ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ: «ΑΝ ΔΕΝ ΜΟΥ’ ΔΙΔΕΣ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΚΥΡΙΕ»




Νικηφόρος Βρεττάκος «Αν δε μου ‘δινες την ποίηση Κύριε»


Αν δε μου  ‘δινες την ποίηση, Κύριε,
δε θα ‘χα τίποτα για να ζήσω.
Αυτά τα χωράφια δε θα ’ταν δικά μου.
Ενώ τώρα ευτύχησα να ‘χω μηλιές,
να πετάξουνε κλώνους οι πέτρες μου,
να γιομίσουν οι φούχτες μου ήλιο,
η έρημός μου λαό,
τα περιβόλια μου αηδόνια.

Λοιπόν; Πως σου φαίνονται; Είδες
τα στάχυα μου, Κύριε; Είδες τ’ αμπέλια μου;
Είδες τι όμορφα που πέφτει το φως
στις γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι  έχω ακόμη καιρό!
Δεν ξεχέρσωσα όλο το χώρο μου, Κύριε.
Μ’ ανασκάφτει ο πόνος μου κι  ο κλήρος μου μεγαλώνει.
Ασωτεύω το γέλιο μου σαν ψωμί που μοιράζεται.

Όμως,
δεν ξοδεύω τον ήλιό σου άδικα.
Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ’ ό,τι μου δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι την ερμιά και τις κατεβασιές του χειμώνα.
Γιατί θα ‘ρθει το βράδυ μου. Γιατί φτάνει όπου να ‘ναι
το βράδυ μου, Κύριε, και πρέπει
να ‘χω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά
για τους τσοπάνηδες της αγάπης.




ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ:


Ο Νικηφόρος Βρεττάκος αντικρίζει την ποίηση σαν θείο δώρο που του δόθηκε από τον Κύριο για να εξωτερικεύσει μέσω αυτού την αγάπη και την καλοσύνη που ενυπάρχει στην ψυχή του. Η ποίηση γίνεται αντιληπτή εδώ σαν μια διαδικασία εμβάθυνσης, σαν μια διαδικασία εσωτερικής ωρίμανσης, πνευματικής καλλιέργειας και ηθικής βελτίωσης. Ο ποιητής χάρη στην ενασχόλησή του με την ποίηση, χάρη στο κάλεσμα της ποίησης να διερευνήσει όλο και ουσιαστικότερα τον εσωτερικό του κόσμου, αποκτά σταδιακά μια βαθύτερη κατανόηση του εαυτού του και της αξίας που έχει γι’ αυτόν η διδασκαλία αγάπης του Κυρίου.
Η ποιητική τέχνη γεμίζει με νόημα την ύπαρξη του ποιητή, του προσφέρει έναν ιδανικό σκοπό να υπηρετεί και του παρέχει μια άξια κατεύθυνση να ακολουθεί. Έτσι, μέσα από τις εσωτερικές διεργασίες που απαιτεί η δημιουργία ενός αληθινού ποιητικού έργου, ο ποιητής βιώνει μια καίρια πνευματική και ψυχική αναγέννηση. Η θετική επίδραση της ποίησης στη ζωή του, μάλιστα, δίνεται με ιδιαίτερη παραστατικότητα μέσα από μια αναλογία, όπου η ψυχή του ποιητή, οι επιλογές και οι πράξεις του παρουσιάζονται ως ένα χωράφι που με προσοχή καλλιεργημένο αποδίδει τους καλύτερους καρπούς. Κάθε στοιχείο της ύπαρξής του βαπτίζεται στο νόημα της αγάπης, στο νόημα της προσφοράς προς τους άλλους, κι αλλαγή που προκύπτει μοιάζει με τον ερχομό της άνοιξης στη γη. Μόνο που σε ό,τι αφορά την ψυχική υπόσταση του ποιητή ακόμη κι οι πέτρες πετούν κλώνους, ακόμη δηλαδή και τα σκληρότερα και πιο επώδυνα βιώματά του συνεισφέρουν πρόσφορο έδαφος για την ποιητική δημιουργία.
Έτσι, τα χέρια του γεμίζουν ήλιο∙ μια διάθεση αισιοδοξίας και πολύτιμης προσφοράς. Η έρημός του γεμίζει με λαό∙ αίρεται η μοναξιά του ποιητή, με την απόρριψη του εγωκεντρισμού και της προσήλωσης στον εαυτό του. Τα περιβόλια του γεμίζουν με αηδόνια∙ μέσα από το ποιητικό του έργο ακούγονται πια οι ευφρόσυνοι ήχοι μιας ψυχής που έχει γνωρίσει την εσωτερική πληρότητα, μιας ψυχής που γνωρίζει πλέον πώς να αποδώσει την ευγνωμοσύνη για το θείο δώρο της ύπαρξης. Κι η ευνοϊκή επίδραση της ποίησης συνεχίζει καλύπτοντας κάθε πτυχή της προσωπικότητας του ποιητή, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως έχει ολοκληρωθεί η προσπάθεια αναμόρφωσης της ζωής του. Ο ποιητής γνωρίζει πως δεν έχει ξεχερσώσει όλο το χώρο του, γνωρίζει πως τόσο η προσπάθεια να αποβάλει κάθε αρνητική έκφανση του εαυτού του, όσο και η προσπάθεια να αξιοποιήσει κάθε δυνατότητά του υπηρετώντας την ποιητική τέχνη απαιτούν πολύ χρόνο. Ωστόσο, αντιλαμβάνεται πως θα πρέπει να συνεχίσει με συνέπεια την ποιητική του δημιουργία καθώς η έλευση του βραδιού, η έλευση του τέλους είναι κάτι το αναπόφευκτο. Έτσι, χωρίς να σπαταλά τίποτε απ’ ό,τι του προσφέρει το θεϊκό δώρο του Κυρίου, χωρίς δηλαδή να ξοδεύει άδικα το θεϊκό δώρο της ζωής, συνεχίζει ακάματος την υπηρέτηση της αγάπης μέσα από την ποίησή του.
Παρατηρούμε, λοιπόν, πως ο Νικηφόρος Βρεττάκος συνδυάζει την ποιητική του δημιουργία με την ανάγκη προσφοράς στους άλλους ανθρώπους, με την ανάγκη να αναδειχθεί η αξία της αγάπης, αλλά και με την ουσιαστική αναμόρφωση της ζωής και της προσωπικότητάς του, ώστε να ζει όσο γίνεται πλησιέστερα προς τους τρόπους που πρεσβεύει η διδασκαλία του Κυρίου. Η ποίηση είναι γι’ αυτόν κάτι πολύ σημαντικότερο από μια απλή ενασχόληση, γίνεται επί της ουσίας τρόπος ζωής και έκφρασης των βαθύτερων ηθικών και ψυχικών επιδιώξεών του.


