Ι. Μ . ΠΑΝΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: « ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΚΡΕΑΣ»- ΔΙΗΓΗΜΑ.





Ένα κομμάτι κρέας

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ήταν στενόχωρο, δυο καμαράκια και μέσα κει να βολεύονται πέντε νομάτοι, ο πατέρας, η μάνα, τα τρία παιδιά. Δύσκολη, βασανισμένη ζωή. Ήταν βραδιές, που τις περνούσαν με μια ριγανάδα: ένα κομμάτι ψωμί στο πιάτο, δυο σταξιές λάδι, αλάτι και ρίγανη. Κι ήταν κάποιες άλλες βραδιές, που κι ο πατέρας κι η μάνα ήταν άρρωστοι, πολύ άρρωστοι, πονούσε το στομάχι τους, λοιπόν, πώς να φάνε;

-Ωχ! πάλι αρρώστησες, μωρέ μάνα; ρωτούσε το μεγάλο παιδί, που τέλειων το δημοτικό· ολοένα άρρωστη είσαι;

-Τι να κάμω η άμοιρη, στα πόδια μου δε μπορώ να σταθώ, αποκρινόταν εκείνη.

Ύστερα τρώγανε τα παιδιά τη ριγανάδα. Και πάλι δε λέγανε να κοιμηθούν.

-Μάνα, πεινάμε.

-Τόσο που φάγατε κι ακόμα πεινάτε, τι κακό είναι τούτο;

Ο πατέρας χουχούλιζε τα χέρια του και σώπαινε. Καμιά φορά σήκωνε τα μάτια στον τοίχο αντίκρυ, εκεί βρισκόταν μια εικόνα της Παναγιάς, η πατρογονική του εικόνα, και φαινόταν να κουβεντιάζει μαζί της.

-Μάνα, τι λέει ο πατέρας; ρωτούσε και πάλι το μεγάλο παιδί, που ήθελε όλα να τα μαθαίνει.

Ο πατέρας δε σάλευε, μόνο που κοίταζε την Παναγιά και κουβέντιαζε.

-Τι να λέει; αποκρινόταν η μάνα, την προσευχή του θα κάνει.

Σαν ο πατέρας να βρισκόταν σε κόσμο ξένο και μακρινό, να μην ήταν μαζί τους, να τον ρωτήσουν. Ύστερα, έσβηναν το λυχνάρι και πλάγιαζαν.

-Κάποτε θα ‘ρθει και για μας μια μέρα καλή, έλεγε ο πατέρας, έσερνε πάνου του την αντρομίδα και πάσκιζε, απελπισμένα, να κοιμηθεί. Μα πώς να κοιμηθεί; Συλλογιόταν: “μας έκοψαν την πίστωση όλοι, μπήκαμε στο χρέος ίσαμε το λαιμό, πώς να ζήσουν ένα τσούρμο άνθρωποι με το τίποτα;”

Η γυναίκα την άκουγε τη σκέψη του μέσα στη νύχτα. “Μονάχα το πέλαγο μας απομένει, συλλογιόταν και κείνη. “Να πάμε να πέσουμε στο πέλαγο, να γίνουμε παραμύθι”. Ύστερα, ξυπνούσε το παιδί το μικρότερο και κλαούριζε μες στο σκοτάδι.

-Μανούλα, δος μου ένα κομμάτι ψωμί,

-Κοιμήσου, αφέντη μου, αποκρινόταν η μάνα, τα καλά τα παιδάκια δεν τρώνε στον ύπνο τους.

