ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΣ ΕΡΩΤΑΣ.




Αν υπάρχει κάτι για το οποίο αξίζει να ζει ο Άνθρωπος, αυτό είναι το να φτάσει μέχρι την θέα αυτού του Απολύτου του Αγαθού.
Ο Άνθρωπος, στην προσπάθειά του να γίνει Μέτοχος της Απόλυτης Ομορφιάς και της αθανασίας, δύσκολα θα μπορούσε να βρει πολυτιμότερο συμπαραστάτη από τον Έρωτα.

Ο Πλατωνικός Έρωτας.  Γράφει ο Βασίλειος Γκίκας, Ακαδημαϊκός.




Ο όρος Πλατωνικός Έρωτας επινοήθηκε τον 15ο αιώνα κι έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην κατεύθυνση της Ισότητας των δύο φύλων. Την εποχή που μεταχειρίζονταν τις Γυναίκες ως Σκλάβες ή Παραγωγικές Μηχανές, ο Πλατωνικός Έρωτας ήρθε να δώσει στον γυναικείο πληθυσμό περισσότερο χρόνο γιά φλερτ και συμμετοχή στα Καλλιτεχνικά και Πολιτιστικά Δρώμενα.



Η συμβολή του Πλάτωνα στην Ανθρωπότητα και στη μεταστροφή από μία Κοινωνία Πολεμιστών σε μία Κοινωνία Σοφών ήταν τεράστια. Εξαιτίας του, σήμερα έχουμε Ήρωες τον Σαίξπηρ και τον Αϊνστάιν κι όχι τους Ιππότες με τις αστραφτερές πανοπλίες. Η φράση Πλατωνικός Έρωτας είναι αρκετά συνηθισμένη, αν και λίγοι έχουν υπόψη τους το ακριβές περιεχόμενό της.



Στο ερώτημα τι είναι ο Πλατωνικός Έρωτας; η πλειοψηφία απαντά πως πρόκειται γιά τον ανεκπλήρωτο έρωτα. Γιά τον έρωτα που, γιά διάφορους λόγους, έμεινε ανέκφραστος, θαμμένος βαθιά μέσα μας. Συχνά, ακούμε τη φράση Πλατωνικός Έρωτας όταν κάποιος αναφέρεται στον πνευματικό ή εγκεφαλικό έρωτα. Κατά τον Εμμανουήλ Ροΐδη ο Πλατωνικός Έρως είναι μαλακόν παξιμάδιον διά τους μη έχοντας οδόντας.



Σε κάθε περίπτωση η απάντηση θα περιέχει την υπόνοια πως Πλατωνικός είναι ο Έρωτας, που ποτέ δεν δοκίμασε τη σαρκική επαφή. Από τον Μύθο της Διοτίμας όμως δεν επαληθεύεται η έννοια του Πλατωνικού Έρωτα ως Πνευματική Σχέση με απόρριψη της σωματικής επαφής, όπως τον εννοούμε σήμερα. Η Διοτίμα δεν αρνείται τον έρωτα της φυσικής ομορφιάς, τη σαρκική επαφή και την αφοσίωση σ’ έναν Εραστή.



Τα θεωρεί αναγκαστικά σκαλοπάτια προς αυτό το ανώτερο, την Ιδέα της Ομορφιάς. Η σύνδεση του έρωτα με τη γέννα εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την επιλογή του Πλάτωνα να βάλει μία Γυναίκα να μιλήσει γι’ αυτόν, διότι μόνο μία Γυναίκα, ξένη με την αισθησιακή πλευρά του παιδικού έρωτα, μπορούσε να μιλήσει με άνεση για κάτι που κατά βάθος είναι κυοφορία και τοκετός.



Η Γυναίκα βρίσκεται πιο κοντά στη Φύση κι έχει μεγαλύτερη διαίσθηση, προαίσθηση κι ευαισθησία από τον Άνδρα, διότι δεν αντιμετωπίζει τα θέματα με την ψυχρή λογική των Ανδρών, αλλά με συναισθηματικό τρόπο. Όσο περισσότερο πρωτόγονη και μυστηριώδης είναι αυτή η προσέγγιση των πραγμάτων, τόσο περισσότερο Θεϊκή μοιάζει η προέλευσή της γιά τον Πρωτόγονο Άνθρωπο.



Αυτός είναι ο λόγος που οι Αρχαίοι όριζαν συνήθως Γυναίκες ως όργανα της θεόπνευστης Μαντικής και θεωρούσαν ότι οι Θεοί στις Γυναίκες ενέπνεαν υπερφυσικές δυνάμεις. Το να ξεπεραστεί ο σαρκικός έρωτας δεν αποτελεί διόρθωση της συμπεριφοράς, αλλά εξέλιξη προς το ανώτερο. Αυτό δεν σημαίνει πως, αν κάποιος δεν καταφέρει να φτάσει στο απόλυτο, τα προηγούμενα στάδια ήταν χάσιμο χρόνου. Ο Πλατωνικός Έρωτας δεν είναι ένας ανεκπλήρωτος έρωτας, το αντίθετο, είναι ο έρωτας που περπάτησε όλα τα σκαλιά και κατέληξαν οι ερωτευμένοι σε κάτι ανώτερο, αφού γευτούν τη σωματική έλξη κι απολαύσουν την ψυχική ένωση.



Ο έρωτας στην Αρχαία Ελλάδα ήταν αντικείμενο πολλών συζητήσεων και φιλοσοφικών αναζητήσεων, είχε απασχολήσει πολλούς Φιλόσοφους και Στοχαστές και στην ερώτηση τι είναι έρωτας; δίνεται από τον καθένα διαφορετική ερμηνεία κι εξήγηση. Κατά τον Πλάτωνα, η λέξη Εύνοια σημαίνει την Αφοσίωση, η Αγάπη τον Συναισθηματικό Δεσμό, η Στοργή την Τρυφερότητα, ο Πόθος την Επιθυμία, η Μανία το αχαλίνωτο Πάθος, η Οικειότητα την Ιδέα κάποιου πράγματος εκ φύσεως συγγενικού. Η έννοια που βρίσκεται πιο κοντά στον έρωτα είναι η Φιλία. Η Φιλία ξεκινά από τη θέαση της σωματικής ομορφιάς και μετατρέπεται σε έρωτα μόνο, αν αναπτυχθούν συναισθήματα. Διακρίνεται στη Φυσική Φιλία ανάμεσα σε άτομα που έχουν το ίδιο αίμα, την ξενική που αναπτύσσεται ανάμεσα σε φιλοξενούντα και φιλοξενούμενο, την εταιρική μεταξύ Φίλων, την ερωτική ανάμεσα σε πρόσωπα του ίδιου ή διαφορετικού φύλου και τη Φιλοσοφική που αποβλέπει στην αναζήτηση του Αγαθού.



Ο Πλατωνικός Έρωτας



Ο Πλάτων (Αθήνα, 427 – Αθήνα, 347 π.Χ.) αφιέρωσε στον έρωτα έναν από τους Διαλόγους του, το Συμπόσιο, που τοποθετείται στο έτος 416 π.Χ., όταν ο νεαρός Ποιητής Αγάθωνας κέρδισε το βραβείο στα Λήναια -πήραν μέρος ο Αριστόδημος, ο Φαίδρος, ο Αγάθωνας, ο Ιατρός Ερυξίμαχος, ο Παυσανίας, ο Αριστοφάνης, ο Αλκιβιάδης κι ο Σωκράτης- οι παρευρισκόμενοι αποφάσισαν να περάσουν τη βραδιά συζητώντας όμορφα γύρω από ένα συγκεκριμένο θέμα. τι είναι ο έρωτας;



Φίλοι και Μαθητές του Σωκράτη συνομιλούν κι επιχειρηματολογούν για τον έρωτα. Ακούγονται πολλές Θεωρίες και κάποια στιγμή έρχεται η σειρά του Σωκράτη. Ο Σωκράτης δηλώνει πως δεν ξέρει καθόλου τι είναι ο έρωτας και θα πει, όσα του είπε η Διοτίμα, μία μυστηριώδης σοφή και Μάντισσα από τη Μαντίνεια, ειδική στα ερωτικά, με την οποία συζήτησε κάποτε γιά τον έρωτα κι ήταν αυτή που του δίδαξε τα ερωτικά πράγματα. Αφηγείται τον λόγο γιά τον έρωτα, που άκουσε κάποτε από τη Διοτίμα, η οποία ήταν σοφή σ’ αυτά τα ζητήματα.



