ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ του ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ.





Στο παρακάτω  ποίημα ,
ο Μπόρχες εξυμνεί τη γνήσια φιλία και αλληλεγγύη.
Ύμνος στην κοινωνική-αλληλέγγυα φύση του ανθρώπου που καταλύει και υπερβαίνει τον ατομισμό-εγωισμό.

‘‘Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις για όλα τα προβλήματα της ζωής σου, ούτε έχω απαντήσεις
για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου˙
όμως μπορώ να σ’ ακούσω και να τα μοιραστώ μαζί σου.

Δεν μπορώ ν’ αλλάξω το παρελθόν ή το μέλλον σου.
Όμως όταν με χρειάζεσαι θα είμαι εκεί μαζί σου.

Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματα σου.
Μόνο μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου
να κρατηθείς και να μη πέσεις.
Οι χαρές σου, οι θρίαμβοι και οι επιτυχίες σου δεν είναι δικές μου.
Όμως ειλικρινά απολαμβάνω να σε βλέπω ευτυχισμένο.

Δεν μπορώ να περιορίσω μέσα σε όρια αυτά που πρέπει να πραγματοποιήσεις, όμως θα σου προσφέρω τον ελεύθερο χώρο που χρειάζεσαι για να μεγαλουργήσεις.

Δεν μπορώ να αποτρέψω τις οδύνες σου όταν κάποιες θλίψεις σου σκίζουν την καρδιά, όμως μπορώ να κλάψω μαζί σου και να μαζέψω τα κομμάτια της για να την φτιάξουμε ξανά πιο δυνατή.

Δεν μπορώ να σου πω ποιος είσαι ούτε ποιος πρέπει να γίνεις.
Μόνο μπορώ να σ’ αγαπώ όπως είσαι και να είμαι φίλος σου.

Αυτές τις μέρες σκεφτόμουν τους φίλους μου και τις φίλες μου,δεν ήσουν πάνω ή κάτω ή στη μέση.

Δεν ήσουν πρώτος ούτε τελευταίος στη λίστα.
Δεν ήσουν το νούμερο ένα ούτε το τελευταίο.

Να κοιμάσαι ευτυχισμένος. Να εκπέμπεις αγάπη. Να ξέρεις ότι είμαστε εδώ περαστικοί. Ας βελτιώσουμε τις σχέσεις με τους άλλους. Να αρπάζουμε τις ευκαιρίες. Να ακούμε την καρδιά μας.
Να εκτιμούμε τη ζωή.

Πάντως δεν έχω την αξίωση να είμαι ο πρώτος, ο δεύτερος ή ο τρίτος στη λίστα σου. Μου αρκεί που με θέλεις για φίλο.
Ευχαριστώ που είμαι.
 Λίγα λόγια για τον ΜΠΟΡΧΕΣ

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες γεννήθηκε το 1899 στο Μπουένος Άιρες. Ο πατέρας του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει νωρίς το επάγγελμα του δικηγόρου εξαιτίας της σταδιακής τύφλωσης, η οποία αργότερα θα επηρέαζε και τον γιο του, και το 1914 η οικογένεια μετακόμισε στη Γενεύη, όπου ο πατέρας Μπόρχες έτυχε περίθαλψης από ειδικό οφθαλμίατρο, ενώ ο Μπόρχες και η αδελφή του Νόρα (γενν. 1902) πήγαιναν σχολείο. Μεγαλώνοντας, το πρώτο του ποίημα, “Ύμνος στη Θάλασσα”, γραμμένο στο στυλ του Γουόλτ Γουίτμαν, εκδόθηκε στο περιοδικό Grecia.
Το 1933 ο Μπόρχες έγινε συντάκτης του λογοτεχνικού ένθετου της εφημερίδας Crítica, στην οποία και πρωτοεμφανίστηκαν τα γραπτά του που αργότερα περιλήφθηκαν στην Historia universal de la infamia (Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας). Οι συνάδελφοί του του απαγόρευσαν αμέσως να καταλογογραφεί περισσότερα από 100 βιβλία την ημέρα, κάτι που ο Μπόρχες έκανε μέσα σε περίπου μια ώρα. Περνούσε το υπόλοιπο της ημέρας στο υπόγειο της βιβλιοθήκης γράφοντας άρθρα και διηγήματα.