-Δε μπορώ να κοιμηθώ, θέλω ψωμί, κλαούριζε και πάλι το παιδί το μικρότερο. Τέλος, το ξανάπαιρνε ο ύπνος, αποκοιμόταν. Και τούτο να γίνεται ολοένα κι η μάνα να τρέμει, μη δε βρισκόταν την άλλη μέρα και το ψωμί, ένα κομμάτι ψωμί. Θεέ μου, γιατί δίνεις τόσο πόνο στον άνθρωπο;

Φούσκωσαν, τον πόνεσαν τα πόδια του τον πατέρα, σαραβαλιάστηκαν τα παπούτσια του, τα δάχτυλα πετάχτηκαν έξω. Από δρόμο σε δρόμο, από πόρτα σε πόρτα, να γυρεύει δουλειά και πουθενά να μη βρίσκει. Και ποιος να τον πάρει να του δουλέψει έτσι που είχε καταντήσει πια; με τα σκαμμένα μάγουλα, τα θολά μάτια, την κούφια κοιλιά, τα σερνάμενα πόδια, τα θλιμμένα χέρια; Ν’ απλώσει ο μαύρος να ζητιανέψει δεν το μπορούσε. “Κάλλιο να πεθάνω παρά να γίνω ζήτουλας, άνθρωπος νοικοκύρης!”. Αλήθεια, ήταν κάποτε άνθρωπος νοικοκύρης. Με μαγαζί, με περιβόλι, με σπίτι. Σαν έμπαινε ο χειμώνας, σόδειαζε το δικό του κρασί στο κατώγι του, μάζευε τις ελιές, έβαζε στα κιούπια το λάδι. Όμορφη, που ήταν τότε η πλάση! Κι ήταν νια η γυναίκα, με τον κόρφο να σπάσει, καθώς το ρόιδι, με τα λαμπρά μάτια, με τα ευωδάτα ζωντανά μαλλιά, με το περπάτημα της περιστέρας, μια γυναίκα για τις μεγάλες, τις ατέλειωτες νύχτες! Και να που άλλαξαν όλα. Αρρώστησε η ζωή, μαράθηκαν οι καιροί. Σιγά-σιγά, χωρίς να το νιώσει κι ο ίδιος, έφτασε σε τούτο το σύνορο, με τη γυναίκα, με τα παιδιά, σε τούτον τον όρθιο τοίχο. Και πώς να τον σπάσει τον τοίχο; Κοίταζε τους άλλους ανθρώπους, που κάπως τα βόλευαν, με το πολύ, με το λίγο, και θαρρούσε, πως ήταν ολότελα ψεύτικοι, γιατί πώς γίνεται να κατεβάζουν εκείνες τις θαυμάσιες μεγάλες μπουκιές, ν’ απολησμονιούνται στο πολύ πιοτί και να μη νοιάζονται για τη μέρα που θα ‘ρθει; Η μητέρα του είπε ορθά κοφτά:

-Ντρέπομαι πια να πηγαίνω στις γειτόνισσες και να κλαίγομαι· να καμώνομαι πως δεν πρόφτασα να πάρω ψωμί κι έχουν κλείσει οι φούρνοι· ο καθένας έχει τον πόνο του και δεν του περισσεύει τόπος να βολέψει μια ολάκερη πεινασμένη φαμίλια!

ΚΙ ΗΡΘΕ μια μέρα – κι όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, δε λείπουν κάτι τέτοιες μέρες – που άνθρωπος, σε ανάγκη βρισκόμενος, τον πήρε σιμά του και τον ρόγιασε για μια βδομάδα. Το διάφορο δεν ήταν πολύ, μα και ποιος το λογαριάζει, πολύ ή λίγο, μπροστά στο τίποτα; Δουλειά βαριά, για βαστάζο χεροδύναμο, όχι για ξεπεσμένο νοικοκύρη. Έβαλε τα δυνατά του για να μην αποφανεί, που τόσο σκληρά παιδευόταν, και του σηκώσει ο άνθρωπος την εμπιστοσύνη και την αποθέσει αλλού. Κι ήρθε το τέλος της βδομάδας και τον σκόλασε, έτσι καταπώς ήταν συμφωνημένο, για μια βδομάδα, και του μέτρησε το ξεδούλι. Και γύρισε στο σπίτι ο πατέρας φεγγοβολώντας, απομεσήμερο, Σάββατο. Κρατούσε παραμάσκαλα ζεστές κουλούρες και στρώθηκε στο τραπέζι κι άπλωσε τη μονέδα και τη μετρούσε και ξανά τη μετρούσε – ήταν όλα λιανά κι έδειχναν μπόλικα. Και τότες είπε η μητέρα, πως έπρεπε να φερθούν με νου και να μην τα ξοδιάσουν τα πάντα, κι ο πατέρας το βρήκε τούτο σωστό. Και τον παίνεψε τον άνθρωπο, που τον πήρε στη δούλεψή του, και τον είπε “ανοιχτοχέρη”, κι ας ήταν ο πιο ανάποδος κι ο πιο σφιχτός της γειτονιάς. Ρίχτηκαν τα παιδιά να τρώνε τις ζεστές κουλούρες ίσαμε που τα πόνεσε το στομάχι τους. Κι ο πατέρας ήταν τόσο πια συνεπαρμένος από πολλή ευτυχία, που δήλωσε με τον πιο επίσημο τρόπο του κόσμου τούτου, πως θα πεταγόταν ίσαμε την αγορά να πάρει ένα κομμάτι κρέας, έστω και μάγουλο βοδινό, να το βράσουν, Κυριακή μεσημέρι, και να ευφρανθεί η καρδιά τους. Κι η μητέρα ξαφνιάστηκε για τούτη την αστόχαστη απόφαση: είχαν περάσει τα Χριστούγεννα με σκέτο ρύζι και την πρωτοχρονιά με κουνουπίδι και το κρέας ήταν πολύ μεγάλη υπόθεση.