Η Διοτίμα (αυτή που τιμά το Δία) είναι η μόνη Γυναίκα που αναφέρεται στο ανδροκρατούμενο Συμπόσιο. Περιγράφεται ως Ιέρεια από την Αρχαία Μαντίνεια της Αρκαδίας. Η Διοτίμα ήταν Ιέρεια από την Αρχαία Μαντίνεια της Αρκαδίας. Το όνομα Διοτίμα είναι δηλωτικό Δράσεων γιά την Ισότητα Ανδρών και Γυναικών. Η Διοτίμα ήταν η μόνη Γυναίκα που αναφέρεται στο ανδροκρατούμενο Συμπόσιο.



Κάποιοι Μελετητές εκτιμούν πως δεν υπήρχε πραγματικό πρόσωπο με το όνομα και την ιδιότητα της Διοτίμας, δεδομένου ότι η παρουσία της στο Συμπόσιο είναι η μοναδική αναφορά σε αυτήν που βρίσκουμε σε ολόκληρη την Αρχαία Γραμματεία. Επομένως, πρόκειται πιθανότατα για μυθικό πρόσωπο. Αν όμως λάβουμε υπόψη πως ο Πλάτων χρησιμοποιούσε Ιστορικά Πρόσωπα στους Διαλόγους του και δεν είχε ποτέ την ανάγκη να εφεύρει κάποιο, μπορούμε να κάνουμε με ασφάλεια την υπόθεση ότι η Διοτίμα ήταν υπαρκτό πρόσωπο.



Ο Πλάτων διηγείται την ιστορία γιά να δείξει ότι η αληθινή αγάπη σημαδεύει την ψυχή κι όχι το σώμα. Γι’ αυτό πολλοί πίστεψαν ότι ο Συγγραφέας του Συμποσίου τάσσεται κατά της σαρκικής ένωσης, με τον Μύθο του Πλατωνικού Έρωτα να εξαπλώνεται παντού. Αλλά ο Πλάτων είχε εξυμνήσει τον Ερωτισμό και συμμεριζόταν την Αρχαιοελληνική Ιδέα σχετικά με την ομορφιά των γυμνών σωμάτων. Ο Πλάτων δεν υπήρξε ρομαντικός και δεχόταν το σεξ ως μέρος της αληθινής αγάπης. Ο Ρομαντισμός ως έννοια και ως καλλιτεχνικό ρεύμα είναι ξένος με την Ελληνική Ιδιοσυγκρασία, η οποία πιστεύει στη Λογική, τον Ρεαλισμό και προσπαθεί να συνταχθεί με τη Φυσική Τάξη.



Ο Μύθος της Διοτίμας κι οι έννοιες του έρωτα κατά τον Πλάτωνα. Ανάλυση του Πλατωνικού Μύθου.



Σύμφωνα με τον Μύθο η γέννηση του Έρωτος συμπίπτει χρονικά με τη γέννηση της Αφροδίτης κι είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης δύο τελείως διαφορετικών προσώπων, του Πόρου και της Πενίας. Όταν γεννήθηκε η Αφροδίτη, οι Θεοί έκαναν Δεξίωση κι ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν κι ο Πόρος, ο γιος της Μήτιδος. Αφού έφαγαν κι ήπιαν, ο Πόρος μέθυσε από το νέκταρ -κρασί δεν υπήρχε ακόμη-, ζαλισμένος από το ποτό, μπήκε στον κήπο του Δία και κοιμήθηκε.



Τότε κατέφθασε κι η Πενία γιά ζητιανιά από το πλούσιο κι άφθονο γεύμα. Στάθηκε στην πόρτα, είδε τον Πόρο να κοιμάται και έβαλε στο μυαλό της να κάνει ένα παιδί με τον Πόρο, μήπως και καταφέρει να ξεφύγει από τη μιζέρια της και ξάπλωσε πλάι του. Εκείνος, μεθυσμένος καθώς ήταν, ήρθε σ’ επαφή μαζί της κι έτσι έγινε η σύλληψη του Έρωτος.



Γι’ αυτό ο Έρως, επειδή γεννήθηκε στη Δεξίωση γιά τη γέννηση της Αφροδίτης κι επειδή η Αφροδίτη είναι όμορφη κι ο Έρως από τη φύση του είναι Εραστής της Ομορφιάς, έγινε Ακόλουθος κι Υπηρέτης της Αφροδίτης. Επειδή ο Έρως είναι γιος του Πόρου και της Πενίας κληρονόμησε τα χαρακτηριστικά των γονιών του. Έχει πάρει τη φύση της μητέρας του κι είναι πάντα φτωχός, καθόλου μαλακός και καλός, όπως οι πιο πολλοί νομίζουν, αλλά σκληρός, τραχύς, ξυπόλητος, λιπόσαρκος κι άστεγος, κοιμάται στο χώμα χωρίς σκεπάσματα και ξενυχτά στις πόρτες, στον δρόμο και στην ύπαιθρο, γενικώς είναι παντοτινός συγκάτοικος της Ανέχειας.



Από τον πατέρα του κληρονόμησε την επιβουλή για τους Καλούς και τους Αγαθούς, διότι είναι ανδρείος, θρασύς, ορμητικός, ασυναγώνιστος κυνηγός και συνέχεια κάτι σκαρώνει. Είναι επινοητικός, λαχταρά τη Φρόνηση και καταγίνεται σ’ όλη του τη ζωή με τη Φιλοσοφία, αλλά είναι κι απατεώνας, Μάγος και μεγάλος Σοφιστής. Αυτή είναι n φύση της Θεότητας. Ο Έρως είναι κάτι ενδιάμεσο μεταξύ θνητού κι αθάνατου. Κάθε Θεότητα βρίσκεται ανάμεσα στους Θεούς και τους Θνητούς κι έχει τη δύναμη να ερμηνεύει και να μεταφράζει στους Θεούς τ’ ανθρώπινα και στους Ανθρώπους τα θεϊκά.



Ο Θεός δεν έρχεται σε άμεση επαφή με τον Άνθρωπο, αλλά με τη Διαμεσολάβησή του ασκείται η επαφή και συνομιλία συνολικά μεταξύ Θεού κι Ανθρώπων είτε είναι ξύπνιοι είτε κοιμούνται. Αυτές οι Θεότητες είναι πολλές και μια από αυτές είναι κι ο Έρως. Από τη φύση του είναι ούτε αθάνατος ούτε και θνητός. Κάποιες ώρες της ίδιας ημέρας είναι ζωντανός κι ακμαίος, όταν δεν τον δέρνει η φτώχεια, κάποιες άλλες πεθαίνει, αλλά ξαναζωντανεύει λόγω της πατρικής του καταγωγής. Το Εισόδημά του το εξασφαλίζει σε μικρές ποσότητες -ούτε αποταμιεύει ούτε και δυστυχεί-. Βρίσκεται ανάμεσα στη Σοφία και στην Αμάθεια, διότι ουδείς από τους Θεούς φιλοσοφεί ούτε επιθυμεί να γίνει Σοφός, αφού είναι Σοφός: ουδείς φιλοσοφεί ενώ είναι Σοφός.



Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, οι Σοφοί κι οι Αμαθείς δεν φιλοσοφούν. Οι Αμαθείς δεν φιλοσοφούν ούτε επιθυμούν να γίνουν Σοφοί, διότι τους κρατά αιχμάλωτους η Αμάθεια και πιστεύουν ότι τους είναι αρκετό να μην είναι καλοί, αγαθοί και φρόνιμοι. Αυτός που δεν έχει συναίσθηση της φτώχειας του, δεν επιθυμεί εκείνο που νομίζει ότι δεν χρειάζεται. Φιλοσοφούν μόνο εκείνοι που βρίσκονται ανάμεσα στις δυο αυτές κατηγορίες κι ένας απ’ αυτούς είναι ο Έρωτας. Είναι Φιλόσοφος, αλλά βρίσκεται κάπου στη μέση μεταξύ του Σοφού και του Αμαθή, διότι κατάγεται από πατέρα Σοφό κι εύπορο κι από μητέρα όχι Σοφή κι άπορη. Η Σοφία είναι ένα από τα πιό όμορφα πράγματα κι ο Έρωτας αναφέρεται στην Ομορφιά.



Όποιος νομίζει ότι ο έρωτας είναι το απόλυτο καλό, ταυτίζει αυτόν που ποθεί με το αντικείμενο του πόθου του. Ο πόθος γιά το όμορφο είναι λεπτεπίλεπτο, τέλειο κι αξιοθαύμαστο πράγμα. Ο Έρωτας έχει σαν αντικείμενο τα όμορφα πράγματα. Όμως, το να ποθείς είναι εντελώς διαφορετικό. Ο Εραστής ποθεί ν’ αποκτήσει τα καλά και τ’ Αγαθά γιά να γίνει ευτυχισμένος.



Οι ευτυχισμένοι γίνονται ευτυχισμένοι με την απόκτηση των Αγαθών. Αυτή την επιθυμία, αυτόν τον έρωτα, ν’ αποκτήσουν τ’ Αγαθά, δεν τον νιώθουν όλοι οι Άνθρωποι ανεξαιρέτως, διότι δεν αγαπούν όλοι και παντοτινά τα ίδια πράγματα, αλλά άλλοι αγαπούν κι άλλοι όχι. Κάνουμε το λάθος ν’ απομονώνουμε μία μορφή του έρωτα και να την ονομάζουμε έρωτα, χρησιμοποιώντας το όνομα του συνόλου. Την ίδια κατάχρηση κάνουμε και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, όπως στην Ποίηση, η οποία είναι κάτι πολύ γενικό. Κάθε βήμα και κάθε αιτία που μεταβάλλει το τίποτα σε κάτι είναι Ποίηση (Δημιουργία).



Όλες οι Τεχνικές Εργασίες και Κατασκευές είναι Ποιήσεις κι οι Τεχνίτες που τις ασκούν είναι όλοι Ποιητές, δεν ονομάζονται όμως Ποιητές, αλλά έχουν άλλες ονομασίες. Από το σύνολο της Ποίησης μόνο αυτό που σχετίζεται με τη Μουσική και το Μέτρο αποκόπηκε και διεκδίκησε γιά τον εαυτό του το αποκλειστικό προνόμιο να ονομάζεται με το όνομα του συνόλου, μονάχα αυτό ονομάζεται Ποίηση κι όσοι ασχολούνται με αυτό ονομάζονται Ποιητές.



Το ίδιο συμβαίνει και με τον έρωτα: είναι μία περιληπτική έννοια, που δηλώνει τη σφοδρή επιθυμία γιά τ’ Αγαθά και τον ασίγαστο και απατηλό πόθο κάθε ανθρώπου γιά Ευτυχία. Όμως, κάποιοι στρέφονται και την αναζητούν σε διαφορετικά μέρη: άλλος τη συνδέει με την απόκτηση χρημάτων, άλλος με την άσκηση του σώματος κι άλλος με τη Φιλοσοφία, αλλά ούτε ερωτευμένοι λέγονται σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ούτε ερωτευμένοι αποκαλούνται. Μόνο κάποιοι που επιδιώκουν με ιδιαίτερο ζήλο μία και μόνο μορφή, ένα μόριο του έρωτα, οικειοποιούνται το όνομα του συνόλου και γι’ αυτούς μόνο μιλάμε γιά έρωτα, γιά ερωτευμένους και γιά Εραστές. Υπάρχει μια εκδοχή, σύμφωνα με την οποία διακατέχονται από έρωτα εκείνοι που επιζητούν το έτερον ήμισυ του εαυτού τους.



Όμως, ο έρωτας δεν έχει να κάνει ούτε με το μισό, ούτε με το σύνολο, αν δεν έχει σημείο αναφοράς το Αγαθό. Οι Άνθρωποι δεν θα δίσταζαν ν’ ακρωτηριαστούν στα πόδια και στα χέρια, αν ήταν σίγουροι πως τα μέλη τους αυτά είναι αρρωστημένα. Επομένως, κάθε άνθρωπος δεν ερωτεύεται το όμοιο με τον εαυτό του, αλλά ονομάζει οικείο εκείνο που είναι Αγαθό και ξένο εκείνο που είναι Κακό. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο, που να ερωτευτούν σφοδρά οι άνθρωποι, εκτός από το Αγαθό. Οι Άνθρωποι ποθούν σφοδρά την απόκτηση των Αγαθών γιά το παρόν και γιά όλη τους τη ζωή. Έρωτας είναι ο πόθος για την παντοτινή απόκτηση του Αγαθού.



Αφού ο έρωτας σε κάθε περίπτωση είναι αποκλειστικά αυτό το πράγμα, ο τρόπος κι η πράξη, ο ιδιαίτερος ζήλος κι n ισχυρή ένταση όλων εκείνων των δυνάμεων που τον επιδιώκουν ονομάζονται έρωτας: η γέννα του σώματος και της ψυχής σε καλό κι όμορφο κλίμα, οι Άνθρωποι στο σύνολό τους κυοφορούν και στο σώμα και στην ψυχή κι όταν φτάσουν σε κάποια ηλικία, η Φύση μας επιδιώκει τον τοκετό. Δεν μπορεί να γεννήσει σε κλίμα άσχημο κι αισχρό, μόνο σε καλό κι όμορφο. Η συνουσία του Άντρα και της Γυναίκας είναι έκφραση της γέννας.



Η κύηση κι ο τοκετός είναι θεάρεστα, γιά την εξασφάλιση της Αθανασίας. Αντιθέτως, σε κλίμα αταίριαστο τίποτα δεν μπορεί να γεννηθεί. Αταίριαστο είναι κάθε αντίθετο στις Θεϊκές Επιταγές και θεωρείται αισχρό, ταιριαστό είναι ό, τι θεωρείται καλό. Στον τοκετό είναι παρούσα η Μοίρα κι η Θεά του Τοκετού η Ειλειθυία, η Καλλονή και γι’ αυτόν τον λόγο, όταν το κύημα πληροί όλες τις προϋποθέσεις της Ευπρέπειας, παίρνει χαρούμενη όψη κι ανακουφισμένο απλώνεται, έτσι συντελούνται ο τοκετός κι η γέννα σχετικά εύκολα. Αντίθετα, όταν έχουμε να κάνουμε με αισχρότητα, παίρνει όψη σκυθρωπή, ζαρώνει με άσχημη συναισθηματική φόρτιση, εμποδίζεται και τραβιέται πίσω, με αποτέλεσμα να μην συντελείται η γέννα και το έμβρυο να παραμένει και να ταλαιπωρείται.