Η ζωή  & το έργο του Νικηφόρου Βρεττάκου:


Γεννημένος την πρωτοχρονιά του 1912 στις Κροκεές της Λακωνίας, ο Νικηφόρος Βρεττάκος ζει τα πρώτα του χρόνια μαζί με τους γονείς και τα πέντε αδέλφια του σε ένα αγρόκτημα στην Πλούμιτσα και μεγαλώνει κοντά στην φύση και τον Ταΰγετο, που καθόρισε την αγάπη του για το φυσικό κάλλος και κατ’ επέκταση την ποιητική του ιδιοσυγκρασία – οι αναφορές σε αυτά τα κομμάτια ελληνικής γης είναι διάχυτα σε όλο του το έργο.

Σαν  μαθητής στο Γύθειο και ως φοιτητής στην Νομική Σχολή της Αθήνας, ο Νικηφόρος Βρεττάκος αντιλαμβάνεται τελικά ότι δεν τον γοητεύουν οι νόμοι, αλλά μόνο τα γράμματα. Στην διακοπή των σπουδών του, σημαντικό ρόλο παίζει και η οικονομική δυσπραγία της οικογένειάς του, αφού από νωρίς έπρεπε να αναζητήσει δουλειά. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως άφησε ποτέ του κάτω την πένα του: Στα τέλη της δεκαετίας του ’20 εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή («Κάτω από σκιές και φώτα»), ενώ με την δεύτερη («Κατεβαίνοντας στην Σιγή των αιώνων»), αναγκάζει τον Κωστή Παλαμά να δηλώσει δημόσια πως θέλει να τον γνωρίσει.

Από εκείνη την στιγμή, και μέσα σε δέκα χρόνια, η ζωή του γίνεται ένα πεδίο διαρκούς μάχης: Ένας γάμος, το πρώτο του παιδί, ένα βιβλίο του στην πυρά από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, ο ελληνοϊταλικός πόλεμος στον οποίο υπηρετεί ενεργά και στην συνέχεια η Αντίσταση, κατά την οποία οργανώνεται στο ΕΑΜ συνθέτουν το σκηνικό μιας πολυτάραχης, «θορυβώδους» δεκαετίας. Ο θόρυβος όμως δεν μπόρεσε να ανακόψει την έμπνευσή του, η οποία διοχετευόταν στους λυρικούς του στίχους, που εξυμνούσαν την ειρήνη, την αγάπη, την ελληνικότητα, και ενέπνεαν ταυτόχρονα και τους υπόλοιπους συναγωνιστές του κατά την Κατοχή.

Κι ενώ, μεταπολεμικά, έρχονται οι πρώτες διακρίσεις και τα τιμητικά βραβεία, αρχίζουν και οι διώξεις για τα πολιτικά του φρονήματα, καθώς αποτελούσε μέλος του ΚΚΕ. Αργότερα, εξαιτίας του δράματός του «Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου» διαγράφεται και από το ΚΚΕ, ενώ η μοίρα του παίζει παράξενα παιχνίδια: Ενώ λαμβάνει το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και τα ποιήματα του γνωρίζουν διεθνή καταξίωση, στις αρχές της δεκαετίας του ’60 μένει άνεργος, το σπίτι του στην Πειραιά όπου ζούσε με την σύζυγό του κατεδαφίζεται, και καταλήγει να δουλεύει ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο.