-Στην αγορά το βρίσκει κανείς, σα νυχτώσει καλά, όσο-όσο είπε ο πατέρας. Είναι η ώρα, που κλείνουν τα μαγαζιά και δε θέλουν να τους απομείνει πραμάτια για την άλλη βδομάδα και ρίχνεται η φτωχολογιά και κονομιέται με το τίποτα.

Δρόμος πολύς ήταν ίσαμε την αγορά και κακοτράχαλος, από κείνη την ερημική γειτονιά τη δική τους, κι ο χειμώνας βαρύς, ξεροβόρι του διαόλου, και να μην είναι κιόλας κανείς ντυμένος της προκοπής, να το πολεμήσει το κρύο, μα τώρα το ‘πε, τα παιδιά το προσμένουν το κρέας – και το παιδί το μεγάλο θέλει να ‘ρθει μαζί του, δε γίνεται πια να τον πάρει πίσω το λόγο του. Έδωσε της μητέρας ν’ αγοράσει λάδι και πετρέλαιο για τη λάμπα, να την ανάψουν, να μεγαλώσει το φως μέσα στο σπίτι, κι ό,τι άλλο χρειαζόταν και κείνος τυλίχτηκε καλά-καλά στη φαγωμένη του πατατούκα, πήρε από το χέρι και το μεγάλο παιδί και κατηφόρισαν, εδώ να πέσουν, εκεί να πέσουν, ίσαμε τη φαρδιά δημοσιά.

