπροσωπεί
η Διεύθυνση Αγωγών Al-Bayda
Προσβάλλοντας
:
Τα δύο Μνημόνια
Συνεννόησης μεταξύ της Τουρκικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης [Εθνικής]
Συμφωνίας, το μεν πρώτο για τον καθορισμό των περιοχών θαλάσσιας δικαιοδοσίας
στη Μεσόγειο, το οποίο υπεγράφη στην τουρκική πόλη Ιστανμπούλ με ημερομηνία
27.11.2019, το δε δεύτερο με θέμα τη συνεργασία [στον τομέα] της ασφάλειας και
τη στρατιωτική συνεργασία, που υπεγράφη στην τουρκική πόλη Ιστανμπούλ με
ημερομηνία 27.11.2019.
Τα Αιτήματα :
Πρώτον: Να γίνει
επειγόντως δεκτή η προσφυγή ως προς τον τύπο, καθότι έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα,
προκειμένου να ανασταλεί η εκτέλεση των δύο προσβαλλομένων αποφάσεων (Μνημόνιο
Συνεργασίας μεταξύ της Τουρκικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης [Εθνικής]
Συμφωνίας για τον καθορισμό των περιοχών θαλάσσιας δικαιοδοσίας στη Μεσόγειο
και Μνημόνιο Συνεργασίας για τη συνεργασία [στον τομέα της]ασφάλειας και τη
στρατιωτική συνεργασία, που υπεγράφησανστην τουρκική πόλη Ιστανμπούλ με
ημερομηνία 27.11.2019).
Δεύτερον: Επί της
ουσίας και ως κύριο αίτημα, να κριθούνα νυπόστατες οι δύο προσβαλλόμενες
αποφάσεις (το Μνημόνιο Συνεννόησης μεταξύ της Τουρκικής Δημοκρατίας και της
Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας σχετικά με τον καθορισμό των περιοχών θαλάσσιας
δικαιοδοσίας στη Μεσόγειο και το Μνημόνιο Συνεννόησης για τη συνεργασία [στον
τομέα της]ασφάλειας και τη στρατιωτική συνεργασία, που υπεγράφησαν στην
τουρκική πόλη Ιστανμπούλ με ημερομηνία 27.11.2019), καθότι υπεγράφησαν από
αναρμόδιους. Προληπτικά δε να ακυρωθούν αυτές [οι αποφάσεις] ως παράνομες.
Τρίτον: Να επιβληθούν
τα δικαστικά έξοδα στους καθ’ ων η προσφυγή.
Περιστατικά:
Τα περιστατικά της
αγωγής συνοψίζονται στο ότι οι προσφεύγοντες την ήγειραν με δικόγραφο για το
οποίο καταβλήθηκαν τα νόμιμα τέλη, υπογεγραμμένο από την υπεράσπισή τους, που
καταχωρήθηκε μαζί με φάκελο πιστοποιητικών στις 30.12.2019. Σε αυτό αναφέρεται
ότι ο δεύτερος και ο τρίτος των καθ’ ων η προσφυγή, υπό την ιδιότητά τους,
βάσει οδηγιών και υπό την επίβλεψη του πρώτου καθ’ ου, υπέγραψαν στις
27.11.2019 δύο Μνημόνια Συνεννόησης με την τουρκική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη
από τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών και τον Τούρκο Υπουργό Άμυνας, το πρώτο για
τον καθορισμό των περιοχών θαλάσσιας δικαιοδοσίας στη Μεσόγειο και το δεύτερο
για την ασφάλεια και τη στρατιωτική συνεργασία.
Αυτές οι σοβαρές
αποφάσεις αποτέλεσαν παραβίαση της Συνταγματικής Διακήρυξης και της ίδιας της
Πολιτικής Συμφωνίας και σφετερίζονται την εξουσία της Βουλής των Αντιπροσώπων
και της Προσωρινής Κυβέρνησης, η οποία έχει λάβει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Η
πράξη δεν υπεβλήθη στον τρίτο προσφεύγοντα, σύμφωνα με τον Ν. 20/2013 περί
διοικητικού ελέγχου.