Όταν το κλίμα είναι καλό, δημιουργείται έντονη ψυχική έξαψη κι ορμή στο έμβρυο, που βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο κύησης και μέσα από τις έντονες ωδίνες του τοκετού απελευθερώνεται ο οργανισμός που κυοφορεί. Επομένως, ο έρωτας δεν είναι γιά το Καλό, αλλά γιά τη γέννηση και τον τοκετό σε καλό κι ευχάριστο κλίμα. Η γέννηση είναι εκείνο που δίνει την αίσθηση της αιωνιότητας και της αθανασίας στα θνητά όντα κι είναι ανάγκη να επιθυμείται η Αθανασία μαζί με το Αγαθό, αν ο έρωτας σχετίζεται με την παντοτινή απόκτηση του Αγαθού.



Τα αιτία γι’ αυτόν τον έρωτα και τη σφοδρή επιθυμία



Όλα τα όντα της στεριάς και τα φτερωτά αποκτούν τρομερή διάθεση, όταν επιθυμήσουν τη γέννα. Νοσούν στην κυριολεξία κι έχουν έντονη την ερωτική διάθεση πρώτα-πρώτα να ζευγαρώσουν μεταξύ τους, έπειτα, για να εξασφαλίσουν την τροφή αυτού που θα γεννηθεί, είναι αποφασισμένα να τα βάλουν με τα πιο ισχυρά και να υποφέρουν τα ίδια από την πείνα, προκειμένου να θρέψουν τα μικρά και μάχονται για την υπεράσπιση των απογόνων τους, αν και χωρίς εφόδια από τη φύση τους κι είναι έτοιμα να πεθαίνουν για χάρη τους κι οτιδήποτε άλλο να κάνουν.



Οι Άνθρωποι τα κάνουν αυτά ύστερα από κάποια σκέψη, τα ζώα έχουν αυτή την έντονη ερωτική διάθεση, που έχει σχέση με τη Φύση. Η θνητή φύση επιδιώκει, στο μέτρο του δυνατού, την αιωνιότητα και την αθανασία και μόνο η γέννηση αφήνει πάντα πίσω κάποιο νέο στη θέση του παλιού, έστω κι αν δεν είναι ακριβώς ίδιο, αφού και το καθένα χωριστά, όσο καιρό ζει, ονομάζεται κι είναι το ίδιο. Όπως ακριβώς κι ο Άνθρωπος ονομάζεται ο ίδιος από βρέφος μέχρι να γίνει γέρος, παρόλο που ποτέ δεν έχει πάνω του τα ίδια χαρακτηριστικά.



Κάθε Άνθρωπος πάντοτε αποκτά καινούργια χαρακτηριστικά, ενώ ταυτόχρονα αποβάλλει κάποια στοιχεία και χαρακτηριστικά είτε στην τριχοφυΐα είτε στη σάρκα είτε στα οστά είτε στο αίμα, στο σώμα συνολικά, αλλά και τα ψυχικά χαρακτηριστικά, το ηθικό υπόβαθρο, οι απόψεις. οι επιθυμίες, οι ηδονές, οι φόβοι κι οι λύπες, δεν παραμένουν με την ίδια μορφή κι αναλλοίωτα στον καθένα. Κάποια εμφανίζονται και κάποια υποχωρούν κι οι Γνώσεις παθαίνουν το ίδιο πράγμα χωριστά η κάθε μια. Άλλες έρχονται κι άλλες μας εγκαταλείπουν και ποτέ δεν είμαστε οι ίδιοι σχετικά με τις γνώσεις μας, η Λήθη αποτελεί την απόδραση της Γνώσης. Υπάρχει όμως η μελέτη -όταν η Γνώση πρόκειται να δραπετεύσει- και η μελέτη σώζει τη Γνώση επαναφέροντας στη μνήμη την καινούργια στη θέση της παλιάς με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται πως πρόκειται για την ίδια.



Με αυτό τον τρόπο κάθε θνητή ύπαρξη διασώζεται με το ν’ αφήνει ο απερχόμενος και γερασμένος οργανισμός πίσω του άλλον νέο κι ακμαίο όμοιό του, χωρίς να είναι πάντα η ίδια σε όλα τα χαρακτηριστικά της, όπως είναι η Θεϊκή Φύση. Με αυτόν τον μηχανισμό τα θνητά συμμετέχουν στην αθανασία στο σώμα και σε όλα τα άλλα. Από τη Φύση κάθε ύπαρξη με κάθε τρόπο εκδηλώνει στοργή και φροντίδα για το βλαστάρι της. Αυτός ο ζήλος, ο έρωτας και το ενδιαφέρον υπάρχουν στον καθένα από τον πόθο για την Αθανασία.



Στον αγώνα για διάκριση που κάνουν οι Άνθρωποι με σφοδρό έρωτα επιθυμούν να γίνουν διάσημοι και ν’ αποκτήσουν αθάνατη δόξα για πάντα. Είναι έτοιμοι να υποβληθούν σε κάθε κίνδυνο γι’ αυτόν τον σκοπό περισσότερο, παρά για τα παιδιά τους, να ξοδέψουν χρήματα, να καταβάλουν οποιοδήποτε κόπο, ακόμη και να πεθάνουν. Ακόμα κι οι Βασιλείς θυσιάζονται για να εξασφαλίσουν την αθάνατη ανάμνηση της Αρετής τους. Φαίνεται πολύ απίθανο να πέθαιναν η Άλκηστης γιο τον Άδμητο ή ο Αχιλλέας μετά τον Πάτροκλο ή ο Κόδρος νωρίτερα, για να βασιλεύσουν τα παιδιά του, αν δεν πίστευαν ότι θα εξασφαλίσουν αθάνατη μνήμη για την Αρετή τους, με την οποία σήμερα εμείς τους έχουμε συνδέσει.



Όλοι πράττουν τα πάντα για την αθάνατη Αρετή και γιά μια τόσο λαμπρή δόξα κι όσο πιο ανδρείοι είναι, τόσο πιο πολύ προσπαθούν, διότι αγαπούν το αθάνατο. Για εκείνες που είναι έγκυοι στα σώματα, στρέφονται πιο πολύ κι εκδηλώνουν τον ερωτισμό τους με αυτόν τον τρόπο, διότι όπως πιστεύουν, με την απόκτηση παιδιών εξασφαλίζουν γιά την υπόλοιπη ζωή τους αθανασία, ανάμνηση κι ευτυχία.



Εκείνοι τώρα που είναι ερωτευμένοι στην ψυχή, επειδή υπάρχουν εκείνοι των οποίων οι ψυχές κυοφορούν περισσότερο από τα σώματα, εκδηλώνουν τον ερωτισμό τους για εκείνα που ταιριάζουν στην ψυχή να κυοφορήσει και να γεννήσει, αφού ταιριάζουν στην ψυχή η Φρόνηση κι η υπόλοιπη Αρετή. Ανάμεσα σε αυτούς είναι κι οι Ποιητές -που στο σύνολο τους είναι Δημιουργοί- κι από τους Τεχνίτες εκείνοι που είναι Εφευρέτες. Η πιο μεγάλη κι η πιο ωραία εκδήλωση της Φρόνησης έχει σχέση με την εύρυθμη κι αρμονική διάταξη όσων έχουν σχέση με την πόλη και την Κοινωνία κι αυτή η διάταξη έχει όνομα, Σωφροσύνη και Δικαιοσύνη.



Από αυτούς, αν κάποιος από μικρή ηλικία είναι ερωτευμένος στην ψυχή και παραμένει άγαμος, παρόλο που βρίσκεται σε ηλικία αναπαραγωγής, επιδιώκει πλέον τον τοκετό και τη γέννα κι αναζητεί περιφερόμενος εδώ κι εκεί το καλό κλίμα μέσα στο οποίο θα συντελεστεί η γέννα. Επειδή κυοφορεί, υποδέχεται με χάρη πιο πολύ τα καλά σώματα, παρά τα αισχρά. Αν συναντήσει ψυχή δυνατή κι όμορφη, που τη διακρίνει η δύναμη κι η εξυπνάδα, παραδίδεται ερωτικά σε αυτή. Σε αυτόν τον Άνθρωπο τονίζεται με σαφήνεια η αξία της Αρετής, του εξηγεί πώς είναι ο Αγαθός Άνδρας και ποιες είναι οι ασχολίες του και προσπαθεί να τον εκπαιδεύσει. Επειδή αγγίζει τον καλό και συναναστρέφεται μαζί του, εκμαιεύει και γεννά εκείνα που από παλιά κυοφορούσε και τον καρπό της γέννας τον εκτρέφει μαζί με κείνον. Αυτοί οι Άνθρωποι έχουν ανώτερη μορφή επαφής και φιλία πιο σταθερή, διότι έχουν έρθει σε ιδεατή επαφή με τα ομορφότερα και πιο αθάνατα παιδιά.