Η νύχτα ε΄χε βαθύνει, καθώς στα παραμύθια, που κάνουν τα ευτυχισμένα παιδιά ν’ ανατριχιάζουν σιμά στο τζάκι. Περάσανε τις σκοτεινές γειτονιές, ύστερα τις άλλες, με το φως το αμφίβολο, μπήκαν στην αγορά. Το παιδί την ήξερε, την είχε κάποτε ιδεί, Σάββατο μεσημέρι, καλοκαιριά, γεμάτη όμορφα κρέατα, όμορφα ψάρια, όμορφους καρπούς, πράματα και θάματα, να σαλεύει ο νους του φτωχού, τόση ήταν η ομορφιά εκεί μέσα και δε θα μπορούσε τώρα να πει, αν ήταν ο τόπος ο ίδιος. Στα τσιγκέλι, στους πάγκους είχαν απομείνει γδαρμένες βοϊδοκεφαλές, μαύρες πέτσες, φοβερά λαρύγγια, καταματωμένα, άσπρα πλεμόνια, που μήτε πεινασμένη γάτα δε θα τα καταδεχόταν, γουρουνίσια ξύγκια, γυμνά πλευρά, όλα τα θλιβερά απομεινάρια, που αδέσποτοι σκύλοι τα κυκλογύριζαν σμάρι και τα κοιτούσαν απελπισμένοι. Κι,ήταν απάνου στους έρημους πάγκους αλλόκοτα ψάρια, με μαύρες ράχες, με μεγάλα κεφάλια και πλατιές ουρές, σκαθάρια που σάπιζαν με την ησυχία τους, σαργοί που είχαν αφήσει τη θάλασσα πριν από χρόνια σαρδέλες λιωμένες, πλάσματα του μεγάλου νερού πεθαμένα από καιρό, να σε παίρνει η μπόχα και να λες “κάλλιο να μην είχα μύτη, Θεέ μου!”. Κι αλλού σωριασμένα λαχανικά, μαραμένα, ξεφτισμένα, και σάπια φρούτα, χτυπημένα πορτοκάλια και μήλα με κατάμαυρες βούλες και κούφια κάστανα και τα φώτα να νυστάζουν και το ξεροβόρι να διαφεντεύει τα πάντα, τόσο που τσιρίνιαζαν τα δάχτυλα, που πονούσαν τα πόδια, που γέμιζαν τα μάτια δάκρυα, που έκαιγαν τα μάγουλα από την πολλή παγωνιά. Κι ανάμεσα σ’ όλα τούτα να γυροφέρνει ένας λαός παρδαλός, σακάτης και χαμοσερνάμενος, γριές διπλοσφιγμένες σε κουρελιάρικα μποξαδάκια, χλωμοί μισόκοποι, λιμασμένα παιδιά, άνθρωποι που συλλογιόσουν, πως κάπου τους ξέχασε ο Θεός, ανήλιαγοι, που δεν είχαν μάθει να χαμογελούν, να υπάρχουν. Και τ’ ανασκάλευαν τα κρέατα, τα ψάρια, με δισταγμό, σα να μη μπορούσαν να ελπίζουν, πως θα τα κάμουν δικά τους – γιατί κι από κείνη τη φτώχεια μεγαλύτερη ήταν η φτώχεια τους. Στάθηκε ο πατέρας μπροστά σ’ έναν πάγκο, ο χασάπης βιαζόταν να κλείσει, πήρε μια βοϊδοκεφαλή στα χέρια του, γέμισε αίματα, την κοίταξε από δω, την κοίταξε από κει, τον κοίταξε κι η βοϊδοκεφαλή, ένα μάτι ολότελα πεθαμένο, γεμάτο πλήξη και κούραση.

-Μπορείς να μου κόψεις αυτό το μάγουλο; Πόσο θα βγει;

-Ίσαμε μιάμιση οκά, αποκρίθηκε ο χασάπης· φορούσε ποδιά μακριά ίσαμε τα στραγάλια, όλη παγωμένο αίμα και ξύγκι.

Ο πατέρας το κοίταξε το μάγουλο, το ξανακοίταξε, το μύρισε, το ξαναμύρισε, ο χασάπης περίμενε με το χαντζάρι στο χέρι, “μιάμιση οκά, πάει πολύ”, είπε πατέρας, “φτηνό είναι, πάρε το να χορτάσει η φαμίλια”, αποκρίθηκε ο χασάπης, άφησε για μια στιγμή το χαντζάρι, έτριψε τα χέρια του δυνατά, ήταν και κείνο το ξεροβόρι το άθεο, το ασυμπόνετο, “λοιπόν, θα το πάρετε, κύριε, ή όχι;”, ρώτησε ο χασάπης, τον είπε και “κύριο”, πάλι καλά, το παιδί έβαλε τα κλάματα, άλλο δε μπορούσε να βαστάξει το κρύο, τ’ αποφάσισε πια ο πατέρας, έκοψε ο χασάπης το μάγουλο κι απόμεινε η βοϊδοκεφαλή να χάσκει από το ‘να το μέρος απορημένη.