Η αναγνώριση από το
τουρκικό κράτος της Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας, η οποία δεν έλαβε την
εμπιστοσύνη της Βουλής των Αντιπροσώπων και δεν σχηματίστηκε σύμφωνα με τον
νόμο, είχε ως στόχο να πιέσει [την κυβέρνηση αυτή] και να αποκομίσει οφέλη, να
δεσμεύσει το λιβυκό κράτος με υποχρεώσεις και να έχει [το τουρκικό κράτος] το
ελεύθερο στα εδάφη της Λιβύης και τα χωρικά της ύδατα, εκμεταλλευόμενο το χάος
και την αστάθεια στη χώρα με πρόσχημα τις δύο προσβαλλόμενες αποφάσεις.
Το γεγονός αυτό απαιτεί
την παρέμβαση της Δικαιοσύνης, προκειμένου να προστατευθούν η χώρα και τα
συμφέροντά της και να λάβει τέλος η παραβίαση των συνόρων και των πόρων της,
σύμφωνα με το Άρθρο 9 της Συνταγματικής Διακήρυξης, το οποίο ορίζει ότι καμία
πράξη ή απόφαση δεν έχει ασυλία από τη δικαστική εποπτεία.
Η βασική αρχή είναι ότι
τα Διοικητικά Δικαστήρια είναι αρμόδια για την εκδίκαση όλων των προσφυγών που
ασκούνται κατά των πράξεων και αποφάσεων της Διοικητικής Αρχής. Οι δύο
προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν θεωρούνται κυριαρχικές πράξεις για διάφορους
λόγους, με σημαντικότερο το γεγονός ότι οι καθ’ ων δεν έχουν τη νόμιμη
αρμοδιότητα που τους επιτρέπει να προβαίνουν σε πράξεις [που αφορούν ζητήματα]
κυριαρχίας. Οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν νομικά ελαττώματα στις δύο
προσβαλλόμενες αποφάσεις, σε πολλές πτυχές, υποστηρίζοντας ότι:
Πρώτον: Οι δύο
προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι ανυπόστατες διότι παραβιάζουν τον νόμο. Αυτό έγκειται
στην παραβίαση του άρθρου 1/4 της Πολιτικής Συμφωνίας, που ορίζει τη θητεία της
Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας σε ένα έτος, από την ημερομηνία που θα λάβει την
εμπιστοσύνη της Βουλής των Αντιπροσώπων. Σε περίπτωση που δεν ολοκληρωθεί το
Σύνταγμα κατά τη διάρκειά της, η θητεία αυτή ανανεώνεται για ένα επιπλέον έτος
και μόνο. Σύμφωνα με αυτή τη διάταξη, η εντολή της Κυβέρνησης Συμφωνίας έληξε
από τις 14 Φεβρουαρίου 2018, γεγονός που καθιστά τα δύο Μνημόνια Συνεννόησης
υπογεγραμμένα από αναρμόδια άτομα. Οι δύο προσβαλλόμενες αποφάσεις αντιτίθενται
επίσης και στο όγδοο άρθρο της Πολιτικής Συμφωνίας, καθότι τα δύο Μνημόνια
Συνεννόησης δεν υποβλήθηκαν στο Υπουργικό Συμβούλιο και δεν κυρώθηκαν από τη
Βουλή των Αντιπροσώπων.
Οι δύο αποφάσεις
αντιτίθενται στο Άρθρο 32 της Πολιτικής Συμφωνίας που επιβάλλει την προστασία
του φυσικού πλούτου και των εθνικών πόρων [της χώρας] και την μη εμπλοκή τους
σε οποιαδήποτε διαμάχη. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αντιτίθενται επίσης στο
άρθρο 26 του προαναφερόμενου Ν. 20/2013.