Ο καθένας για τον εαυτό του θα προτιμούσε να είχε γεννήσει τέτοια παιδιά, πάρα ανθρώπινα. Αν έριχνε μια ματιά στον Όμηρο, στον Ησίοδο και τους άλλους Ποιητές, θα τους ζήλευε για την ποιότητα των δημιουργημάτων τους που άφησαν πίσω τους, αφού είναι τέτοια που τους εξασφαλίζουν αθάνατη δόξα και αιώνιο μνήμη. Ανάλογα παιδιά άφησε στη Σπάρτη ο Λυκούργος, σωτήρες της Σπάρτης και της Ελλάδας. Καταξιωμένος είναι κι ο Σόλων γιά το νομοθετικό του έργο. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι, σε πολλά μέρη, στους Έλληνες και στους Βαρβάρους, που παρουσίασαν πολλά και θεάρεστα έργα και διαπότισαν τους Ανθρώπους με κάθε είδους αρετή.



Σε αυτούς έχουν αφιερωθεί πολλά Ιερά για τα Δημιουργήματά τους, ενώ ποτέ σε κανένα ως τώρα γιά τα παιδιά του. Εκείνος που κάνει ορθή προσέγγιση αυτού του πράγματος πρέπει ν’ αρχίζει από τα νεανικά του χρόνια ν’ αναζητά τα καλά σώματα. Σε πρώτη φάση επιβάλλεται ν’ αγαπήσει το σώμα ενός Ανθρώπου κι εκεί να γεννήσει καλούς λόγους. Στη συνέχεια πρέπει να κατανοήσει ότι η ομορφιά που βρίσκεται σε ένα σώμα είναι ακριβώς όμοια και σ’ ένα άλλο σώμα. Αν πρέπει να επιδιώκει την ομορφιά που σχετίζεται με την εξωτερική εμφάνιση θα ήταν μεγάλη ανοησία να μην θεωρεί ότι είναι ένα και το αυτό πράγμα το κάλλος που παρατηρείται σ’ όλα τα σώματα. Όταν συνειδητοποιήσει αυτή την αλήθεια, οφείλει να γίνει Εραστής όλων των καλών σωμάτων και να περιφρονήσει τη σφοδρή επιθυμία ενός σώματος, να την παραβλέψει και να τη θεωρήσει ασήμαντη.



Έπειτα πρέπει να θεωρήσει ότι η ψυχική ομορφιά έχει σημαντικό προβάδισμα έναντι του σωματικού κάλλους. Επομένως, αν κάποιος δεν έχει ψυχικά ψεγάδια, αλλά σωματικά, η νεανική του ομορφιά είναι ασήμαντη, δεν πρέπει να διστάζει να τον αγαπά και να νοιάζεται να γεννήσει σ’ αυτόν τέτοιους λόγους που θα κάνουν τους νέους καλύτερους. Αν παρατηρεί το Καλό μέσα από τις ενασχολήσεις και τους Νόμους και διαπιστώνει ότι κάθε έκφραση του Καλού βρίσκεται σε συγγενική σχέση μαζί του, θα πεισθεί απόλυτα και θα θεωρήσει ασήμαντη τη σωματική ομορφιά.



Μετά τις ενασχολήσεις πρέπει να στραφεί στο γνωστικό πεδίο με αντικειμενικό στόχο τη θέαση του κάλλους των Γνώσεων και ν’ ατενίσει την απέραντη ομορφιά όχι πιά μονάχα του ενός. Ένας Δούλος που αγαπά την ομορφιά ενός παιδιού ή κάποιου Ανθρώπου ή κάποιας ασχολίας, παραμένει ασήμαντος και χαμηλών ενδιαφερόντων Άνθρωπος, επειδή είναι Δούλος.



Ενώ, αν είναι στραμμένος στο απέραντο πέλαγος του ωραίου και παρακολουθεί λόγους καλούς και μεγαλοπρεπείς θα γεννήσει κι υψηλά διανοήματα μέσα στο απέραντο φιλοσοφικό κλίμα. Εκεί θα δυναμώσει, θ’ αυτονομηθεί και θα κατευθυνθεί σε έναν Τομέα Γνώσης ο οποίος θα έχει άμεση σχέση με το απόλυτα ωραίο. Όποιος παιδαγωγηθεί σωστά στα ερωτικά ζητήματα, θα προσεγγίσει με ορθό βλέμμα τα καλά και στο τέλος της ερωτικής του διαδρομής θα του αποκαλυφθεί ξαφνικά κάποιο καλό εξαίσιο στη Φύση, εκείνο για το οποίο γίνονταν όλοι οι προηγούμενοι κόποι του.



Το πρώτο χαρακτηριστικό που έχει αυτό το καλό είναι η Αιωνιότητα, δηλαδή δε γίνεται ούτε χάνεται, δεν αυξάνεται ούτε μειώνεται. Δεν είναι τη μία καλό και την άλλη αισχρό. Είναι σταθερό κι αναλλοίωτο. Δεν το βλέπουν κάποιοι ως καλό και κάποιοι ως αισχρό. Δεν είναι διαφορετικό για διαφορετικούς Ανθρώπους, άλλοτε καλό κι άλλοτε κακό και δεν γίνεται ορατό αυτό το καλό, όπως λ.χ. κάποιο πρόσωπο ή χέρια ή κάτι άλλο που έχει σχέση με το σώμα ούτε βρίσκεται κάπου, όπως σε κάποιο ζώο ή στη γη και τον ουρανό, ούτε μέσα σε κάποιο άλλο.



Αποτελεί από μόνο του ανεξάρτητο και μοναδικό είδος και τ’ άλλα καλά συμμετέχουν σε αυτό με τέτοιο τρόπο, ώστε, ενώ αυτά γίνονται ή χάνονται, να μην υπάρχει σε αυτό καμιά επίπτωση: ούτε ν’ αυξάνεται ούτε να ελαττώνεται ή να παθαίνει κάτι. Όταν κάποιος συνεχίζοντας την πορεία του την εφαρμόζει ορθά, αρχίζει να διακρίνει ξεκάθαρα εκείνο το Καλό που πλησιάζει την τελειότητα.



Η ορθή ερωτική πορεία με απώτερο στόχο και σταθερή πυξίδα εκείνο το καλό μοιάζει με κάποιον, που χρησιμοποιεί κλίμακα διαβάθμισης από το ένα στα δύο, από τα δύο σε όλα τα καλά σώματα, από τα καλά σώματα στις καλές ασχολίες, από τις καλές ασχολίες στα καλά μαθήματα κι από τα καλά μαθήματα γίνεται στάση σ’ εκείνο το μάθημα που είναι το μάθημα του ίδιου του Ωραίου και στο τέλος υπάρχει αποκάλυψη και γνώση της οντότητας αυτού του ωραίου. Σε αυτή τη φάση της ζωής ο Άνθρωπος μπορεί να βιώσει και να οδηγηθεί στη μέθεξη αυτού του καλού.