Το τύλιξε σε μια εφημερίδα, το πήρε ο πατέρας, ξεκίνησαν να γυρίσουν στο σπίτι. Όπου κάπου παίρνει το μάτι του πατέρα κι ένα κουνουπίδι, τ’ αγοράζει και κείνο. Το ρολόι της δημαρχίας χτυπούσε δέκα. Άρχισε να πέφτει χιονόνερο και βάλτωναν οι χτύποι μες στο χιονόνερο,ένας-ένας, και θαρρούσες, πως ήταν ουρλιαχτά κι ερχόντουσαν από μακριά, κι ας ήταν τόσο σιμά το ρολόι. Ο πατέρας κρατούσε στο ‘να χέρι το κουνουπίδι, στ’ άλλο το μάγουλο, το παιδί με σηκωμένο γιακά, με τα πόδια ξυλιασμένα, πότε μιξόκλαιγε, πότε ρουθούνιζε και τα δόντια του να χτυπούν και να σέρνεται, “ας έλειπε και το κρέας και το καλό του!”, ολοένα μουρμούριζε ο πατέρας και σερνόταν και κείνος από δρόμο σε δρόμο. Λιγοστοί ήταν εκείνη την ώρα οι περαστικοί. Κάποια παράθυρα ήταν λαμπρά φωτισμένα και μέσ’ από τζάμια με πυκνόν αχνό μπορούσες να ξεκρίνεις μικρές ευτυχίες, τραπέζια στρωμένα, παιδιά συμμαζωμένα γύρω στη φωτιά, χοντρά στρωσίδια, ό,τι χρειάζεται ο μαύρος ο άνθρωπος, για να κοιμηθεί, να βάλει ανάπαυση, πολλή ανάπαυση στο κορμί του.

Ύστερα, το ξεροβόρι δυνάμωσε, το χιονόνερο έπεφτε πιο πυκνό. Έφτασαν στη δημοσιά με τα ταλαιπωρημένα φανάρια του γκαζιού. Εκεί σταμάτησε το παιδί και ξέσπασε σε κλάματα γοερά, μήτε χέρια μήτε πόδια ν’ αναδέψει μπορούσε.

-Πατέρα, είπε, πήγαινε το κρέας στο σπίτι. Εγώ θα πεθάνω εδώ.

Και τι να κάμει πια κι ο πατέρας σήκωσε το παιδί, το χουχούλισε, να το ζεστάνει με την ανάσα του, έτριψε τ χέρια του, το πήρε στην αγκαλιά του, πάσκισε να προχωρήσει, όπου το παράτησε το κουνουπίδι στη μέση του δρόμου, ας το φάει κάποιος άλλος, οι πεινασμένοι δε λείπουν από τούτη τη γης. Και το χιονόνερο ολοένα να σφίγγει, να τους δέρνει ασυμπόνετο. Ο πατέρας έβγαζε κοντή ανάσα, η καρδιά του χτυπούσε βουερά.

-Πήγαινε το κρέας στο σπίτι, έλεγε το παιδί.

Κι αφήκαν τη δημοσιά και πέσανε στα δρομάκια τ’ ανηφορικά, τα κακοτράχαλα, ανάμεσ’ από σαρακοφαγωμένους αυλόγυρους, θλιβερά σπιτάκια της ερημιάς και της σκοτεινιάς, λογής-λογής σκουπίδια αδειασμένα καταμεσής, σε κείνο τον κόσμο τον ορφανό το δικό τους, και να τους ζώνει το φριχτό σκοτάδι και να μην ξέρουν πού πάνε, πού βρίσκονται.

-Πατέρα, φώναζε το παιδί, θα πεθάνω!

-Κάλλιο να ‘λειπε το κρέας και το καλό του, βογγούσε, ούρλιαζε ο πατέρας. Να, όπου και να ‘ναι, θα φτάσουμε, φτάνουμε.

Και πού να φτάσουν! Και να ‘ναι όλα βουβά περίγυρα, καταχωνιασμένα στον ύπνο, ποια πόρτα να χτυπήσει κανείς τέτοια ώρα, ποιο έλεος κι από ποιον να ζητήσει. Κι ο πατέρας να το κρατεί σφιχτά το παιδί και να σέρνονται, να σέρνονται, στην άκρη του κόσμου, στην ούγια της δημιουργίας, μέσα σ’ ένα ουρανό που είχε πέσει μπρούμυτα πάνου στο παγωμένο πρόσωπο της γης. Ανοίχτηκαν σε πλατωσιά, που μήτε την είχαν στον πηγαιμό είτε άλλη φορά συναπαντήσει, μεγάλη, σκοτεινή πλατωσιά.