Τα χρόνια πέρασαν και χωρίς δουλειά, με την όρασή του να μειώνεται εξαιτίας του γλαυκώματος και ανήμπορος να στηρίξει πλήρως τον εαυτό του ως συγγραφέας, ο Μπόρχες ξεκίνησε μια νέα καριέρα δίνοντας δημόσιες διαλέξεις. Παρά το ότι πολιτικά διώχθηκε κάπως, οι διαλέξεις του είχαν αρκετή επιτυχία και μετατράπηκε σε δημόσιο πρόσωπο.

Το 1955, με πρωτοβουλία της Βικτόρια Οκάμπο, η νέα αντι-περονική στρατιωτική κυβέρνηση τον διόρισε επικεφαλής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Μέχρι τότε είχε τυφλωθεί εντελώς. Όπως ο ίδιος ο Μπόρχες παρατήρησε, ο Θεός “μου έδωσε ταυτόχρονα τα βιβλία και τη νύχτα”. Τον επόμενο χρόνο κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας.

Μη μπορώντας να διαβάσει και να γράψει (δεν έμαθε ποτέ του το Σύστημα Μπράιγ), εξαρτιόταν από τη μητέρα του, με την οποία είχε πάντοτε στενή σχέση και η οποία άρχισε να δουλεύει ως προσωπική του γραμματέας.

Η διεθνής φήμη του Μπόρχες ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ενώ ανάμεσα στα πολλά βραβεία που απέσπασε, το 1980 του δόθηκε το Prix mondial Cino Del Duca, μαζί με τις πολλές και άλλες τιμές και βραβεία ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, όπως τη γαλλική Λεγεώνα της Τιμής το 1983 και το Βραβείο Θερβάντες.

Αν και πασίγνωστος τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, στον Μπόρχες δεν δόθηκε ποτέ το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο Μπόρχες νυμφεύτηκε για πρώτη φορά το 1967, κατόπιν φοβερής πίεσης που δέχθηκε από τη μητέρα του, η οποία είχε περάσει τα 90 και ήθελε να βρει κάποιαν να φροντίζει τον τυφλό της γιο. Έτσι, κανόνισαν μαζί με την αδελφή του Μπόρχες, Νόρα, να παντρευτεί την πρόσφατα χήρα Έλσα Αστέτε Μιγιάν. Λέγεται ότι ο Μπόρχες δεν είχε ποτέ ερωτική επαφή με τη γυναίκα αυτή. Κοιμόντουσαν σε χωριστά δωμάτια και ο γάμος κράτησε λιγότερο από τρία χρόνια. Μετά το διαζύγιο, ο Μπόρχες επέστρεψε στη μητέρα του, με την οποία έζησε μέχρι τον θάνατό της, στα 99 της.

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες πέθανε από καρκίνο του ήπατος στη Γενεύη και τάφηκε στο Βασιλικό Κοιμητήριο.
Πολλές από τις πιο γνωστές του ιστορίες αφορούν τη φύση του χρόνου, το άπειρο, καθρέφτες, λαβύρινθους, την πραγματικότητα και την ταυτότητα. Μερικές ιστορίες επικεντρώνονται σε φανταστικές ιδέες.

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες πέθανε στις 14 Ιουνίου 1986 από εγκεφαλικό επεισόδιο.



Η αρχική μου σελίδα στο  ανανεωμένο, γρήγορο ,Λογοτεχνικό περιβόλι!




Δημοσίευση σχολίου

Copyright © ΝΕΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ. Designed by John Tsipas