Από όλα τα σημεία της ζωής περισσότερο αξίζει η Θεώρηση του Κάλλους. Αν το δεις δεν θα το συγκρίνεις ούτε με το χρυσάφι ούτε με φορέματα ούτε με τα όμορφα αγόρια, κορίτσια τους νεαρούς και τις νεαρές, τους οποίους τώρα βλέπεις και ζαλίζεσαι κι είσαι έτοιμος εσύ και πολλοί άλλοι, που βλέπετε τα τρυφερά αγόρια και κορίτσια και δεν ξεκολλάτε απ’ αυτά, μήτε να τρώτε μήτε να πίνετε, αν ήταν δυνατόν, αρκεί μονάχα να τα βλέπετε και να βρίσκεστε μαζί τους.



Τι θα συνέβαινε, αν τύχαινε να δει κάποιος το Γνήσιο Κάλλος, καθαρό κι όχι ανακατεμένο με ανθρώπινες σάρκες, χρώματα και πολλές άλλες μάταιες ανοησίες των Θνητών, αλλά να το δει αυτό το Θεϊκό Κάλλος στην απλή του μορφή ως ανεξάρτητο και μοναδικό είδος, δεν θα ήταν φαύλη η ζωή του, θα έβλεπε προς τα εκεί και θα παρατηρούσε όπως πρέπει το Θείο Κάλλος και θα συναναστρεφόταν μαζί του.



Μονάχα αυτός θα μπορέσει, βλέποντας ό,τι γίνεται ορατό, να γεννήσει όχι είδωλα της Αρετής, αφού δεν έρχεται σ’ επαφή με κάποιο είδωλο, αλλ’ αληθινή Αρετή, αφού έρχεται σ’ επαφή με την Αλήθεια κι όταν γεννήσει την αληθινή Αρετή και την αναθρέψει, τότε μπορεί να εξασφαλίσει την αγάπη των Θεών και περισσότερο από κάθε άλλον Άνθρωπο να γίνει αθάνατος. Για ν’ αποκτηθεί αυτό από την ανθρώπινη φύση δεν θα μπορούσε να βρει κανείς καλύτερο Συνεργάτη από τον έρωτα.



Γι’ αυτό επιβάλλεται κάθε Άνδρας να τιμά τον Έρωτα, να καταπιάνεται με τα ερωτικά πράγματα, να δείχνει ζωηρό ενδιαφέρον, να προσκαλεί και τους άλλους και να πλέκει το εγκώμιο του Έρωτα, τονίζοντας τη δύναμη και την ανδρεία του. Αυτός ο λόγος είναι το εγκώμιο του Έρωτα, διαφορετικά ονόμασε τον με όποιο όνομα σ’ ευχαριστεί. Το λάθος του Σωκράτη, σύμφωνα με τη Διοτίμα, είναι ότι θεώρησε πως ο Έρωτας είναι το Αντικείμενο του έρωτα (ο Ερωμένος), ενώ είναι το Υποκείμενο (ο Εραστής), αυτός που νιώθει έρωτα για κάτι. Ο Ερωμένος είναι ωραίος και καλός, ο Εραστής όχι.



Ο ερωτευμένος επιθυμεί να κάνει δικά του τα Ωραία και τ’ Αγαθά, για να γίνει ευτυχισμένος. Όλοι οι Άνθρωποι επιθυμούν τα ίδια Αγαθά, για να κερδίσουν την Ευτυχία, αλλά δεν τους ονομάζουμε όλους Εραστές. Αυτό οφείλεται στον τρόπο που ορίζουμε τη λέξη έρωτας. Απομονώσαμε ένα συγκεκριμένο τμήμα της έννοιας έρωτας και του δώσαμε το όνομα του όλου, ενώ για τ’ άλλα τμήματα χρησιμοποιούμε άλλες ονομασίες. Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιούμε τη λέξη Ποιητής. Όλοι οι Καλλιτέχνες δημιουργούν κάτι, ποιούν κάτι, αλλά την ονομασία Ποιητής την αποδίδουμε μόνο σ’ ένα μέρος αυτών, ενώ τους άλλους τους ονομάζουμε Γλύπτες, Ζωγράφους κλπ. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του έρωτα.



Με τη γενική έννοια του όρου έρωτας εννοούμε τον πόθο των Αγαθών και της Ευτυχίας. Εκείνους που στρέφονται σε άλλες εκδοχές του ερωτικού πάθους, όπως την απόκτηση χρημάτων, τον Αθλητισμό, τη Φιλοσοφία ούτε Ερωτευμένους ούτε Εραστές τους χαρακτηρίζουμε. Όποιος έχει ερωτικό πάθος για τη Φιλοσοφία λέγεται Φιλόσοφος, όποιος αγαπά τον Αθλητισμό Αθλητής. Μόνο όσοι στρέφονται σε μια ορισμένη έκφανση του έρωτα παίρνουν το όνομα του όλου, οπότε κάνουμε λόγο γιά ερωτικό συναίσθημα κι Εραστές.



Ποιό είναι το αντικείμενο του ερωτικού πάθους: αυτοί που λένε ότι Εραστές είναι αυτοί που επιθυμούν το άλλο μισό του εαυτού τους, που αναφέρεται στον Μύθο του Αριστοφάνη στο τελευταίο μέρος του Συμποσίου, δεν είναι ακριβείς. Ο Άνθρωπος δεν αναζητά το άλλο του μισό, αλλά κι από οποιοδήποτε μέρος του σώματός του, πόδι, χέρι, μύτη, θα ήθελε ν’ απαλλαγεί, αν αυτό δεν είναι υγιές ή δεν τον ικανοποιεί αισθητικά. Ο έρωτας δεν έχει να κάνει με την αναζήτηση του άλλου μισού ούτε με την ολοκλήρωση του όλου.



Το μόνο που ερωτεύεται ο Άνθρωπος είναι το Καλό κι επιδιώκει να το αποκτήσει και να το έχει παντοτινά. Στον Μύθο της Διοτίμας συλλαμβάνουμε την αποστροφή του Πλάτωνα για την Πραγματικότητα των Αισθήσεων. Η θεώρηση της Καθαρής Ομορφιάς, η επικοινωνία με τη Θεία Ομορφιά, είναι η μόνη πλατιά, βαθιά και πειστική γοητεία που μπορεί να παρηγορήσει τον Άνθρωπο.



Ο έρωτας είναι πιό πολύπλοκος και μοιάζει με τη διαδικασία της σωματικής και ψυχικής γέννας μέσα στην ομορφιά. Όλοι οι Άνθρωποι κυοφορούν στο σώμα και την ψυχή κι όταν φτάσουν σε μιά ηλικία επιθυμούν να γεννήσουν. Όλα τα ζωντανά όντα, όταν επιθυμούν να ζευγαρώσουν, χαρακτηρίζονται από παράξενη συμπεριφορά, που τα κάνει να μοιάζουν άρρωστα κι είναι τόσο αποφασισμένα, που ακόμα και τ’ ανίσχυρα επιτίθενται στα ισχυρά με τον κίνδυνο του θανάτου, γιά να το καταφέρουν ή για να προστατέψουν τα μικρά τους.



Η ερωτική συνεύρεση που οδηγεί στον τοκετό κάνει τη θνητή μας ύπαρξη ν’ αποκτήσει τη βασική θεϊκή ιδιότητα της αθανασίας μέσω της γέννας. Αντικείμενο του έρωτα είναι η αθανασία. Κίνητρο είναι ότι η θνητή φύση κάνει ό,τι μπορεί για να προσεγγίσει την αιωνιότητα αντικαθιστώντας το παλιό με το νέο. Με τη βιολογική και την πνευματική γέννα επιδιώκουμε να καλύψουμε το κενό του απερχόμενου παλιού με το νέο και να δώσουμε συνέχεια στο Ανθρώπινο Είδος και στο Πνεύμα.