-Χάσαμε το δρόμο, χαθήκαμε, είπε ο πατέρας.

Κι απάνου σε τούτο τους ρίχνεται σμάρι σκυλιά πεινασμένα. Η νύχτα τα ξέρασε τα σκυλιά, κοπάδι ανήμερο, από τους αυλόγυρους, από τις χαμηλέ γειτονιές. Γέμισε ο τόπος δεινά ουρλιαχτά, και το χιονόνερο να πέφτει πυκνό, και τα σκυλιά να κυνηγιούνται, να θρηνούν ορφανά μέσα σε κείνη την πλάση την ορφανή. Τάχυνε ο πατέρας το βήμα, έκαμε να σκύψει, πέτρα να βρει να σηκώσει, γλιστράει από τα χέρια του κομμάτι το κρέας, συμμαζώνονται, οσμίζονται τα σκυλιά, τη σκίζουν μονανεπνιάς την εφημερίδα, αρχίζουν να τραβολογούν  το βοϊδομάγουλο και να μουγκρίζουν. Ο πατέρας αφήνει παράμερα το παιδί, χύνεται ανάμεσα στα σκυλιά, να γλιτώσει το κρέας. Είν’ ένα τυφλό, απελπισμένο κυνήγι. Απλώνει τα χέρια, πιάνει μαλλιαρά μουσούδια, ουρές, τα σκυλιά μανιασμένα του ρίχνονται, τον δαγκώνουν όπου προφταίνουν, αρχίζουν να τον παίρνουν τα αίματα, η καρδιά του είναι γεμάτη πανικό, λίγο και θα λιώσει μέσα σε κείνη την κόλαση. Μόλις που ακούγεται ο θρήνος, η φωνή του παιδιού. Ψυχή ανθρώπου δε βρίσκεται να συντρέξει. Άλλος γλιτωμός δεν υπάρχει, ν’ αφήσει το βοϊδομάγουλο στα σκυλιά, να πάρει το παιδί και να φύγει.

Μακριά, στο βάθος του χειμώνα, το ρολόι της δημαρχίας χτυπάει έντεκα. Η μάνα τους προσμένει πίσω από την πόρτα. τ’ άλλα παιδιά έχουν αποκοιμηθεί. Τι άθλιοι, τι δυστυχισμένοι που είναι! Παγωμένοι, γεμάτος αίματα ο πατέρας, χωρίς τη δύναμη να κουνηθεί το παιδί, με τα χέρια αδειανά, με τη φρίκη στα μάτια! Τουλάχιστο, απόψε έχουν στη λάμπα πετρέλαιο. Και το ψωμί είναι μπόλικο!

Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος, Το δαχτυλίδι με τα παραμύθια. Διηγήματα. Εισαγωγή: Μιχάλης Γ. Μερακλής. Σειρά: Ελληνική λογοτεχνία Ι. Εκδόσεις Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος. Αθήνα 1981.

Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος - Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου - Ιδιωτικά Σχολεία - Παλλήνη