Η δεύτερη πτυχή είναι
ότι οι δύο προσβαλλόμενες αποφάσεις παρουσιάζουν σοβαρό πρόβλημα έλλειψης
αρμοδιότητας και τούτο διότι παραβιάζουν το άρθρο 17 της Συνταγματικής
Διακήρυξης, το οποίο παρείχε την αρμοδιότητα των πράξεων που σχετίζονται με
συμφωνίες με ξένες πλευρές, καθώς και όσων σχετίζονται με την εθνική κυριαρχία,
στο Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο ή σε όποιο [Όργανο] το αντικαταστήσει, ήτοι στο
σημερινό Κοινοβούλιο, ενώ η εκτελεστική εξουσία δεν έχει καμία αρμοδιότητα σε
αυτά τα θέματα. Ως εκ τούτου, οι καθ’ ων δεν έχουν το δικαίωμα να προβαίνουν σε
συνεννοήσεις ή συμφωνίες που επηρεάζουν το ύψιστο συμφέρον του κράτους.
Οι προσβαλλόμενες
αποφάσεις έρχονται επίσης σε αντίθεση με το ψήφισμα 5/2014 της Βουλής των
Αντιπροσώπων, βάσει του οποίου η Βουλή ασκεί τις εξουσίες του Προέδρου του
Κράτους, γεγονός που καθιστά τους καθ’ ων σφετεριστές της εξουσίας της Βουλής
των Αντιπροσώπων. Οι καθ’ ων λογίζονται ως απλά άτομα, που δεν έχουν την
ιδιότητα του δημόσιου λειτουργού, καθότι η Πολιτική Συμφωνία δεν προσαρτήθηκε
στη Συνταγματική Διακήρυξη και η Κυβέρνηση [Εθνικής] Συμφωνίας δεν έχει λάβει
την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου, αλλά επέβαλε την παρουσία της ως τετελεσμένο
γεγονός.
Οι προσφεύγοντες
στήριξαν το επείγον αίτημα αναστολής της εκτέλεσης των δύο προσβαλλομένων
αποφάσεων στο στοιχείο της σοβαρότητας, υποστηρίζοντας ότι αυτή η προσφυγή έχει
τις νομικές βάσεις που θα οδηγήσουν στο ανυπόστατο των δύο προσβαλλομένων
αποφάσεων. Επίσης, το στοιχείο του επείγοντος υφίσταται διότι η εκτέλεση των
δύο αποφάσεων θα επέφερε παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του κράτους και
θα είχε δυσμενείς συνέπειες, που βλάπτουν και αποδυναμώνουν το κράτος και το
εμπλέκουν σε διεθνή προβλήματα. Επίσης, διότι αυτά τα μνημόνια τίθενται σε
εφαρμογή μόλις εγκριθούν από το Τουρκικό Κοινοβούλιο.
Διαδικασία
Οι δύο προσβαλλόμενες
αποφάσεις εκδόθηκαν στις 27.11.2019. Στις 30.12.2019 ο Δικηγόρος της Διεύθυνσης
Αγωγών, κ. Ali Bougrassa, που εκπροσωπεί νόμιμα τους προσφεύγοντες,κατέθεσε το
δικόγραφο της προσφυγής στη γραμματεία αυτού του δικαστηρίου, μαζί με τέσσερα
αντίγραφα αυτού. Κατέθεσε επίσης έναν φάκελο πιστοποιητικών, τα περιεχόμενα του
οποίου ήταν σημειωμένα στο εξώφυλλό του και τέσσερα αντίγραφα αυτού.
Στις 6.1.2020 εκδόθηκε
η απόφαση για το επείγον αίτημα, περί αναστολής της εκτέλεσης των δύο
προσβαλλομένων αποφάσεων, μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης. Στις 23.1.2020 η
Γενική Εισαγγελία κατέθεσε υπόμνημα στο οποίο αποφάνθηκε ότι τα διοικητικά
δικαστήρια δεν είναι καθ’ ύλην αρμόδια να εκδικάσουν την αγωγή.