Όπως ένα άτομο, παρόλο που λέμε ότι παραμένει το ίδιο, κατά τη διάρκεια της ζωής του αλλάζει πρόσωπο και μυαλό από την παιδική ηλικία μέχρι τα γεράματα. Τον ίδιο στόχο έχει κι η Μελέτη, ν’ αντικαταστήσει Γνώσεις που ξεχνάμε με άλλες καινούργιες, ώστε να δίνεται η εντύπωση πως η Γνώση παραμένει αναλλοίωτη. Το Αίτημα της Αθανασίας μας κάνει όλους να επιθυμούμε να γίνουμε επώνυμοι και ν’ αφήσουμε Παρακαταθήκη τα έργα μας, τα χρήματά μας ή τα παιδιά μας.



Ο έρωτας υπάρχει σε όλους τους Ανθρώπους, καθώς όλοι είμαστε Εραστές ορισμένων πραγμάτων. Η πορεία του Ανθρώπου στον έρωτα μοιάζει με την άνοδο μίας κλίμακας. Η Διοτίμα διέκρινε τρία διαδοχικά στάδια: το σώμα, την ψυχή και τη Γνώση. Η πορεία είναι από την Ύλη προς το Πνεύμα, από το Σώμα στη Διανόηση. Αρχικά ο Άνθρωπος ερωτεύεται ένα ωραίο σώμα (ο σωματικός έρωτας). Εκείνοι που ερωτεύονται το σώμα κατευθύνουν την ερωτική τους δραστηριότητα στις Γυναίκες. Τις ερωτεύονται και φαντάζονται πως αποκτώντας παιδιά εξασφαλίζουν την αθανασία, την υστεροφημία και την παντοτινή ευτυχία.



Για τον Πλάτωνα ο έρωτας ήταν μία Ιδέα με σκοπό την ανοδική πορεία του ατόμου στο υψηλότερο σκαλί της Ερωτικής Μυσταγωγίας. Στο πρώτο βήμα η ανθρώπινη συνείδηση ρέπει προς τα ωραία σώματα. Έλκεται από τους εξωτερικά ωραίους ανθρώπους εστιάζοντας την ερωτική της διάθεση σ’ ένα σώμα. Σ’ ένα δεύτερο στάδιο ο έρωτάς του στρέφεται προς όλα τα ωραία σώματα, διότι όλα μετέχουν στην Ιδέα του ωραίου.



Η ομορφιά του ενός σώματος είναι ίδια σε όλα τα σώματα. Ο επίδοξος Μύστης της απόλυτης ομορφιάς οφείλει να λατρέψει αρχικά την εξωτερική ομορφιά ενός σώματος και το ενιαίο της ομορφιάς όλων των ωραίων σωμάτων ή προσώπων. Οι περισσότεροι άνθρωποι μένουν σε αυτό το στάδιο και δεν προχωρούν πιο πάνω. Σ’ ένα τρίτο στάδιο ερωτεύεται τα Έργα Πολιτισμού.



Όποιος διακατέχεται από τη θεία μανία του Έρωτα, αγαπά το ωραίο είτε είναι μιά ευγενική και καλοκαμωμένη ψυχή που η δροσιά της μαγεύει, είτε σώμα ή πρόσωπο ή ένα ωραίο τοπίο ή ένα ωραίο λουλούδι ή μουσική ή ένας αξιόλογος ζωγραφικός πίνακας ή ένας λόγος που ακούει ή διαβάζει μεστός από φιλοσοφικές αλήθειες κλπ. Ο κατεχόμενος από Πνευματικό Έρωτα εγκυμονεί και αυτός. Ο καλλιτέχνης κυοφορεί την έμπνευση, βασανίζεται να γεννήσει και γεννά το πνευματικό του έργο, το άγαλμα, το ζωγραφικό πίνακα ή το μουσικό κομμάτι που δημιούργησε.



Τέτοιες Αρετές δημιουργούν οι Ποιητές, οι Πρωτοπόροι κι οι επινοητικοί Τεχνίτες. Στη συνέχεια έρχεται η ομορφιά των Εθίμων και των Νόμων. Η ψυχή μεταβαίνει από τη συνειδητοποίηση της ομορφιάς των Αισθητών Σωμάτων στη συνειδητοποίηση της ηθικής ομορφιάς των Επιτηδευμάτων. Πρέπει να βρει την ομορφιά που υπάρχει στις ανθρώπινες ενασχολήσεις και στους Θεσμούς. Ν’ ανακαλύψει την Ηθική των Νόμων και των υπόλοιπων Ηθικών Αρχών που διέπουν την Κοινωνία. Πιο ψηλά στην Ιεράρχηση των Αρετών βρίσκεται η Σωφροσύνη κι η Δικαιοσύνη, που είναι απαραίτητες για τη διακυβέρνηση των πόλεων και των σπιτικών.



Αυτός που κυοφορεί αυτές τις Αρετές αναζητά μια όμορφη ψυχή, συζητάει με τον κάτοχό της γιά την Αρετή κι έτσι δημιουργείται αμοιβαία Πνευματική Καλλιέργεια κι ουσιαστική Επικοινωνία, με αποτέλεσμα τα Δημιουργήματα, που είναι πιο σημαντικά και γοητευτικά από τα βιολογικά παιδιά. Οι γονείς γεννούν στα παιδιά τους τα λόγια και τις προτροπές για το πώς να τα βγάλουν πέρα στη ζωή τους. Ο Παιδαγωγός εγκυμονεί τους λόγους για την Αρετή και διδάσκει ποιος πρέπει να είναι ο Άνθρωπος και ποιόν δρόμο ν’ ακολουθήσει στη ζωή του.



Αν αγαπήσει τη Δικαιοσύνη, θα διαπιστώσει ότι η ομορφιά είναι ενιαία κι ότι το κάλλος της εξωτερικής ομορφιάς δεν έχει μεγάλη σημασία. Στο επόμενο στάδιο αντικείμενο του έρωτα είναι οι Επιστήμες, τα Μαθήματα που απομακρύνονται από τον Κόσμο των Αισθητών και πλησιάζουν τον Κόσμο των Ιδεών. Έτσι θα οδηγηθεί στον Κόσμο των Επιστημών και της Φιλοσοφίας, για να διαπιστώσει ότι πρέπει να μην χαραμίζεται υπηρετώντας μόνο την ομορφιά ενός Ανθρώπου ή μίας Δραστηριότητας. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να κατακτήσει το τελευταίο στάδιο της Ερωτικής Μύησης. Ο Κόσμος της Γνώσης και των διαφόρων Επιστημών είναι η τελευταία Κατηγορία, πριν τον Ιδεατό Κόσμο.

Βασίλειος Γκίκας, Ακαδημαϊκός



Έτσι ο Πλατωνικός Έρωτας ταυτίζεται με την προσπάθεια του Φιλοσόφου να φτάσει στην Αλήθεια, τις Ιδέες, ξεκινώντας από τα Αισθητά Αντικείμενα. Η Διοτίμα χρησιμοποιεί ως αφετηρία τον σωματικό έρωτα, για να μιλήσει τελικώς για τον έρωτα της ψυχής και διαχωρίζει σαφώς τη σωματική από την πνευματική γέννα, βαφτίζοντας τη σωματική σαν ένα είδος περισπασμού από την πνευματική, που είναι η μόνη που θα χαρίσει την αθανασία. Στο τελευταίο στάδιο έχουμε την ανύψωση της ψυχής στην Ιδέα του Ωραίου, την Ιδέα της Ομορφιάς, κάτι που είναι πλήρες, αθάνατο, μοναδικό κι αναλλοίωτο. Αντικείμενα αυτού του έρωτα είναι η Σοφία, το Αγαθό, η Ευδαιμονία, η Αθανασία κι η Ομορφιά της Ψυχής.