Ο Ι[ωάννης] Μ. Παναγιωτόπουλος (1901-1982) γεννήθηκε στο Αιτωλικό, πρωτότοκος γιος του Μιχαήλ και της Ειρήνης. Οι γονείς του απέκτησαν τρία ακόμη παιδιά που πέθαναν όμως σε παιδική ηλικία. Το 1910 η οικογένεια Παναγιωτόπουλου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και γράφτηκε Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Αποφοίτησε το 1923 και εργάστηκε για πολλά χρόνια στην ιδιωτική εκπαίδευση. Υπήρξε βασικό στέλεχος της ιδιωτικής σχολής Μακρή, την οποία αργότερα αγόρασε και μετονόμασε σε Ελληνικά Εκπαιδευτήρια (πρόκειται για τη γνωστή σήμερα ως Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου στο Παλαιό Ψυχικό). Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ταξίδεψε στην Ευρώπη, τη Μικρά Ασία, την Κίνα και αλλού. Το 1947 διορίστηκε καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Διετέλεσε μέλος Διοικητικού Συμβουλίου στην Εθνική Πινακοθήκη, το Εθνικό Θέατρο και το μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών της κυβέρνησης Κ. Καραμανλή το 1974. Το 1976 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα το 1982. Το σύνολο του συγγραφικού έργου του Ι. Μ.Παναγιωτόπουλου είναι τεράστιο σε έκταση. Ασχολήθηκε επί εξήντα χρόνια παράλληλα με την ποίηση, την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, την αρθρογραφία, το δοκίμιο, την κριτική. Το πρώτο του δημοσίευμα ήταν ένα πεζό κείμενο γραμμένο στην καθαρεύουσα στις στήλες της εφημερίδας “Ελλάδα” το 1916, ενώ συνέχισε να δημοσιεύει κείμενά του στα περιοδικά “Ναυτική Δόξα”, “Σφαίρα και Εθνικό Εγερτήριο”. Το 1920 πραγματοποίησε την πρώτη του ουσιαστική εμφάνιση στα γράμματα από τις στήλες του περιοδικού “Μούσα” των Νάσου Χρηστίδη και Παύλου Καλλιγά (1920-1923), του οποίου υπήρξε συνδιευθυντής μαζί με τους Λέοντα Κουκούλα, Μιχαήλ Στασινόπουλο και Κλέωνα Παράσχο. Ακολούθησαν συνεργασίες του με περιοδικά και εφημερίδες όπως η “Ζωή”, η “Νέα Ζωή”, τα “Νέα Γράμματα”, το “Νέον Κράτος”, η “Νέα Εστία”, η “Πρωία”, η “Ελευθερία”, ενώ συνεργάστηκε επίσης στη “Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια” του Πυρσού. Στα πρώτα του ποιήματα κινήθηκε στο πλαίσιο του αισθητισμού, του νεοσυμβολισμού και του νεορομαντισμού με έντονες επιρροές από τον Κωστή Παλαμά (εδώ ανήκει η πρώτη του ποιητική συλλογή “Το βιβλίο της Μιράντας” του 1924) και στράφηκε αργότερα προς την ανανεωτική τάση των ποιητών του μεσοπολέμου, την εσωτερικότητα και τον υπερρεαλισμό (ορόσημο η ποιητική συλλογή “Αλκυόνη”, γραμμένη από το 1934 ως το 1948). Στην πεζογραφία του παρατηρείται συνύπαρξη ποιητικών στοιχείων με στοιχεία κριτικού στοχασμού, καθώς επίσης μια ιδιαίτερη φροντίδα της έκφρασης (σημειώνονται ενδεικτικά τα έργα του “Αστροφεγγιά” (1945), “Χαμοζωή” (1946), και “Τα εφτά κοιμισμένα παιδιά” (1956 – Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος). Στην κοσμοθεωρία του ανιχνεύονται αρχικές επιρροές από την πεσιμιστική αντίληψη για τη ζωή που υιοθέτησαν και σύγχρονοί του αισθητιστές λογοτέχνες (Κώστας Ουράνης, Τέλλος Άγρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης κ.ά.), ενώ στα έργα της ωριμότητάς του στράφηκε προς μια τραγική στάση αποδοχής του ανεκπλήρωτου της ηδονής και της ματαιότητας της ανθρώπινης ζωής. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ι. Μ.Παναγιωτόπουλου βλ. Ζήρας Αλεξ., “Παναγιωτόπουλος Ι. Μ.”, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κούσουλας Λουκάς, “Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος”, Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Στ΄, σ.364-417. Αθήνα, Σοκόλης, 1993 και Χατζηφώτης Ι.Μ., “Παναγιωτόπουλος Ι.Μ.”, Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.



(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.) & timesnews.gr

Δημοσίευση σχολίου

Copyright © ΝΕΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ. Designed by John Tsipas