Με ημερομηνία
23.2.2020, ο αρμόδιος δικαστής αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση για
συζήτηση,κατέθεσε συνοπτική έκθεση και όρισε την δικάσιμο της 16.3.2020 για
εξέταση της υπόθεσης. Το δικαστήριο δεν συνεδρίασε λόγω έκδοσης απόφασης από το
Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο να ανασταλούν οι εργασίες εξαιτίας της πανδημίας
του κορωνοϊού. Μετά το τέλος του διαστήματος αναστολής εργασιών, ο πρόεδρος της
Δικαστικής Περιφέρειας όρισε τη δικάσιμο της 23.11.2020 για εξέταση της αγωγής.
Στην καθορισμένη
συνεδρίαση παρέστη ο κ. Hussein Saleh,δικηγόρος στη Διεύθυνση Αγωγών,
εκπροσωπώντας τους προσφεύγοντες, και η κα Ibtisam Amrage από τη Διεύθυνση
Αγωγών, εκπροσωπώντας τους καθ’ ων η προσφυγή. Ο δικηγόρος των προσφευγόντων
παρέπεμψε στο δικόγραφο της προσφυγής και στα αιτήματα που περιέχονται σε αυτό
και ζήτησε να ορισθεί δικάσιμος για έκδοση της απόφασης.
Η δικηγόρος των
εναγομένων υπέβαλε υπόμνημα υπεράσπισης, στο οποίο κατέληξε σε αίτημα απόρριψης
της προσφυγής λόγω έλλειψης νομικής βάσης και ζήτησε να ορισθεί δικάσιμος για
έκδοση της απόφασης. Ο εκπρόσωπος της Εισαγγελίας παρέπεμψε στο υπόμνημα που
κατέθεσε στον φάκελο της αγωγής. Το δικαστήριο όρισε τη σημερινή δικάσιμο για
έκδοση της απόφασης, η οποία εκδόθηκε για τους ακόλουθους λόγους:
Αιτιολογία
[Το Δικαστήριο] κατόπιν
μελέτης της δικογραφίας, ανάγνωσης της συνοπτικής έκθεσης και ακρόασης της
αγόρευσης σκέφθηκε κατά το Νόμο
– Όσον αφορά το
συμπέρασμα της Εισαγγελίας ότι τα διοικητικάδ ικαστήρια δεν είναι καθ’ ύλην
αρμόδια να εξετάσουν την προσφυγή, με τον ισχυρισμό ότι ολόκληρη η προσφυγή
αποτελεί συνταγματική υπόθεση, για την εκδίκαση της οποίας αρμόδιο είναι το
Ανώτατο Δικαστήριο, [το δικαστήριο κρίνει] ότι είναι εσφαλμένο, διότι το
δικαστήριο αποφάσισε για το τυπικό της υπόθεσης όταν εξέτασε το επείγον σκέλος
της προσφυγής, στο οποίο η Εισαγγελία ανέθεσε την υπόθεση στο δικαστήριο.
Το δικαστήριο
παραπέμπει στο αιτιολογικό της απόφασης που εκδόθηκε στο επείγον σκέλος,
σχετικά με τον τύπο, καθότι αποφάσισε να δεχθεί την προσφυγή κατά τύπον στη
συνεδρίαση της 6.1.2020. Αυτή είναι οριστική απόφαση όσον αφορά τα πρωταρχικά
ζητήματα που έχουν να κάνουν με την αρμοδιότητα του δικαστηρίου και την αποδοχή
κατά τύπον της υπόθεσης, που δεσμεύουν [το Δικαστήριο] όταν αυτό κρίνει επί της
ουσίας.