Η απόλυτη ομορφιά δεν εξαρτάται από το βλέμμα του Ανθρώπου ούτε θα παρουσιαστεί με κάποια γνώριμη μορφή του Κόσμου. Είναι η αυθύπαρκτη, άφθαρτη, μοναδική, ενιαία και διαχρονική ομορφιά, στην οποία όλες οι άλλες μετέχουν κι, ενώ εκείνες έρχονται και παρέρχονται, αυτή μένει ανεπηρέαστη κι αναλλοίωτη. Αυτήν την Απόλυτη Ομορφιά θα πρέπει να την εντάξουμε στα πλαίσια του Κόσμου των Ιδεών του Πλάτωνα. Η Μορφή (Ιδέα) της Ομορφιάς είναι η Υπέρτατη Ομορφιά, που περιλαμβάνει τις ομορφιές των σωμάτων, των ψυχών κι όλων των υπόλοιπων επιμέρους όμορφων πραγμάτων του Κόσμου, ομορφιές που περιλαμβάνει, αλλά δεν εξαρτάται από αυτές.



Οι άλλες μορφές του Ωραίου μετέχουν στην Απόλυτη Ομορφιά με την έννοια ότι, ενώ αυτές έρχονται και παρέρχονται, εκείνη, χωρίς να υπόκειται σε αυξομειώσεις, παραμένει ανεπηρέαστη. Είναι κάτι αυθύπαρκτο, διαφορετικό από όποιο παράδειγμά του μπορούμε να βρούμε στον Κόσμο γύρω μας κι από την αντίληψη των Ανθρώπων, αφού δεν εξαρτάται από το βλέμμα.



Κατά τον Πλάτωνα ο Ιδανικός Έρωτας δεν έχει να κάνει με την κατάκτηση, αλλά με την ανάμνηση. Ο έρωτας εκφράζει την έντονη τάση του Ανθρώπου να θυμηθεί τις Ιδέες, τις οποίες η ψυχή του, προτού γεννηθεί αυτός, είχε γνωρίσει στον Ουράνιο Κόσμο των Ιδεών. Η ψυχή του Ανθρώπου είχε αντικρίσει κάποτε, όταν βρισκόταν ακόμα στον Κόσμο των Νοητών, την Ιδέα του Ωραίου, που ταυτίζεται με την Ιδέα του Αγαθού, την Υπέρτατη Ιδέα.



Τώρα φυλακισμένη στο σώμα αναγνωρίζει το Ωραίο και στρέφεται προς αυτό, στην επιθυμία της ν’ αντικρίσει και πάλι την Αθάνατη Ιδέα. Η διαδικασία της ανάμνησης, μέσω της οποίας μπορεί ο Άνθρωπος να συλλάβει τις Ιδέες, αποτελεί κατά τον Πλάτωνα βασικό συστατικό του έρωτος. Ο ερωτευμένος Άνθρωπος ανακαλεί πάντοτε στη μνήμη του το πρόσωπο που αποτελεί το αντικείμενο του έρωτά του, όποτε συμβαίνει να μη βρίσκεται κοντά σε αυτό.



Αντίθετα, όταν το αντικείμενο του έρωτα περάσει πια στη Λήθη κι ο τελευταίος πάψει να το σκέπτεται, σημαίνει ότι δεν είναι ερωτευμένος πλέον με αυτό. Η Ανάκληση των Ιδεών στην ψυχή του Ανθρώπου μέσα από τη διαδικασία της ανάμνησης δηλώνει μια ερωτική σχέση του Ανθρώπου προς τις Ιδέες. Ο έρωτας κατά τον Πλάτωνα γεμίζει την ψυχή μας, όταν επαναφέρει στη μνήμη μας Ιδέες κι απόψεις που κάποτε είχαμε γνωρίσει. Το Ωραίο λειτουργεί σαν καθρέφτης: αντανακλά κάποιες ακτίδες από τη Θεία Ομορφιά, που κάποτε η ψυχή είχε ζήσει.



Γίνεται αφορμή η θέα του Κάλλους ή το άκουσμα, αν πρόκειται για Μουσική, να ξαναθυμηθεί την Ομορφιά, που κάποτε είχε γνωρίσει. Γι’ αυτό κι η ψυχή νοιώθει ένα γλυκό ρίγος τη στιγμή του αντικρίσματος ή του ακούσματος του Ωραίου, μία γλυκιά νοσταλγία αυτού που κάποτε είχε ζήσει. Αυτό το Θείο Πάθος είναι αυτό που αποκαλούμε Έρωτα.



Αυτή η ερωτική σχέση του Ανθρώπου προς τις Ιδέες, κατά τον Πλάτωνα, δεν δημιουργείται απευθείας, αλλ’ αναπτύσσεται προοδευτικά από τον Φαινομενικό Κόσμο που ζούμε, μέχρι τον Πραγματικό Κόσμο, που είναι ο Κόσμος της Διάνοιας και της Νόησης κι αποτελεί το Πρότυπο για τον Κόσμο των Φαινομένων. Ο σωστός Εραστής θα ξεκινήσει από τις Ομορφιές του Κόσμου: από το ένα ωραίο σώμα στο σύνολο των ωραίων σωμάτων, στην ομορφιά της ψυχής και του συνόλου των ψυχών, στις δραστηριότητες των Ανθρώπων και στη Σοφία της Επιστήμης, γιά να φτάσει στη σπουδή της Απόλυτης Ομορφιάς και να γνωρίσει τι είναι στην ουσία του το Κάλλος.



Αυτή είναι η Ποιότητα Ζωής που καταξιώνει τον ανθρώπινο βίο, πέρα από το χρυσάφι και τα φορέματα, τα όμορφα αγόρια και κορίτσια και τις Υλικές Απολαύσεις, τα οποία βλέπει και γιά τα οποία κάνει τα πάντα για να τ’ αποκτήσει. Αλλά, αν κάνει έτσι για αυτά τα θνητά, τότε τι πρέπει να υποθέσουμε ότι συμβαίνει στον άνθρωπο, ο οποίος μπορεί ν’ αντικρίσει αυτήν την Απόλυτη Ομορφιά, που δεν εξαρτάται από τ’ ανθρώπινα σάρκινα μέλη και τη ματαιότητα της θνητής φύσης; Αυτό είναι Έρως για τους Αρχαίους Έλληνες.



Στην ανώτερη βαθμίδα η ψυχή θεάται το Απόλυτο Κάλλος, που είναι καθαρό και δεν έχει καμία ανάμειξη με οτιδήποτε σαρκικό και θνητή ματαιότητα. Με αυτόν τον τρόπο παύει η προσκόλληση σε έναν και μόνο Άνθρωπο. Επομένως, μπορούμε να μοιάσουμε στον Θεό, μόνο αν αγαπάμε την Ομορφιά, χωρίς κάποια άλλη διέγερση, χωρίς δηλαδή να επιζητούμε τον αισθησιακό πόθο.



Προορισμός παραμένει η Απόλυτη Ομορφιά, η Αρετή που ταυτίζεται με την Αλήθεια, το Ωραίο που θα μπορέσουμε να δούμε, όταν ξεπεράσουμε τη σάρκα, το Πνεύμα, την Κοινωνικότητα και την Επιστήμη. Έτσι από μάθηση σε μάθηση θα καταλήξει στη μάθηση εκείνη, που δεν είναι τίποτε άλλο πάρα η Γνώση της Απόλυτης Ομορφιάς.



Αν υπάρχει κάτι για το οποίο αξίζει να ζει ο Άνθρωπος, αυτό είναι το να φτάσει μέχρι την θέα αυτού του Απολύτου του Αγαθού.
Ο Άνθρωπος, στην προσπάθειά του να γίνει Μέτοχος της Απόλυτης Ομορφιάς και της αθανασίας, δύσκολα θα μπορούσε να βρει πολυτιμότερο συμπαραστάτη από τον Έρωτα.



Πηγή: athensupdate.gr

Δημοσίευση σχολίου

Copyright © ΝΕΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ. Designed by John Tsipas