Η δικτατορία των συνταγματαρχών το ’67 σηματοδοτεί την φυλάκιση του γιου του, Κώστα, και την αυτοεξορία του ίδιου στην Ελβετία, όπου συνεχίζει να συγγράφει και να γνωρίζει διεθνή αποθέωση – έκτοτε προτάθηκε τέσσερις φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Λίγο μετά την Μεταπολίτευση, εγκαθίσταται μόνιμα στην αγαπημένη του Πλούμιτσα στην Λακωνία και ξεκινά την τελευταία γόνιμη ποιητική του περίοδο, μέχρι την 4η Αυγούστου του 1991, οπότε και αφήνει την τελευταία του πνοή. Το πλήρες έργο του μπορείτε να το δείτε εδώ.

Ποίηση γεμάτη φυσιολατρικά σύμβολα, γεμάτη… Ταΰγετο, γεμάτη παιδικά βιώματα. Τον ρόλο της φύσης μέσα στο έργο του Νικηφόρου Βρεττάκου αναζήτησε η σειρά «Προσώπων Τόποι», το σχετικό επεισόδιο της οποίας μπορείτε να δείτε στο παρακάτω video, στο οποίο οι φιλόλογοι Γεωργία Κακούρου-Χρόνη και Παναγιώτης Βρεττάκος αναλύουν την έννοια της εντοπιότητας και της θρησκευτικότητας στην ποίησή του. Η φωνή του ίδιου του ποιητή ακούγεται να απαγγέλει ποιήματά του. Επίσης, εδώ μπορείτε να δείτε ένα αφιέρωμα στην γενέτειρα του ποιητή, τις Κροκεές, και τον Νικηφόρο Βρεττάκο να απαγγέλει τον περίφημο «Πικραμένο Αναχωρητή» του.


Ο «Πικραμένος Αναχωρητής» γνώρισε και μελοποίηση, από τους καλλιτέχνες Π. Κωνσταντακόπουλο και τον Β. Σκουλά, εκτέλεση που μπορείτε να ακούσετε στο παρακάτω video.


«Υπάρχουν και σήμερα ακόμα λαοί που ζουν μια συνεχή Μεγάλη Παρασκευή… Οι Καϊάφες και οι Ηρώδηδες εξακολουθούν να υπερβασιλεύουν ακόμη και σήμερα. Και εξακολουθούν να είναι αδυσώπητοι». Τα λόγια του Νικηφόρου Βρεττάκου ακούγονται από τον ίδιο στο ειδικό αφιέρωμα της ΕΡΤ για το Πάσχα, κι όμως, μοιάζουν να ταιριάζουν απόλυτα και με τις πληγές του ελληνισμού ανά τις εποχές, μέχρι και σήμερα. Δείτε παρακάτω το σχετικό αφιέρωμα με την συνέντευξη του ποιητή.


Η ημέρα του θανάτου του Νικηφόρου Βρεττάκου, το 1991, σήμανε το τέλος ενός μεγάλου κεφαλαίου για τα ελληνικά γράμματα και οι τηλεοπτικοί σταθμοί αφιέρωσαν αρκετό χρόνο στην ανασκόπηση του σημαντικού του έργου. Παρακάτω μπορείτε να παρακολουθήσετε το ειδικό αφιέρωμα του MEGA στον ποιητή, καθώς και πλάνα από παλαιότερες συνεντεύξεις του.


«Στην ποίηση έδωσα την ψυχή μου, και χωρίς να είμαι βέβαιος ότι είμαι ποιητής, ξέρω τώρα πως δεν είμαι τίποτε άλλο».
 Ο Νικηφόρος Βρεττάκος ήξερε κατά βάθος πως γεννήθηκε για την ποίηση. Άλλωστε αυτό αποδίδει και με τους στίχους του:
«Ἔχω ἤδη ἀφήσει τὴν καρδιά μου στὴ γῆ
νὰ χτυπάει μονάχη της. (Αὐτὸ εἶναι ἄλλωστε
ἡ ποίηση). Νὰ μποροῦν νὰ τὴν ἔχουν
στὶς σάκκες τους τὰ παιδιά, νὰ τὴν μετακινοῦνε
οἱ ταξιδιῶτες. Κ’ οἱ πικραμένοι
ποὺ ξέμειναν ἀπὸ ἥλιο, ν’ ἀκοῦν
το φλοῖσβο του μέσα της.»






Η αρχική μου σελίδα στο  ανανεωμένο, γρήγορο , Λογοτεχνικό περιβόλι!

Με αναφορές από το  latistor.blogspot.com

Δημοσίευση σχολίου

Copyright © ΝΕΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ. Designed by John Tsipas