Επιπλέον, τα όρια των
εξουσιών του κράτους,όσον αφορά το ζήτημα της κυριαρχίας και το καθιερωμένο
συνταγματικά δικαίωμα προσφυγής στη Δικαιοσύνη συνάγονται από τη σωστή
κατανόηση των συνταγματικών διατάξεων. Η κατανόηση των συνταγματικών διατάξεων
δεν περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο δικαστικό όργανο και διαφέρει από την
εκδίκαση συνταγματικής υπόθεσης, που αδιαμφισβήτητα αποτελεί αρμοδιότητα του
Συνταγματικού Τμήματος του Ανώτατου Δικαστηρίου. Για τα θέματα αυτά μεριμνά το
Ανώτατο Δικαστήριο, όπως μεριμνά και για τη νομική αρμοδιότητα που έχει
θεσπιστεί για τα Διοικητικά Δικαστήρια, γεγονός που συμβαδίζει με τη φύση του
έργου της διοικητικής δικαιοσύνης.
– Όσον αφορά το αίτημα
του δικηγόρου των καθ’ ων η προσφυγή να απορριφθεί η αγωγή, με τον ισχυρισμό
ότι η Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας είναι η εκτελεστική αρχή,σύμφωνα με τη
Συμφωνία της Skhirat, και ότι η σύναψη μνημονίων συνεννόησης και συμφωνιών
εμπίπτει στην αρμοδιότητά της, καθότι χαίρει διεθνούς αναγνώρισης και διεθνούς
νομιμότητας, υποστηρίζοντας ότι τα δύο μνημόνια συνεννόησης είναι απλές
συμφωνίες που τίθενται σε ισχύ μόλις υπογραφούν, [το Δικαστήριο κρίνει] ότι δεν
είναι βάσιμο, επειδή «Συνθήκη» σύμφωνα με τον ορισμό στη Σύμβαση της Βιέννης
για το Δίκαιο των Συνθηκών στο Πρώτο Μέρος, άρθρο 2 είναι:
«διεθνής συμφωνία που
συνάπτεται μεταξύ κρατών σε γραπτή μορφή, η οποία ρυθμίζεται από το διεθνές
δίκαιο, είτε αυτή περιλαμβάνεται σε ένα έγγραφο, είτε σε δύο σχετιζόμενα ή σε
περισσότερα έγγραφα, όποια κι αν είναι η ειδική της ονομασία».
Ως εκ τούτου, και
εφόσον τα δύο γραπτά μνημόνια συνεννόησης επιφέρουν υποχρεώσεις στο κράτος της
Λιβύης, που μπορούν να επηρεάσουν την εθνική και οικονομική της ασφάλεια,
αποτελούν συνεπώς Συνθήκη, όποια και αν είναι η ονομασία που τους έχει δοθεί.
Επιπρόσθετα, η Πολιτική
Συμφωνία που υπεγράφη στις 17 Δεκεμβρίου του 2015 ήταν στην πραγματικότητα ένα
σχέδιο για την τροποποίηση της Συνταγματικής Διακήρυξης και για την προσάρτηση
[στη διακήρυξη] των αρχών και των άρθρων που περιέχονται στη συμφωνία αυτή.
Το άρθρο 1/4 ορίζει ότι
«η θητεία της Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας διαρκεί ένα έτος από την ημερομηνία
που θα λάβειτην εμπιστοσύνη της Βουλής των Αντιπροσώπων». Το τρίτο άρθρο της
Συμφωνίας ορίζει ότι «ο Πρωθυπουργός, εντός διαστήματος ενός μήνα το πολύ από
την έγκριση αυτής της Συμφωνίας, υποβάλλει πλήρη κατάσταση με τα μέλη της
Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας που έχουν συμφωνηθεί και το πρόγραμμα εργασιών της
στη Βουλή των Αντιπροσώπων, προκειμένου να εγκριθεί πλήρως [από τη Βουλή], να
λάβει την εμπιστοσύνη και να εγκριθεί το πρόγραμμά της, σύμφωνα με τις νομικά
καθορισμένες διαδικασίες, εντός διαστήματος που δεν θα υπερβαίνει τις δέκα
ημέρες από την ημερομηνία υποβολής της [κατάστασης] στη Βουλή». Το δε άρθρο 12
ορίζει ότι:
«τη νομοθετική εξουσία
στο κράτος κατά τη μεταβατική φάση αναλαμβάνει το Κοινοβούλιο που εξελέγη τον
Ιούνιο του 2014 και ασκεί τις εξουσίες του, σύμφωνα με τη Συνταγματική
Διακήρυξη και την τροποποίησή της διά της παρούσας συμφωνίας».
Επομένως, απαραίτητα
[βήματα] για να αρχίσει τις εργασίες του το Συμβούλιο της Προεδρίας και η
Κυβέρνησή του είναι η τροποποίηση της Συνταγματικής Διακήρυξης, έτσι ώστε να
περιλαμβάνει την Πολιτική Συμφωνία και –σύμφωνα πάλι με την Πολιτική Συμφωνία–
η εξασφάλιση της εμπιστοσύνης της Βουλής των Αντιπροσώπων προς την Κυβέρνηση
Εθνικής Συμφωνίας .
Η Βουλή δεν έχει ακόμη
τροποποιήσει τη Συνταγματική Διακήρυξη και δεν έχει εκδώσει κάτι που να
αναφέρει ότι η Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας έλαβε την εμπιστοσύνη της. Συνεπώς η
Πολιτική Συμφωνία παραμένει ως είχε, ένα σχέδιο που δεν επιφέρει νομικά
αποτελέσματα και από το οποίο δεν προκύπτουν νόμιμες αρμοδιότητες.
Το γεγονός ότι ο
δεύτερος και ο τρίτος καθ’ ων η προσφυγή περιγράφονται ως πληρεξούσιοι υπουργοί
δεν ωφελεί, διότι από τον νόμο και το δεδικασμένο ορίζεται ότι η εξουσιοδότηση
έχει καθορισμένη διάρκεια και πρέπει να διευκρινίζει ποια θέματα αφορά και τις
βάσεις στις οποίες στηρίζεται.
Η εξουσιοδότηση
αρμοδιοτήτων δεν συμπεραίνεται ούτε συνάγεται με εργαλεία λογικής επαγωγής, τα
οποία δεν την ορίζουν ρητά και δεν οδηγούν σε αυτήν με βεβαιότητα, καθότι είναι
ανάθεση εξουσίας και μετατόπιση αρμοδιότητας, επομένως πρέπει να λαμβάνει μορφή
κατηγορηματικής βούλησης, ώστε ο εξουσιοδοτημένος υπάλληλος να ασκεί την
αρμοδιότητα ως δική του.
Έχει ορισθεί επίσης ότι
η εξουσιοδότηση γίνεται μόνο ως προς ένα μέρος [των αρμοδιοτήτων], καθότι δεν
νοείται να μεταβιβάζει ο ένας λειτουργός σε άλλον όλες τις εξουσίες του, διότι
με αυτό υπερβαίνει την εξουσιοδότηση αρμοδιοτήτων στην παραχώρηση της ίδιας της
εξουσίας. Μια τέτοια πράξη δεν επιτρέπεται από το Νόμο, διότι –σύμφωνα με την
ορθή κατανόηση των συνταγματικών διατάξεων, που δεν αποτελεί κρίση
συνταγματικής υπόθεσης– συνεπάγεται την παραβίαση των εξουσιών της Βουλής των
Αντιπροσώπων, η σημαντικότερη εκ των οποίων είναι η παροχή εμπιστοσύνης στην
κυβέρνηση. Οι υπουργοί της Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας δεν έλαβαν την
εμπιστοσύνη της Βουλής των Αντιπροσώπων και κανένας εξ αυτών δεν έδωσε τον
νόμιμο όρκο, αλλά εξακολουθούσαν να ασκούν το έργο τους ως εξουσιοδοτημένοι.
Καθότι το κράτος
δεσμεύεται να τηρεί όσα προκύπτουν από τις διεθνείς σχέσεις του, έχει ορισθεί
από το Σύνταγμα ότι για να αποτελέσει μια δέσμευση –ανεξάρτητα από το όνομά
της–κυριαρχική πράξη, δεν θα πρέπει να συνεπάγεται παραχώρηση της κυριαρχίας
του κράτους ή [παραχώρηση] οποιουδήποτε μέρους της επικράτειάς του ή της
εθνικής και οικονομικής του ασφάλειας. Επίσης ορίζεται ότι αυτή η δέσμευση θα
πρέπει να αναλαμβάνεται από το πρόσωπο που έχει νόμιμη και συνταγματική
εξουσιοδότηση. Διαφορετικά είναι καθήκον του δικαστικού σώματος να παρέμβει,
εάν ασκηθεί αγωγή για ακύρωση αυτής της πράξης.
Το άρθρο 34 της
Πρότασης της Επιτροπής του Φεβρουαρίου, που εγκρίθηκε βάσει της έβδομης
συνταγματικής τροποποίησης, καθορίζει τις αρμοδιότητες του Προέδρου του
κράτους, μεταξύ των οποίων είναι η σύναψη διεθνών συμφωνιών και συνθηκών.
Το δεύτερο άρθρο του
εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου, που εγκρίθηκε βάσει του Ν. 4 του 2014
περί έγκρισης του εσωτερικού κανονισμού της Βουλής των Αντιπροσώπων, ανέθεσε
στην [ίδια την] Βουλή τις εξουσίες του αρχηγού του κράτους, όπως αυτές
ορίζονται στην Πρόταση της Επιτροπής του Φεβρουαρίου, που εγκρίθηκε βάσει της
έβδομης συνταγματικής τροποποίησης, σε προσωρινή βάση μέχρι την εκλογή του
[Προέδρου] .
Κατά συνέπεια, η Βουλή
των Αντιπροσώπων είναι αυτή που εκπροσωπεί το κράτος της Λιβύης στις διεθνείς
του σχέσεις και στη σύναψη συμφωνιών και συνθηκών.
Βάσει των παραπάνω, τα
δύο Μνημόνια Συνεννόησης υπεγράφησαν από τον δεύτερο και τον τρίτο καθ’ ων, υπό
την ιδιότητά τους ως πληρεξουσίων υπουργών της Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας, η
οποία δεν έλαβε την απαιτούμενη εμπιστοσύνη. Οπότε οι δύο προσβαλλόμενες
αποφάσεις, που έγκεινται στην υπογραφή των δύο αναφερόμενων μνημονίων
συνεννόησης, εκδόθηκαν από μη αρμόδιους, ήτοι φέρουν το σοβαρό ελάττωμα της
έλλειψης αρμοδιότητας και συνεπώς πρέπει να κριθούν ανυπόστατες, όπως
αναφέρεται στο διατακτικό. Το Δικαστήριο επιβάλλει στους καθ’ ων η προσφυγήτα
δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα άρθρα 282/281 ΚΔΔ.
Για τους
λόγους αυτούς
Το Δικαστήριο, επί της
ουσίας της προσφυγής, κρίνει ανυπόστατες τις δύο προσβαλλόμενες αποφάσεις, που
έγκεινται στην υπογραφή των εκπροσώπων της Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας στα δύο
Μνημόνια Συνεννόησης μεταξύ της Τουρκικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης Εθνικής
Συμφωνίας, το πρώτο για τον καθορισμό των περιοχών θαλάσσιας δικαιοδοσίας στη
Μεσόγειο, που υπεγράφη στην τουρκική πόλη Ιστανμπούλ με ημερομηνία 27.11.2019,
και το δεύτερο για την ασφάλεια και τη στρατιωτική συνεργασία, που υπεγράφη
στην τουρκική πόλη Ιστανμπούλ με ημερομηνία 27.11.2019, καθώς επίσης και όλες
τις συνέπειες που προκύπτουν από αυτές [τις αποφάσεις]. Επιβάλλει δε στους καθ’
ων τα δικαστικά έξοδα.
Ο Πρόεδρος του
δικαστηρίου (Υπογραφή)
Δημοσίευση σχολίου